Ο Αριστοτέλης, η ευτυχία και ο σύγχρονος πολιτισμός
Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Πολιτικά» είναι ξεκάθαρος. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον. Με άλλα λόγια η πόλη δεν δημιουργήθηκε από την ανάγκη της επιβίωσης απέναντι στα θηρία, δεν είναι δηλαδή μια
σύμβαση, όπως πιστεύει ο Πρωταγόρας, αλλά η εκπλήρωση της φυσικής επιταγής καθώς ο άνθρωπος αδυνατεί να νιώσει συναισθηματική πληρότητα μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Ως βασική απόδειξη αυτού επιστρατεύεται η γλώσσα, η οποία μπορεί να μην δόθηκε ευθέως από τη φύση, αλλά αναπτύχθηκε γιατί ο άνθρωπος είχε από τη φύση τη δυνατότητα να την κατανοήσει και να την εξελίξει.
Η κατανόηση της γλώσσας, ως φυσικό δώρο, που δόθηκε δυνάμει στον άνθρωπο, αποτελεί σαφώς το πρωταρχικότερο στοιχείο της συνύπαρξης και το γεγονός ότι δεν δόθηκε σε κανένα άλλο ον, τουλάχιστο με την εξελιγμένη μορφή των φθογγικών συμβόλων, καταδεικνύει την ύψιστη αναγκαιότητα της συναναστροφής, που παίρνει τελεολογικές διαστάσεις, γίνεται δηλαδή μοναδικός δρόμος της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Ο Αριστοτέλης μάλιστα πιστεύει ότι ο άνθρωπος που από επιλογή ζει απομονωμένος δεν είναι άνθρωπος. Είναι κάτι κατώτερο ή ανώτερο. Είναι ή υπάνθρωπος ή θεός.
Πώς μπορεί όμως να ερμηνευτεί τελεολογικά η ύπαρξη του ανθρώπου; Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης; Ο Αριστοτέλης απαντά χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό: η ευδαιμονία. Και κάπως έτσι μπαίνουμε στα κατάβαθα της ανθρώπινης υπόστασης που είναι καταδικασμένη στην αιώνια αναζήτηση της ευτυχίας την οποία όμως, ακόμα και σήμερα, δυσκολεύεται όχι μόνο να κατακτήσει, αλλά έστω να προσδιορίσει.
Με γνώμονα τις φυσικές επιταγές – ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάει κόντρα στη φύση του, πόσο μάλλον να ευτυχίσει – οι πολιτικές κοινωνίες αποτελούν μονόδρομο, αφού δεν εξασφαλίζουν μόνο την ανάγκη της συναναστροφής, αλλά καλύπτουν και όλες τις υπόλοιπες ανάγκες. Από τη στιγμή που κάθε πόλη αποτελείται από επιμέρους κοινότητες, θα λέγαμε επαγγελματικές συντεχνίες με κοινές δραστηριότητες και κοινά συμφέροντα, εξασφαλίζεται η πληρότητα των αγαθών, αφού αυτές οι υποκοινότητες που λειτουργούν μέσα στην πόλη εγγυώνται την παραγωγή των προϊόντων και την εκπλήρωση όλων των υπηρεσιών. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην συνειδητή κατανομή της εργασίας που υπόσχεται την αυτάρκεια.
Μια πόλη που είναι αυτάρκης, κατά τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί παρά να κατακτήσει την ευδαιμονία. Η αυτάρκεια της πόλης, ως προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας, δεν αφορά μόνο τα υλικά αγαθά (τρόφιμα, ρούχα κλπ), αλλά και τα πνευματικά. Αυτάρκεια χωρίς εκπαίδευση και κατ’ επέκταση φιλοσοφία, είναι αδύνατο να υπάρξει και φυσικά όλα αυτά μόνο μέσα σε πόλεις μπορούν να εκπληρωθούν. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο νόμο, δηλαδή τη συνθήκη που διασφαλίζει τη συμβίωση και που ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει στις βασικότερες προϋποθέσεις της αυτάρκειας, αφού η αυτάρκεια επιτυγχάνεται μόνο με σωστό σύστημα διοίκησης κι ευνομία.
