Ο Σωκράτης και η Θεοδότη

Κάποτε βρισκόταν στην πόλη μια ωραία γυναίκα που την έλεγαν Θεοδότη· ήταν τέτοια ώστε να πηγαίνει με όποιον την έπειθε· κάποιος από τη συντροφιά του Σωκράτη τη μνημόνευσε και είπε ότι η ομορφιά της γυναίκας είναι ανώτερη από κάθε περιγραφή και ότι πηγαίνουν στο σπίτι της ζωγράφοι, για να την απεικονίσουν, και σ’ αυτούς εκείνη δείχνει όσα μέλη του σώματός της είναι ωραία.
Ο Σωκράτης είπε: «Θα πρέπει να πάμε, για να τη δούμε· διότι βέβαια δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή ακούγοντάς το».

Αυτός που την είχε αναφέρει είπε: «Ακολουθήστε με γρήγορα».


Έτσι λοιπόν πήγαν στη Θεοδότη, τη βρήκαν να ποζάρει σε κάποιο ζωγράφο και την είδαν. Ο ζωγράφος τέλειωσε τη δουλειά του.

Ο Σωκράτης είπε: «Άντρες, ποιο από τα δύο, εμείς περισσότερο πρέπει να ευγνωμονούμε τη Θεοδότη, επειδή μας έκανε επίδειξη της ομορφιάς της, ή εκείνη εμάς, επειδή την είδαμε; Άραγε, αν η επίδειξη είναι πιο ωφέλιμη γι’ αυτήν, πρέπει αυτή να μας ευγνωμονεί, και αν η θέα της για μας είναι πιο ωφέλιμη, πρέπει εμείς να την ευγνωμονούμε; Αυτή λοιπόν ήδη κερδίζει τον έπαινό μας και, όταν τη διαδώσουμε σε περισσότερους, θα ωφεληθεί περισσότερο· ενώ εμείς ήδη επιθυμούμε να αγγίξουμε όσα είδαμε και θα φύγουμε φαγουριασμένοι και, όταν φύγουμε, θα τα ποθήσουμε. Για τους λόγους αυτούς είναι φυσικό εμείς να την περιποιούμαστε και αυτή να κερδίζει τις περιποιήσεις μας».


Η Θεοδότη είπε: «Μα το Δία, αν λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα, θα πρέπει εγώ να σας ευγνωμονώ, που με είδατε».


 Ύστερα από αυτό ο Σωκράτης, επειδή έβλεπε ότι αυτή ήταν στολισμένη με δαπανηρό τρόπο, ότι ήταν δίπλα της η μητέρα της με ενδυμασία και περιποίηση όχι τυχαία και υπηρέτριες πολλές, που ήταν όμορφες και που κι αυτές δεν ήταν αφρόντιστες, και ότι το σπίτι ήταν με αφθονία εφοδιασμένο σ’ όλα, είπε:

«Πες μου, Θεοδότη· έχεις χωράφια;».

«Δεν έχω» είπε.

«Μήπως σπίτι που σου δίνει έσοδα;».

«Ούτε σπίτι έχω» είπε.

«Μήπως έχεις ανθρώπους που σου δουλεύουν χειρωνακτικά;».

«Ούτε τέτοιους» είπε.

«Από πού λοιπόν παίρνεις όσα σου είναι απαραίτητα;».

«Αν», είπε, «κάποιος γίνει φίλος μου και θέλει να με ευεργετεί, αυτό είναι η περιουσία μου».

«Μα την Ήρα, Θεοδότη, είναι ωραία βέβαια η περιουσία σου και πολύ καλύτερα να έχεις κοπάδια φίλων παρά να έχεις κοπάδια προβάτων, κατσικιών και βοδιών. Αλλά ποιο από τα δύο, το αφήνεις στην τύχη, δηλαδή αν θα πετάξει κοντά σου κάποιος φίλος σαν μύγα ή μηχανεύεσαι και η ίδια κάτι;». «Πώς θα μπορούσα εγώ, είπε, να βρω η ίδια κάποιο τρόπο;».

