Η φοροδιαφυγή στην αρχαία Ελλάδα


Η φορολογία φέρνει τη φοροδιαφυγή


Η φοροδιαφυγή είναι ένα πολύ παλιό «σπορ» το οποίο πιθανόν πρωτοεμφανίστηκε μαζί με τη φορολογία. Το ύψος των φόρων, όπως και η είσπραξή τους, απασχολούσε ανέκαθεν τους κυβερνώντες, ιδιαίτερα μάλιστα σε περιόδους οικονομικών κρίσεων όπως αυτή που βιώνουμε σήμερα.


Δεινές οικονομικές κρίσεις ξέσπασαν και στην Αθήνα του 4ου αι. π.Χ., συνοδευόμενες επίσης από φαινόμενα διαφθοράς. Η φορολογία των συμμάχων ήταν πλέον μακρινό όνειρο, τα έσοδα από τη φορολογία των εμπορευμάτων που έφθαναν στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω πτώσης των εμπορικών δραστηριοτήτων, είχαν μειωθεί, ενώ η εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου είχε περιοριστεί. Στην προσπάθειά του το αθηναϊκό κράτος να πετύχει αύξηση των οικονομικών πόρων του κάνει συνεχώς μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα.

Μία από τις πιο γνωστές είναι η μεταρρύθμιση που έγινε επί άρχοντος Ναυσινίκου (378-377 π.Χ.) και συνοδεύθηκε από απογραφή της περιουσίας των φορολογουμένων. Σύμφωνα με αρχαία μαρτυρία, η περιουσία αυτή υπολογίστηκε σε 5.750 τάλαντα.

Τότε ψηφίστηκε και ένας νόμος που προέβλεπε ακόμη πιο βαριές ποινές στους φοροφυγάδες. Το αθηναϊκό κράτος συνήθως νοίκιαζε τους διάφορους φόρους έπειτα από δημόσιους διαγωνισμούς.

Ο πλειοδότης έδινε αμέσως το συμφωνηθέν ποσό και στη συνέχεια φρόντιζε να το εισπράξει από τους υπόχρεους, φυσικά με το παραπάνω.

Μια χρονιά στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. ένας πλειοδότης πλήρωσε ως φόρο επί των εισαγομένων και εξαγομένων από το λιμάνι του Πειραιά προϊόντων 30 τάλαντα και εισέπραξε 36. Κέρδισε, δηλαδή, 6 τάλαντα (περίπου 3.500 μεροκάματα).

Σε δύσκολες οικονομικές καταστάσεις εξυπακούεται ότι δεν υπήρχε μεγάλο ενδιαφέρον για συμμετοχή στους δημόσιους αυτούς διαγωνισμούς. Έτσι το κράτος έπρεπε το ίδιο να φροντίσει για την είσπραξη των φόρων. Μια σχετική ιστορία, η οποία συνέβη κατά τη φορολογική μεταρρύθμιση του 378-377 π.Χ., είναι ενδεικτική.

Πρωτοστατεί ο Ανδροτίων Ανδρωνος, ένα αμφιλεγόμενο πρόσωπο της αθηναϊκής δημόσιας ζωής. Πρότεινε στους Αθηναίους τρεις τρόπους για να γεμίσουν το κρατικό ταμείο.

Ο ένας ήταν να βάλουν χέρι στα ιερά τους και να λιώσουν τα χρυσά αφιερώματα που υπήρχαν σ΄ αυτά κόβοντας στη συνέχεια χρυσά νομίσματα. Ο άλλος ήταν να επιβάλουν έκτακτους φόρους και ο τρίτος να κυνηγήσουν τους φοροφυγάδες. Όπως ήταν αναμενόμενο, προτιμήθηκε η τρίτη λύση.

Ο ίδιος ο Ανδροτίων έπεισε τους Αθηναίους να τον ορίσουν φοροεισπράκτορα που θα αναλάμβανε να εισπράξει τη φοροδιαφυγή, κάτι που τελικά και έκανε, όχι όμως με ιδιαίτερη επιτυχία, αν και χρησιμοποίησε καταπιεστικά και ενίοτε απάνθρωπα μέσα.

Εισορμούσε με τους μπράβους του σε σπίτια οφειλετών σπάζοντας τις πόρτες και κάνοντας τα στρώματα των κρεβατιών άνω-κάτω προκειμένου να εντοπίσει τυχόν κρυμμένους θησαυρούς, βασάνιζε πολίτες για να εισπράξει ακόμη και πενταροδεκάρες.

Έντρομοι οι ένοικοι εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και πηδώντας από στέγη σε στέγη ζητούσαν καταφύγιο σε γειτονικά τους πρόσωπα.

Ο ίδιος ο Ανδροτίων δεν ήταν ένα άμεμπτο δημόσιο πρόσωπο, όπως δηλαδή συμβαίνει και με σημερινούς φοροεισπράκτορες. Λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ., δοθείσης ευκαιρίας, δεν δίστασε, μαζί με φίλους του, να οικειοποιηθούν εννιάμισι τάλαντα.

Καθώς η απάτη αποκαλύφθηκε και οι τότε νόμοι ήταν αυστηροί και εφαρμοστέοι, καταδικάστηκαν να πληρώσουν το διπλάσιο του ποσού που είχαν καταχραστεί.

Αδυνατώντας να πληρώσουν το βαρύ πρόστιμο και προ του κινδύνου να οδηγηθούν στις φυλακές έθεσαν σε εφαρμογή, με τη βοήθεια πολιτικών φίλων τους, μια νομικίστικη διαδικασία που απέτρεπε την επαπειλούμενη φυλάκισή τους, εξασφαλίζοντας όμως και την επιστροφή των εννιάμισι ταλάντων.