Η δικαιοσύνη, ως βασικότατο πολιτικό αγαθό, δεν εξασφαλίζει απλώς την ηθική – συναισθηματική κάλυψη του αδικημένου, δεν έχει δηλαδή αποκλειστικά συναισθηματικά κίνητρα απονομής δικαίου με την ευρύτερη έννοια του εκτονωτικού μηχανισμού. Κάτι τέτοιο θα το πετύχαινε και η αυτοδικία.
Η δικαιοσύνη είναι η διασφάλιση της νομιμότητας, δηλαδή η οριστικοποίηση των συμβιωτικών κανόνων που εγγυώνται την κοινωνική συνοχή. Συμβίωση χωρίς κανόνες είναι αδύνατο να υπάρξει, αφού η άρση των κανόνων συνεπάγεται ζούγκλα και η πόλη, ως υπόσχεση πολιτισμού, οφείλει να εξαλείψει τη ζούγκλα. Σ’ αυτό συμφωνεί και ο Πρωταγόρας, αφού στον περιβόητο μύθο του για τη δημιουργία του κόσμου οι άνθρωποι αγνοώντας την πολιτική αρετή αδικούσαν ο ένας τον άλλο και διέλυαν τις πόλεις που δημιουργούσαν, εκτιθέμενοι ανεπανόρθωτα στον κίνδυνο του οριστικού αφανισμού από τα θηρία.
Η παρέμβαση του Δία που μοίρασε στον άνθρωπο την αιδώ και τη δίκη είναι η επισφράγιση της αναγκαιότητας των γραπτών και άγραφων νόμων στα πλαίσια της συνύπαρξης, αφού χωρίς αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν πόλεις. Γι’ αυτό και παρουσιάζονται ως θεϊκά δώρα. Για να τονιστεί η ύψιστη αναγκαιότητά τους.
Αν η τήρηση των νόμων εξασφαλίζει τις πόλεις και η ύπαρξη των πόλεων την αυτάρκεια και η αυτάρκεια την ευδαιμονία, καταλαβαίνουμε ότι η μόνη διέξοδος για την ανθρώπινη ευτυχία είναι η εφαρμογή της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη όμως δεν πρέπει να λειτουργεί ως μόνιμος εκφοβισμός, γιατί ο φόβος καταλύει κάθε έννοια ελευθερίας. Ο άκαμπτος παρεμβατικός νόμος που εκφράζεται από τον Σωκράτη – Πλάτωνα στο μύθο της σπηλιάς οδηγεί μάλλον στην απολυταρχία, αφού προβάλλει περισσότερο το ανελαστικό καθήκον παρά την ελεύθερη βούληση.
Η επιβολή του νόμου που τσαλαπατά αναφαίρετα δικαιώματα προσωπικών επιλογών αποτελεί καταπιεστική κι όχι συμβιωτική συνθήκη. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε μπροστά στο πρόβλημα της λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στην εφαρμογή του νόμου και της διατήρησης της ατομικής επιλογής. Στη μετατροπή του νόμου, από εργαλείο οριοθέτησης συμπεριφοράς σε εργαλείο απελευθέρωσης. Γιατί ο νόμος, δρώντας περιοριστικά, οφείλει να προστατεύει τις ελευθερίες προσδίδοντας ασφάλεια και ισότητα. Γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και μόνο μέσω της κοινωνικής συνοχής μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ολοκλήρωση, δηλαδή η κατάκτηση της ευδαιμονίας.
Για τον Αριστοτέλη η εφαρμογή του νόμου είναι υπόθεση που πρέπει πρωτίστως να πηγάζει μέσα από τον άνθρωπο κι όχι να επιβάλλεται, κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατάκτηση της ηθικής αρετής. Η ηθική διαμόρφωση του ανθρώπου είναι η εξασφάλιση της συμβίωσης, δηλαδή το βασικότερο κλειδί της ευτυχίας. Με δεδομένο ότι η ηθική αρετή δεν δίνεται από τη φύση – δεν είναι όμως και αντίθετη από τη φύση – αλλά είναι κάτι που διδάσκεται και που μπορεί να υιοθετηθεί με τον εθισμό βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη ευθύνη του ανθρώπου που χτίζει μόνος του την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Γιατί η ευτυχία δεν είναι κατάσταση, αλλά ενέργεια της ψυχής ή αλλιώς η ψυχή οφείλει να ενεργήσει, να κερδίσει την ευτυχία. Και κάπως έτσι η ηθική αρετή παίρνει δυσθεώρητες διαστάσεις, αφού είναι ο κύριος ρυθμιστής της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή η ύψιστη προϋπόθεση της ευτυχίας. Γι’ αυτό η ηθική φιλοσοφία είναι κομμάτι της πολιτικής φιλοσοφίας. Γι’ αυτό όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο οφείλει πρώτα να αλλάξει τον εαυτό του. Υπό αυτή την έννοια η παιδεία παίρνει διαστάσεις βαθύτατα πολιτικές, αφού η παιδεία είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας διαμόρφωσης συμπεριφοράς.
