Ο πόλεμος των Επτά επί Θήβας

Εξίσου ξακουστός υπήρξε ο λεγόμενος πόλεμος των Επτά επί Θήβας. Ο Λάιος ήταν απόγονος του Κάδμου και βασιλιάς των Θηβών. Ενας χρησμός είχε πει ότι, αν αποκτούσε γιο, αυτός θα τον σκότωνε.
Γι' αυτό, μόλις η σύζυγος του, Ιοκάστη, γέννησε αγόρι, ο Λάιος τρύπησε τα πόδια του βρέφους στους αστραγάλους και το έδωσε σε ένα βοσκό για να το εγκαταλείφει στον Κιθαιρώνα. Εκεί βρήκε το βρέφος, κατά τύχη, ένας βοσκός του βασιλιά της Κορίνθου Πολύβου. Ο βοσκός μετέφερε ίο βρέφος στον κύριο του. Αυτός το ονόμασε Οιδίποδα, επειδή τα πόδια του ήταν πρησμένα, και τον ανέθρεψε σαν να ήταν δικό του παιδί. Όταν πια ο Οιδίποδας ενηλικιώθηκε και επειδή συνέχεια τον κορόιδευαν για την άγνωστη καταγωγή του, αποφάσισε να πάει στο Μαντείο των Δελφών, για να ρωτήσει το θεό σχετικά με τον αληθινό του πατέρα. Στην απάντηση του ο θεός τού έλεγε να μη γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί, αν το έκανε, ήταν πεπρωμένο να σκοτώσει τον πατέρα του και να πάρει ως σύζυγο τη μητέρα του.

Επειδή ο Οιδίποδας άλλη πατρίδα δεν γνώριζε παρά μόνο την Κόρινθο, πήρε την απόφαση να παραμείνει μακριά από την πόλη και, αφού αναχώρησε από τους Δελφούς, κατευθύνθηκε προς τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Καθώς όμως περπατούσε στο δρόμο, συνάντησε πάνω στο αμάξι τον βασιλιά Λάιο και αφού καβγάδισε με τους ακόλουθους του, τον σκότωσε χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ο πατέρας του.


Μετά το θάνατο του Λάιου,βασιλιάς της Θήβας αναδείχτηκε ο αδελφός της Ιοκάστης, ο Κρέοντας. Οι θεοί ήταν τότε οργισμένοι με αυτή τη χώρα και γι' αυτόν το λόγο τη βασάνιζαν με ένα φοβερό τέρας,
τη Σφίγγα, η οποία είχε κεφάλι γυναίκας, στήθος, πόδια και ουρά λιονταριού, και φτερά αρπακτικού. Τη Σφίγγα την είχε στείλει η Ήρα και κατοικούσε στο βουνό Φίκειο κοντά στη Θήβα. Οι Μούσες, που ηταν κόρες του Δία και προστάτιδες των τεχνών και των γραμμάτων, είχαν μάθει στη Σφιγγα το παρακάτω αίνιγμα:  «Ποιό ζώο είναι το πρωί τετράποδο, το μεσημέρι δίποδο και το βράδυ τρίποδο;»
Το τέρας ζητούσε συχνά από τους Θηβαίους τη λύση του αινίγματος και κάθε φορά που κάποιος έδινε λάθος απάντηση, τον άρπαζε και τον κατασπάραζε. Επειδή κανείς δεν μπορούσε να βρει τη λύση και η Σφίγγα εξακολουθούσε να τρώει τους Θηβαίους, ο Κρέοντας αναγκάστηκε να διακηρύξει ότι όποιος έλυνε το αίνιγμα θα έπαιρνε ως βραβείο το θρόνο της Θήβας και ως σύζυγο την αδελφή του, Ιοκάστη. Τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο Οιδίποδας και είπε ότι το ζώο του αινίγματος ήταν ο άνθρωπος. Αμέσως η Σφίγγα αυτοκτόνησε! πέφτοντας από την ακρόπολη της πόλης, ενώ ο Οιδίποδας αναγορεύτηκε βασιλιάς των Θηβών και πήρε ως σύζυγο του την Ιοκάστη, χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν η μητέρα του.