«Μα το Δία, με περισσότερο ταιριαστό τρόπο απ’ όσο τα φαλάγγια· διότι ξέρεις με τρόπο εκείνα κυνηγούν την τροφή τους· υφαίνουν δηλαδή λεπτά δίχτυα και ό,τι πέσει μέσα τους το κάνουν τροφή τους».

«Και εμένα λοιπόν, είπε, συμβουλεύεις να υφάνω κάποιο δίχτυ;».

«Ναι, διότι δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι με τόση έλλειψη τέχνης θα πιάσεις το πολύ μεγάλης αξίας θήραμα, δηλαδή τους φίλους. Δε βλέπεις ότι, και όταν κυνηγούν το μικρής αξίας θήραμα, δηλαδή τους λαγούς, χρησιμοποιούν πολλά τεχνάσματα; Δηλαδή, επειδή οι λαγοί βόσκουν τη νύχτα, παίρνουν σκυλιά της νύχτας και μ’ αυτά τους κυνηγούν· επειδή κρύβονται την ημέρα, παίρνουν άλλα σκυλιά, που τους καταλαβαίνουν με τη μυρωδιά και τους βρίσκουν όπου παν να κοιμηθούν μετά τη βοσκή· επειδή είναι γοργοπόδαροι, ώστε να ξεφεύγουν, και όταν τρέχουν φανερά, γυμνάζουν άλλα γρήγορα σκυλιά, για να τους πιάνουν κυνηγώντας τους· και επειδή μερικοί από αυτούς ξεφεύγουν και από αυτά, τοποθετούν δίχτυα στα μονοπάτια απ’ όπου περνούν, για να πέφτουν μέσα σ’ αυτά και να μπλέκονται τα πόδια τους».

«Λοιπόν με ποιο παρόμοιο μέσο θα μπορούσα, είπε, να πιάνω φίλους;».

«Αν, μα το Δία, αποκτήσεις αντί για σκύλο κάποιον, που ανιχνεύοντας θα βρει όσους αγαπούν την ομορφιά και είναι πλούσιοι και, όταν τους βρει, θα μηχανευτεί πώς να τους ρίξει στα δικά σου δίχτυα».

«Και ποια δίχτυα, είπε, έχω εγώ;».

«Ένα βέβαια, που πλέκεται πολύ ωραία, το σώμα σου· και μέσα σ’ αυτό έχεις την ψυχή, με την οποία καταλαβαίνεις και πώς ρίχνοντας τα βλέμματά σου θα τον ευχαριστήσεις και τι λέγοντας θα τον ευφράνεις και ότι πρέπει να υποδέχεσαι με ευχαρίστηση όποιον σε φροντίζει και να απομακρύνεις τον αλαζονικό και, όταν αρρωστήσει φίλος σου, να τον επισκεφθείς με φροντίδα και, όταν πετύχει κάτι ωραίο, να χαρείς πολύ μαζί του και σ’ εκείνον που σε φροντίζει πολύ να είσαι ολόψυχα ευχάριστη· ξέρω βέβαια καλά ότι ξέρεις να αγαπάς όχι μόνο τρυφερά, αλλά και με καλή διάθεση· και ξέρω καλά ότι όχι με λόγια, αλλά με πράξεις δείχνεις ότι σου είναι αρεστοί οι φίλοι».

«Μα το Δία», είπε η Θεοδότη, «εγώ τίποτε από αυτά δε μηχανεύομαι».

«Ωστόσο», είπε ο Σωκράτης, «μεγάλη σημασία έχει να προσφέρεσαι σε κάποιον άνθρωπο φυσικά και λογικά· διότι βέβαια με τη βία δε θα μπορούσες ούτε να πιάσεις ούτε να διατηρήσεις ένα φίλο, ενώ με την ευεργεσία και με την ηδονή το θηρίο αυτό και πιάνεται και μένει μόνιμα».