Η στείρα – τεχνοκρατική εκπαίδευση της αναπαραγωγής πληροφοριών και της άκρατης ανταγωνιστικότητας απέχει παρασάγγας από το αριστοτελικό όραμα, αφού από τη φύση της αναιρεί κάθε ηθική διάπλαση. Γιατί η ηθική διάπλαση δεν προσεγγίζεται με θεωρητικές αναλύσεις μέσω της τέχνης ή της ιστορίας, της φιλοσοφίας κλπ, αλλά έμπρακτα. Γιατί η ηθική διάπλαση δεν αποστηθίζεται, πραγματώνεται. Γιατί η ηθική διάπλαση προϋποθέτει τη συλλογικότητα, δηλαδή την επιθυμία της ομαδικής δράσης κι όχι τον καταναγκασμό. Με άλλα λόγια προϋποθέτει τη συναισθηματική κάλυψη της οικιοθελούς συμμετοχής κι όχι της προσωπικής επιβολής που μετατρέπει τη βαθμολογία σε αυτοσκοπό.
Η έλλειψη χαράς, η άκρατη εντατικοποίηση, η ασφυκτική ταύτιση της εκπαίδευσης με μελλοντικούς εργασιακούς εκβιασμούς, η άκαμπτη παντογνωσία των εκπαιδευτικών φορέων, η εμπλοκή της φροντιστηριακής ανταγωνιστικότητας και η κρατική ανευθυνότητα των διαρκών μεταρρυθμίσεων, που μόνο ως ομολογία της ανεπάρκειας μπορεί να μεταφραστεί, μετατρέπουν την εκπαίδευση σε τυπική – μηχανιστική – τεχνοκρατική διαδικασία που περισσότερο απομακρύνει παρά ενώνει τους ανθρώπους.
Υπό αυτούς τους όρους η εκπαίδευση αντί να διαμορφώνει την κοινωνία παρεμβαίνοντας στη διάπλαση των κοινωνικών ιδανικών διαμορφώνεται από αυτή αναπαράγοντας ιδανικά που βρίσκει έτοιμα. Με άλλα λόγια περισσότερο καθρεφτίζει παρά δημιουργεί την κοινωνική συνείδηση. Ο ατομικισμός, ο έσχατος εργασιακός ανταγωνισμός, η ανισότητα, η κατάλυση κάθε ομαδικότητας και η υιοθέτηση του δόγματος ο σώζων εαυτόν σωθήτω, καθιστούν αδύνατη τη συνύπαρξη, αφού, μέσα σε μια απόλυτη διαστρέβλωση, ο σύγχρονος άνθρωπος την αντιλαμβάνεται μόνο με την προϋπόθεση της προσωπικής υπεροχής.
Η κατανάλωση μεταφραζόμενη σε κοινωνική καταξίωση μετατρέπεται σε νόημα ύπαρξης και επικύρωση κάθε προσωπικής επιτυχίας. Η απληστία καλλιεργείται μεθοδικά ως τρόπος ζωής μέσα από τον βαθιά μελετημένο μηχανισμό της διαφήμισης, που συνέχεια δημιουργεί ανάγκες. Η θεοποίηση του χρήματος λειτουργεί ως έσχατη κοινωνική παθητικότητα. Η αποξένωση συνθλίβει τα πάντα. Υπό αυτές τις συνθήκες το να μιλάμε για κοινωνική αρμονία και ισότητα και αλληλεγγύη και συνοχή και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο είναι μάλλον περιττό. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ιδέες του Αριστοτέλη για ηθική αρετή και κοινωνική συνείδηση φαντάζουν παιδαριώδεις κι αυτή ακριβώς είναι η επισφράγιση της ανθρώπινης δυστυχίας.
