Περσέας και Ανδρομέδα
Η ιστορία του Περσέα είναι περιπετειώδης, όπως αρμόζει άλλωστε σε έναν ημίθεο.. Προπάππος του ήταν ο βασιλιάς του Άργους Άβας, ο οποίος λέγεται ότι έζησε γύρω στα 1410 π.Χ. Παντρεύτηκε την Λυσιμάχη, κόρη του Πόλυβου της Εύβοιας και την Αγλαΐα, κόρη του Μαντινέως και εγγονή του Λυκάονος. Απόκτησε δύο γιους, τον Προίτο και τον Ακρίσιο.
Ο Άβας ήταν ο επιφανέστερος όλων και έκτισε την πόλη των Αβών. Υπάρχουν πολλοί θρύλοι γι αυτόν, αλλά ο γνωστότερος είναι αυτός που αναφέρεται στη θαυματουργή ασπίδα του (Αβαντεία ασπίς). Σχετικά αναφέρονται τα εξής: Κάποτε κάποιος νεαρός έτρεψε σε φυγή ολόκληρο στράτευμα, μόνο με τη μαγική δύναμη της ασπίδας του. Αυτή τελικά περιήλθε στο Δαναό, που την κρέμασε σαν αφιέρωμα στο “Ηραίο” του Άργους. Ο Λυγκέας τόλμησε να ξεκρεμάσει την ασπίδα και να την προσφέρει δώρο στο γιο του Άβαντα, και μόνο με αυτήν πλέον νικούσε τους αντιπάλους του, οι οποίοι μόνο που την έβλεπαν τρέπονταν σε φυγή.
Με την παράδοση αυτή συνδέεται και το έθιμο κατά το οποίο οι νικητές των αγώνων στο Άργος, έπαιρναν σαν έπαθλο εκτός από το στεφάνι και μια ασπίδα.
Είπαμε ότι ο Άβας απόκτησε δυο γιους, τον Προίτο και τον Ακρίσιο. Εμείς θα ακολουθήσουμε τον Ακρίσιο ο οποίος υπήρξε και προπάππος του Ηρακλή.
Ο Ακρίσιος μοίρασε το βασίλειο με τον αδελφό του Προίτο. Παντρεύτηκε την Ευρυδίκη, κόρη του
Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, αλλά από το γάμο αυτό απέκτησε μόνο μία κόρη, τη Δανάη, την οποία ονόμασε έτσι σε ανάμνηση του προγόνου του, Δαναού.
Θέλοντας όμως πάντα να αποκτήσει έναν διάδοχο για τον θρόνο του, αποφάσισε να πάει στην Πυθία και να μάθει αν θα αποκτήσει αγόρι. Η Πυθία του ανακοίνωσε πως θα αποκτήσει εγγονό από την Δανάη και πως θα σκοτωθεί από αυτόν. Γυρνώντας στο Άργος στεναχωρημένος, και για να προλάβει τον κίνδυνο, έχτισε στο ανάκτορο του υπόγειο θάλαμο τους τοίχους του οποίου κάλυψε με χαλύβδινες πλάκες. Εκεί έκλεισε τη Δανάη μαζί με την τροφό της, και γύρω-γύρω τοποθέτησε φρουρούς, ώστε να μη μπορεί να έλθει σε επαφή με άνδρα. Μόνο από ένα παραθύρι, υπερυψωμένο, καταλάβαινε το έξω περιβάλλον η Δανάη..
[Να σημειωθεί ότι στην αγορά του Αργους, υπήρχε υπόγειος θάλαμος στο οποίο όπως λεγόταν είχε κτιστεί το χαλύβδινο δωμάτιο της Δανάης, το οποίο κατά τον Παυσανία (150 μ.Χ) καταστράφηκε από τον Αργείο τύραννο Περίλαο.]
Όμως και μ αυτό δεν πέτυχε τίποτα ο Ακρίσιος. Ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά της Δανάης, την επισκέπτεται, μέσω του παραθύρου, με την μορφή της χρυσής βροχής και από την ένωση αυτή γεννιέται ο Περσέας. Άλλοι πάλι λένε πώς ο Περσέας ήταν γέννημα της ένωσης της Δανάης με κάποιο λεβεντόκορμο φύλακα.