«Αλήθεια λες» είπε.

«Πρέπει λοιπόν πρώτα-πρώτα να ζητάς από εκείνους που σε φροντίζουν τέτοια, που ελάχιστα θα τους κοστίσουν, αν τα κάνουν, κι έπειτα να τους ανταμείβεις ευχαριστώντας τους με τον ίδιο τρόπο· διότι έτσι θα γίνουν προπάντων φίλοι σου, θα σε αγαπούν για πολύ καιρό και θα σου κάνουν πολύ μεγάλες ευεργεσίες. Θα τους ευχαριστήσεις προπάντων, αν τους προσφέρεις τα δώρα σου, όταν τα χρειάζονται· διότι βλέπεις ότι και τα πιο ευχάριστα φαγητά φαίνονται δυσάρεστα, αν κάποιος τα προσφέρει πριν τα επιθυμήσει ο άλλος, και στους παραχορτασμένους προκαλούν και αποστροφή, ενώ αν τα προσφέρει, αφού πρώτα προκαλέσει πείνα, φαίνονται πολύ ευχάριστα, ακόμη κι αν είναι κάπως κατώτερης ποιότητας».

«Πώς λοιπόν, είπε η Θεοδότη, θα μπορούσα να προκαλέσω πείνα για όσα έχω;».

«Αν, μα το Δία, πρώτα-πρώτα στους παραχορτασμένους ούτε προσφέρεις ούτε θυμίζεις τα κάλλη σου, ωσότου περάσει ο κόρος τους και έχουν ξανά την ανάγκη σου με όσο γίνεται κόσμια συμπεριφορά και με το να μη φαίνεσαι ότι θέλεις να τους κάνεις χάρη και προσπαθώντας να τους ξεφύγεις, ωσότου να έχουν την ανάγκη σου όσο γίνεται περισσότερο· διότι τότε τα ίδια δώρα έχουν μεγαλύτερη σημασία παρά να τα δίνεις προτού τα επιθυμήσουν».

«Γιατί λοιπόν, Σωκράτη, δε μου γίνεσαι συνεργάτης στο κυνήγι φίλων;».

«Θα γίνω, είπε, μα το Δία, αν με πείσεις».

«Πώς λοιπόν, είπε, θα μπορούσα να σε πείσω;».

«Αν σε κάτι με χρειάζεσαι, θα το ζητήσει η ίδια και θα το μηχανευθείς».

«Λοιπόν, είπε, να μου έρχεσαι τακτικά στο σπίτι».

«Θεοδότη, δεν μου είναι πολύ εύκολο να έχω ελεύθερο χρόνο· διότι μου δημιουργούν απασχολήσεις πολλές ιδιωτικές και ατομικές υποθέσεις· έχω και φίλες που ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα θα με αφήσουν να απομακρυνθώ από κοντά τους, καθώς μαθαίνουν από εμένα φίλτρα και επωδές».

 «Κι αυτά τα ξέρεις, Σωκράτη;», είπε.

«Αλλά γιατί φαντάζεσαι ότι αυτός εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης δε φεύγουν ποτέ από κοντά μου; Και γιατί ο Κέβητας και ο Σιμίας έρχονται από τη Θήβα; Ξέρε καλά ότι αυτά δε γίνονται χωρίς πολλά φίλτρα, επωδούς και σουσουράδες».

«Δάνεισέ μου λοιπόν, είπε, τη μαγική σουσουράδα, για να την ελκύσω πρώτα-πρώτα εσένα».

«Αλλά, μα το Δία, είπε ο Σωκράτης, δε θέλω εγώ να ελκύομαι προς εσένα, αλλά εσύ να έρχεσαι προς εμένα».

«Θα έρχομαι, είπε· μόνο να με δέχεσαι».

«Θα σε δέχομαι, είπε ο Σωκράτης, αν μέσα δεν υπάρχει κάποια πιο αγαπητή από σένα».