σύμβαση, όπως πιστεύει ο Πρωταγόρας, αλλά η εκπλήρωση της φυσικής επιταγής καθώς ο άνθρωπος αδυνατεί να νιώσει συναισθηματική πληρότητα μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Ως βασική απόδειξη αυτού επιστρατεύεται η γλώσσα, η οποία μπορεί να μην δόθηκε ευθέως από τη φύση, αλλά αναπτύχθηκε γιατί ο άνθρωπος είχε από τη φύση τη δυνατότητα να την κατανοήσει και να την εξελίξει.
Η κατανόηση της γλώσσας, ως φυσικό δώρο, που δόθηκε δυνάμει στον άνθρωπο, αποτελεί σαφώς το πρωταρχικότερο στοιχείο της συνύπαρξης και το γεγονός ότι δεν δόθηκε σε κανένα άλλο ον, τουλάχιστο με την εξελιγμένη μορφή των φθογγικών συμβόλων, καταδεικνύει την ύψιστη αναγκαιότητα της συναναστροφής, που παίρνει τελεολογικές διαστάσεις, γίνεται δηλαδή μοναδικός δρόμος της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Ο Αριστοτέλης μάλιστα πιστεύει ότι ο άνθρωπος που από επιλογή ζει απομονωμένος δεν είναι άνθρωπος. Είναι κάτι κατώτερο ή ανώτερο. Είναι ή υπάνθρωπος ή θεός.
Πώς μπορεί όμως να ερμηνευτεί τελεολογικά η ύπαρξη του ανθρώπου; Με άλλα λόγια, ποιος είναι ο τελικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης; Ο Αριστοτέλης απαντά χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό: η ευδαιμονία. Και κάπως έτσι μπαίνουμε στα κατάβαθα της ανθρώπινης υπόστασης που είναι καταδικασμένη στην αιώνια αναζήτηση της ευτυχίας την οποία όμως, ακόμα και σήμερα, δυσκολεύεται όχι μόνο να κατακτήσει, αλλά έστω να προσδιορίσει.
Με γνώμονα τις φυσικές επιταγές – ο άνθρωπος δεν μπορεί να πάει κόντρα στη φύση του, πόσο μάλλον να ευτυχίσει – οι πολιτικές κοινωνίες αποτελούν μονόδρομο, αφού δεν εξασφαλίζουν μόνο την ανάγκη της συναναστροφής, αλλά καλύπτουν και όλες τις υπόλοιπες ανάγκες. Από τη στιγμή που κάθε πόλη αποτελείται από επιμέρους κοινότητες, θα λέγαμε επαγγελματικές συντεχνίες με κοινές δραστηριότητες και κοινά συμφέροντα, εξασφαλίζεται η πληρότητα των αγαθών, αφού αυτές οι υποκοινότητες που λειτουργούν μέσα στην πόλη εγγυώνται την παραγωγή των προϊόντων και την εκπλήρωση όλων των υπηρεσιών. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην συνειδητή κατανομή της εργασίας που υπόσχεται την αυτάρκεια.
Μια πόλη που είναι αυτάρκης, κατά τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί παρά να κατακτήσει την ευδαιμονία. Η αυτάρκεια της πόλης, ως προϋπόθεση της ανθρώπινης ευτυχίας, δεν αφορά μόνο τα υλικά αγαθά (τρόφιμα, ρούχα κλπ), αλλά και τα πνευματικά. Αυτάρκεια χωρίς εκπαίδευση και κατ’ επέκταση φιλοσοφία, είναι αδύνατο να υπάρξει και φυσικά όλα αυτά μόνο μέσα σε πόλεις μπορούν να εκπληρωθούν. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο νόμο, δηλαδή τη συνθήκη που διασφαλίζει τη συμβίωση και που ο Αριστοτέλης συγκαταλέγει στις βασικότερες προϋποθέσεις της αυτάρκειας, αφού η αυτάρκεια επιτυγχάνεται μόνο με σωστό σύστημα διοίκησης κι ευνομία.
Η δικαιοσύνη, ως βασικότατο πολιτικό αγαθό, δεν εξασφαλίζει απλώς την ηθική – συναισθηματική κάλυψη του αδικημένου, δεν έχει δηλαδή αποκλειστικά συναισθηματικά κίνητρα απονομής δικαίου με την ευρύτερη έννοια του εκτονωτικού μηχανισμού. Κάτι τέτοιο θα το πετύχαινε και η αυτοδικία.