Αυτές οι τραγικές περιπέτειες στο μέλλον θα επέφεραν και άλλες συμφορές. Οι θεοί έπειτα από λίγο καιρό αποκάλυψαν την αλήθεια για τον Οιδίποδα. Η Ιοκάστη κρεμάστηκε, ενώ ο Οιδίποδας, επειδή κάποτε είχε θυμώσει πολύ με τους δύο γιους του, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, τους καταράστηκε να ξεσπάσει πόλεμος ανάμεσα τους, αιματηρός και ανελέητος. 

Και πράγματι, μόλις πέθανε ο Οιδίποδας, τα δύο του παιδιά φιλονίκησαν για τη διαδοχή, με αποτέλεσμα ο Πολυνείκης να αναγκαστεί να καταφύγει στο Αργός. Από το βασιλιά του Αργούς, τον Αδραστο, ζήτησε βοήθεια για να μπορέσει να πάρει πίσω το θρόνο του. Ο Αδραστος αποδέχτηκε το αίτημα του Πολυνείκη και έτσι οργανώθηκε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Θήβας. Επτά ήταν οι πιο σημαντικοί αρχηγοί που εκστράτευσαν εναντίον της πόλης: ο βασιλιάς του Αργούς, Αδραστος, ο προικισμένος από τους θεούς με το χάρισμα της μαντικής ικανότητας, Αμφιάραος, ο Καπανέας, ο Ιππομέδοντας, ο Τυδέας, ο Παρθενοπαίος και ο Πολυνείκης. Μόλις ο στρατός των Επτά προωθήθηκε μέχρι τον ποταμό Ασωπό, τελέστηκε θυσία και ακολούθησε συμπόσιο. Συγχρόνως έστειλαν τον Τυδέα στη Θήβα για να απαιτήσει την αναγνώριση του Πολυνείκη ως βασιλιά της πόλης. Το αίτημα των Επτά απορρίφθηκε.

Ο Τυδέας στο έπος Θηβαϊδα
(Τους Επτά επί Θήβας)
Ωστόσο, επειδή ο Τυδέας βρήκε όλους τους ηγεμόνες των Καδμείων να τρώνε και να πίνουν μαζί με τον Ετεοκλή, τους προκάλεσε σε αγώνα πάλης και πυγμαχίας και τους νίκησε χάρη στην καθοριστικής σημασίας βοήθεια της θεάς Αθηνάς. Οι Καδμείοι, επειδή οργίστηκαν με αυτή τους την ήττα, οργάνωσαν εναντίον του ενέδρα με πενήντα άνδρες, τη στιγμή που Τυδέας επέστρεφε στο στρατόπεδο του. Αλλά και αυτούς τους νίκησε ο Τυδέας, ο οποίος μπορεί να ήταν μικρόσωμος, συγχρόνως όμως ήταν και φοβερός πολεμιστής.

Λίγο αργότερα οι Καδμείοι, με τη βοήθεια των συμμάχων τους, Φωκέων και Φλεγύων, αντιμετώπισαν με επιτυχία τις επιθέσεις των εχθρών και τους επιτέθηκαν κοντά στο λόφο του Ισμηνία. Στη μάχη όμως αυτή υπέστησαν φοβερή ήττα και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μέσα στην οχυρωμένη πόλη. Ο μάντης Τειρεσίας αποκάλυψε τότε σε αυτούς ότι, εάν ο Μενοικέας, ο γιος του Κρέοντα, αυθόρμητα θυσιαζόταν στο θεό Άρη, σίγουρα θα νικούσαν. Ο ευγενικός νέος, όταν έμαθε ότι η σωτηρία της πατρίδας του εξαρτιόταν από το θάνατο του, πήγε μπροστά στις πύλες της πόλης και αυτοκτόνησε. Γι' αυτό όσες φορές και αν προσπάθησαν οι Επτά -ο καθένας είχε αναλάβει την εκπόρθηση μιας πύλης-να καταλάβουν την πόλη, απέτυχαν, αφού χάρη στην αφοσίωση του Μενοικέα οι θεοί προστάτευαν τους Θηβαίους. Ο Παρθενοπαίος σκοτώθηκε από πέτρα που έριξε εναντίον του ο Περικλύμενος, ενώ ο Καπανέας, που τόσο περιφρόνησε τους θεούς, χτυπήθηκε με κεραυνό του Δία. Τότε οι Αργείοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, ενώ ο Ετεοκλής πρότεινε να κριθεί η έκβαση του πολέμου από τη μονομαχία του με τον αδελφό του, Πολυνείκη. Την πρόταση αυτή την αποδέχτηκε ο Πολυνείκης και συμφώνησε και ο Άδραστος.