Η δικαιοσύνη είναι η διασφάλιση της νομιμότητας, δηλαδή η οριστικοποίηση των συμβιωτικών κανόνων που εγγυώνται την κοινωνική συνοχή. Συμβίωση χωρίς κανόνες είναι αδύνατο να υπάρξει, αφού η άρση των κανόνων συνεπάγεται ζούγκλα και η πόλη, ως υπόσχεση πολιτισμού, οφείλει να εξαλείψει τη ζούγκλα. Σ’ αυτό συμφωνεί και ο Πρωταγόρας, αφού στον περιβόητο μύθο του για τη δημιουργία του κόσμου οι άνθρωποι αγνοώντας την πολιτική αρετή αδικούσαν ο ένας τον άλλο και διέλυαν τις πόλεις που δημιουργούσαν, εκτιθέμενοι ανεπανόρθωτα στον κίνδυνο του οριστικού αφανισμού από τα θηρία.
Η παρέμβαση του Δία που μοίρασε στον άνθρωπο την αιδώ και τη δίκη είναι η επισφράγιση της αναγκαιότητας των γραπτών και άγραφων νόμων στα πλαίσια της συνύπαρξης, αφού χωρίς αυτά δεν μπορούν να υπάρξουν πόλεις. Γι’ αυτό και παρουσιάζονται ως θεϊκά δώρα. Για να τονιστεί η ύψιστη αναγκαιότητά τους.
Αν η τήρηση των νόμων εξασφαλίζει τις πόλεις και η ύπαρξη των πόλεων την αυτάρκεια και η αυτάρκεια την ευδαιμονία, καταλαβαίνουμε ότι η μόνη διέξοδος για την ανθρώπινη ευτυχία είναι η εφαρμογή της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη όμως δεν πρέπει να λειτουργεί ως μόνιμος εκφοβισμός, γιατί ο φόβος καταλύει κάθε έννοια ελευθερίας. Ο άκαμπτος παρεμβατικός νόμος που εκφράζεται από τον Σωκράτη – Πλάτωνα στο μύθο της σπηλιάς οδηγεί μάλλον στην απολυταρχία, αφού προβάλλει περισσότερο το ανελαστικό καθήκον παρά την ελεύθερη βούληση.
Η επιβολή του νόμου που τσαλαπατά αναφαίρετα δικαιώματα προσωπικών επιλογών αποτελεί καταπιεστική κι όχι συμβιωτική συνθήκη. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε μπροστά στο πρόβλημα της λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στην εφαρμογή του νόμου και της διατήρησης της ατομικής επιλογής. Στη μετατροπή του νόμου, από εργαλείο οριοθέτησης συμπεριφοράς σε εργαλείο απελευθέρωσης. Γιατί ο νόμος, δρώντας περιοριστικά, οφείλει να προστατεύει τις ελευθερίες προσδίδοντας ασφάλεια και ισότητα. Γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και μόνο μέσω της κοινωνικής συνοχής μπορεί να υπάρξει η ανθρώπινη ολοκλήρωση, δηλαδή η κατάκτηση της ευδαιμονίας.
Για τον Αριστοτέλη η εφαρμογή του νόμου είναι υπόθεση που πρέπει πρωτίστως να πηγάζει μέσα από τον άνθρωπο κι όχι να επιβάλλεται, κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατάκτηση της ηθικής αρετής. Η ηθική διαμόρφωση του ανθρώπου είναι η εξασφάλιση της συμβίωσης, δηλαδή το βασικότερο κλειδί της ευτυχίας. Με δεδομένο ότι η ηθική αρετή δεν δίνεται από τη φύση – δεν είναι όμως και αντίθετη από τη φύση – αλλά είναι κάτι που διδάσκεται και που μπορεί να υιοθετηθεί με τον εθισμό βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη ευθύνη του ανθρώπου που χτίζει μόνος του την ευτυχία ή τη δυστυχία του. Γιατί η ευτυχία δεν είναι κατάσταση, αλλά ενέργεια της ψυχής ή αλλιώς η ψυχή οφείλει να ενεργήσει, να κερδίσει την ευτυχία. Και κάπως έτσι η ηθική αρετή παίρνει δυσθεώρητες διαστάσεις, αφού είναι ο κύριος ρυθμιστής της κοινωνικής συμβίωσης, δηλαδή η ύψιστη προϋπόθεση της ευτυχίας. Γι’ αυτό η ηθική φιλοσοφία είναι κομμάτι της πολιτικής φιλοσοφίας. Γι’ αυτό όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο οφείλει πρώτα να αλλάξει τον εαυτό του. Υπό αυτή την έννοια η παιδεία παίρνει διαστάσεις βαθύτατα πολιτικές, αφού η παιδεία είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας διαμόρφωσης συμπεριφοράς.
Η στείρα – τεχνοκρατική εκπαίδευση της αναπαραγωγής πληροφοριών και της άκρατης ανταγωνιστικότητας απέχει παρασάγγας από το αριστοτελικό όραμα, αφού από τη φύση της αναιρεί κάθε ηθική διάπλαση. Γιατί η ηθική διάπλαση δεν προσεγγίζεται με θεωρητικές αναλύσεις μέσω της τέχνης ή της ιστορίας, της φιλοσοφίας κλπ, αλλά έμπρακτα. Γιατί η ηθική διάπλαση δεν αποστηθίζεται, πραγματώνεται. Γιατί η ηθική διάπλαση προϋποθέτει τη συλλογικότητα, δηλαδή την επιθυμία της ομαδικής δράσης κι όχι τον καταναγκασμό. Με άλλα λόγια προϋποθέτει τη συναισθηματική κάλυψη της οικιοθελούς συμμετοχής κι όχι της προσωπικής επιβολής που μετατρέπει τη βαθμολογία σε αυτοσκοπό.
Η έλλειψη χαράς, η άκρατη εντατικοποίηση, η ασφυκτική ταύτιση της εκπαίδευσης με μελλοντικούς εργασιακούς εκβιασμούς, η άκαμπτη παντογνωσία των εκπαιδευτικών φορέων, η εμπλοκή της φροντιστηριακής ανταγωνιστικότητας και η κρατική ανευθυνότητα των διαρκών μεταρρυθμίσεων, που μόνο ως ομολογία της ανεπάρκειας μπορεί να μεταφραστεί, μετατρέπουν την εκπαίδευση σε τυπική – μηχανιστική – τεχνοκρατική διαδικασία που περισσότερο απομακρύνει παρά ενώνει τους ανθρώπους.
Υπό αυτούς τους όρους η εκπαίδευση αντί να διαμορφώνει την κοινωνία παρεμβαίνοντας στη διάπλαση των κοινωνικών ιδανικών διαμορφώνεται από αυτή αναπαράγοντας ιδανικά που βρίσκει έτοιμα. Με άλλα λόγια περισσότερο καθρεφτίζει παρά δημιουργεί την κοινωνική συνείδηση. Ο ατομικισμός, ο έσχατος εργασιακός ανταγωνισμός, η ανισότητα, η κατάλυση κάθε ομαδικότητας και η υιοθέτηση του δόγματος ο σώζων εαυτόν σωθήτω, καθιστούν αδύνατη τη συνύπαρξη, αφού, μέσα σε μια απόλυτη διαστρέβλωση, ο σύγχρονος άνθρωπος την αντιλαμβάνεται μόνο με την προϋπόθεση της προσωπικής υπεροχής.
Η κατανάλωση μεταφραζόμενη σε κοινωνική καταξίωση μετατρέπεται σε νόημα ύπαρξης και επικύρωση κάθε προσωπικής επιτυχίας. Η απληστία καλλιεργείται μεθοδικά ως τρόπος ζωής μέσα από τον βαθιά μελετημένο μηχανισμό της διαφήμισης, που συνέχεια δημιουργεί ανάγκες. Η θεοποίηση του χρήματος λειτουργεί ως έσχατη κοινωνική παθητικότητα. Η αποξένωση συνθλίβει τα πάντα. Υπό αυτές τις συνθήκες το να μιλάμε για κοινωνική αρμονία και ισότητα και αλληλεγγύη και συνοχή και δεν ξέρω και ‘γω τι άλλο είναι μάλλον περιττό. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ιδέες του Αριστοτέλη για ηθική αρετή και κοινωνική συνείδηση φαντάζουν παιδαριώδεις κι αυτή ακριβώς είναι η επισφράγιση της ανθρώπινης δυστυχίας.