Στη σκληρή μονομαχία που ακολούθησε σκοτώθηκαν και τα δύο αδέλφια.Έτσι, επειδή δεν υπήρξε αποτέλεσμα, αποφάσισαν οι δύο στρατοί να συνεχίσουν τον πόλεμο. Η μάχη συνεχίστηκε και ήταν αιματηρότατη. Ο Θηβαίος Μελάνιππος σκότωσε τον Τυδέα και ο Αμφιάραος τον Μελάνιππο. Ο Αμφιάραος, όμως, επειδή δεν μπορούσε να σταματήσει το στρατό που τράπηκε σε φυγή, έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους, ενώ τον καταδίωκε ο Περικλύμενος, ο οποίος του έριξε το ακόντιο του. Η εύνοια όμως του Δία έσωσε τον Αμφιάραο από την ντροπή, γιατί άνοιξε η γη κάτω από τα πόδια του και κατάπιε αυτόν:! και ολόκληρο το άρμα του με τα άλογα.

Τον τόπο στον οποίο συνέβη αυτό το θαύμα τον τιμούσαν οι Θηβαίοι ακόμη και στους ιστορικούς χρόνους και την ιερότητα του μαρτυρούσε το γεγονός ότι κανένα ζώο δεν πλησίαζε το χορτάρι που φύτρωνε εκεί. Ο Αμφιαραος τοποθετήθηκε από τον Δία στην τάξη των αθανάτων και τον τιμούσαν ως θεό στο Άργος, στη Θήβα και στον Ωρωπό. Μάλιστα, το μαντείο που βρισκόταν σε αυτή την τελευταία πόλη εξακολουθούσε να δίνει χρησμούς και συμβουλές για εκατοντάδες χρόνια στους προσκυνητές που το επισκέπτονταν με ευλάβεια.

Ο βασιλιάς του Αργούς, αφού έχασε όλους τουςσυμπολεμιστές του, αναγκάστηκε να υποχωρήσει και αυτός, και σώθηκε μόνο χάρη στη φοβερή ταχύτητα του αλόγου του, Αρείονα, ος εκ θεόφιν γένος ήεν, δηλαδή ήταν γόνος θεών, και ιδιαίτερα του Ποσειδώνα. Αλλά την ήττα των Επτά ηγεμόνων εκδικήθηκαν οι γιοι τους, οι οποιοι αποκαλούνταν Επίγονοι. Ο Αιγιαλεας. γιος του Αδράστου, ο Θερσανδρος, γιος του Πολυνείκη, ο Αλκμαίονας και ο Αμφιλοχος, γιοι του Αμφιάραου, ο Διομήδης, γιος του Τυδέα, ο Σθένελος, γιος του Καπανεα, ο Πρόμαχος, γιος του Παρθενοπαίου και ο Ευρύαλος, ο γιος του Μηκιστέα. Από όλους αυτούς διέπρεψε περισσότερο ο Αλκμαιωνας, ο γιος του Αμφιάραου. Οι Κορίνθιοι και οι Μεγαρείς, οι Μεσσήνιοι και οι Αρκάδες βοήθησαν τους Επιγόνους, γιατί πίστεψαν στα θεϊκά σημάδια και στη βοήθεια από τον Δία.


Στη μαχη τών Επιγόνων εναντίον των Θηβαίων νικητές αναδείχθηκαν οι πρώτοι. Μετά τη μάχη συμβουλεύτηκαν το μάντη Τειρεσία, ο οποίος, αφού τους είπε ότι η όποια αντίσταση τους αιπεναντι στους Επιγόνους δεν είχε καμιά ελπίδα επιτυχίας, παρεδωσαν την πόλη και την εγκατέλειψαν μαζί με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Με αρχηγό τον Λαοδάμαντα, γιο του Ετεοκλή, βάδισαν προς τους Ιλλυριούς. Οι Επίγονοι, μόλις μπήκαν οτην έρημη πόλη, αναγόρευσαν Βασιλιά το γιο του Πολυνείκη, Θερσανδρο.