Ο Ακρίσιος μαθαίνοντας την γέννηση του εγγονού του, επειδή δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, αποφασίζει να κλείσει σε ένα κιβώτιο (λάρνακα), την Δανάη και τον γιο της. Έπειτα δίνει εντολή να αφήσουν την λάρνακα στην θάλασσα και να αποφασίσουν οι θεοί για την τύχη της.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις, τα κύματα ξέβρασαν τη λάρνακα με τη Δανάη και τον μικρό Περσέα στη Σέριφο, όπου την βρίσκει ο ψαράς Δίκτυς. (Κατά άλλη εκδοχή ο Δίκτυς ψάρεψε το κιβώτιο που φιλοξενούσε την Δανάη και τον Περσέα). Ο Δίκτυς, αδελφός του βασιλιά του νησιού, Πολυδεύκη, φιλοξένησε στο σπίτι του τα δυο ταλαιπωρημένα πρόσωπα και τα έκανε μέλη της οικογένειας του. Ο Δίκτυς, ίσως κατοικούσε στην περίφημη “Σπηλιά του Κύκλωπα“, αφού στα παράλια της βρέθηκε η λάρνακα.
Ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο και έγινε ένα δυνατό παλικάρι. Ο Πολυδεύκης πάλι, από καιρό ήθελε για γυναίκα του την Δανάη. Στην αρχή είχε την αντίρρηση της ίδιας και του αδελφού του. Τώρα όμως είχε ένα βασικό εμπόδιο, τον γιο της, τον Περσέα. Θέλοντας να ξεφορτωθεί τον Περσέα, του τάζει την παροχή μέσου προς την πατρίδα του το Άργος προϋπόθεση να κάνει έναν άθλο, να κόψει και να φέρει το κεφάλι της Μέδουσας. (Μια άλλη εκδοχή του μύθου είναι πως ο Πολυδεύκης ανακυρήσσει το γάμο του με την Ιπποδάμεια και ζητά από τον κάθε κάτοικο του νησιού, για γαμήλιο δώρο, ένα άλογο. Ο Περσέας, ψαράς όπως και ο Δίκτυς, δεν είχε άλογα. Μπροστά στο υπεροπτικό ύφος του βασιλιά ξεστομίζει πως δεν θα του φέρει άλογο, αλλά το κεφάλι της Μέδουσας. Ο Πολυδεύκης δέχεται αυτήν την δέσμευση και αποφασίζει να κρατήσει στο παλάτι την Δανάη εώς ότου ο Περσέας εκπληρώσει την υποχρέωσή του).
Η Μέδουσα ήταν η μοναδική θνητή από τις τρεις γοργόνες, ωραιότατη και αυτή όπως οι δύο αθάνατες αδελφές της Σθενώ και Ευρυάλη. Όμως στο κεφάλι της αντί για μαλλιά, είχε φίδια, χάλκινα χέρια και χρυσά φτερά. Κι όποιος την κοίταζε κατά πρόσωπο απολιθωνόταν. Ο Περσέας φεύγει από την Σέριφο με ένα καράβι με σκοπό να βρει την Γοργόνα Μέδουσα. Στη διαδρομή του συναντά την θεά Αθηνά ή τον Ερμή, όπου πληροφορείται πως για να σκοτώσει τη Μέδουσα θα πρέπει να προμηθευτεί:
* Την περικεφαλαία του Άδη, ώστε αόρατος να πλησιάσει τον στόχο του.
* Τον μαγικό σάκο που θα βάλει το τρομερό κεφάλι.
* Τα φτερωτά σανδάλια, επειδή η Γοργώ – Μέδουσα, έμενε σε βράχο, στη μέση της θάλασσας.
* Την αστραφτερή ασπίδα, απ’ όπου θα έβλεπε το κεφάλι της Μέδουσας. Γιατί όποιος έβλεπε την Μέδουσα κατάματα πέτρωνε.
Και τέλος..
* το κοφτερό σπαθί ή δρεπάνι, με το οποίο θα έκοβε τον σκληρό λαιμό της Μέδουσας.
Η Αθηνά του δίνει την αστραφτερή ασπίδα και ο Ερμής τα φτερωτά σανδάλια. Κατά άλλη πηγή την περικεφαλαία του Κυνός ή του Άδη), τα φτερωτά σανδάλια και τον μαγικό σάκο του τα έδωσαν οι Νύμφες, στις οποίες έφτασε καθοδηγούμενος από τους θεούς – προστάτες του). Η Αθηνά οδήγησε τον Περσέα στην χώρα των Υπερβορείων [μαρτυρία προερχόμενη από τον Πίνδαρο], όπου μετά από θυσία που έκανε παρέλαβε το κοφτερό σπαθί και την περικεφαλαία του Κυνός.
Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να μάθει τον τόπο διαμονής της θνητής Γοργόνας. Γι’ άλλη μια φορά η Αθηνά τον βοηθά, υποδεικνύοντας τον δρόμο για τις Γραίες.
Οι Γραίες ήταν συγγενείς των Γοργόνων και οι μόνες που ήξεραν τον τόπο διαμονής τους. Ήταν όντα με αποκρουστική οψη. Τρεις γριές που είχαν ένα κωμικοτραγικό στοιχείο: είχαν ένα μάτι (και ένα δόντι), τα οποία αντάλλαζαν μεταξύ τους. Έμεναν κοντά στον Άδη, στα δυτικά του κόσμου.
Ο Περσέας τις πλησίασε αόρατος και εκμεταλλευόμενος την στιγμή της ανταλλαγής άρπαξε το μάτι τους. Οι Γραίες, γνωρίζοντας σχετικό χρησμό για τη Μέδουσα με δυσκολία και υπό την απειλή ότι θα χάσουν το μάτι τους, μαρτυρούν στον ήρωα τον τόπο παραμονής της Μέδουσας.
Όταν ο ήρωας πλησίασε τη Μέδουσα, αόρατος και κοιτώντας το καθρέφτισμα της ασπίδας που κρατούσε η Αθηνά, έκοψε το κεφάλι της και το έβαλε στο σακίδιο. Από το λαιμό της ξεπήδησε ο γίγαντας Χρυσάωρας, με το χρυσό σπαθί, και, από το αίμα που έπεσε στον Ωκεανό, ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο. Για να αποφύγει την καταδίωξη των αδελφών της Μέδουσας, πέταξε γοργά με τα φτερωτά σανδάλιά του ή κατά άλλους,καβάλησε τον Πήγασο και έφυγε από τον τόπο.
Στον δρόμο της επιστροφής του για τη Σέριφο, πέρασε από την Αιθιοπία. Εκεί, είδε μια γυναίκα αλυσσοδεμένη σε ένα βράχο. Δεν είναι άλλη από την Ανδρομέδα, κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Κηφήνων και της Κασσιόπης η Κασσιόπειας, εγγονής του Αιόλου από την Ιόπη. Η Ανδρομέδα είχε προκαλέσει την οργή του Ποσειδώνα, επειδή περηφανεύτηκε πως είναι πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας έστειλε λοιπόν ως τιμωρία, έναν Δράκοντα και για εξιλέωση απαίτησε την θυσία της Ανδρομέδας. Ο Περσέας, ερωτευμένος με την κόρη του Κηφέα, αποφασίζει να σκοτώσει τον Δράκοντα και να πάρει μαζί του την Ανδρομέδα. Ο Περσέας πράγματι τερματίζει την ζωή του θαλάσσιου τέρατος και, με την συγκατάθεση των γονιών της παίρνει την Ανδρομέδα μαζί του στη Σέριφο.
Όμως η Ανδρομέδα είχε αρραβωνιαστεί τον Φινέα. Έτσι μετά το κατόρθωμα του Περσέα, διεκδικούσε ξανά την Ανδρομέδα. Για συμπαράσταση στο αίτημά του συγκέντρωσε μερικούς φίλους ή συμμάχους του και άρχισε να καταδιώκει τον Περσέα και την Ανδρομέδα. Ο ήρωας τιμώρησε υποδειγματικά τον Φινέα, ο οποίος δεν έφερε καμμία αντίρρηση όταν οι συμπατριώτες του έδεναν την Ανδρομέδα στον βράχο, για να την καταπιεί ο δράκοντας. Ο Περσέας έβγαλε το κεφάλι της Μέδουσας και δείχνοντας το στους καταδιώκτες του, τους μαρμαρώνει.
Γυρίζοντας νικητής στη Σέριφο, βρήκε τη μητέρα του στο ναό της Αθηνάς, μαζί με το Δίκτυ, έτοιμους προς θυσία, καθώς όταν εκείνος έλειπε, ο Πολυδεύκης θέλησε με τη βία να κάνει τη Δανάη γυναίκα του, μα εκείνη του αντιστάθηκε. Ο Πολυδεύκης, μην αποδεχόμενος την επιτέλεση του άθλου, προκαλεί τον ήρωα να του δείξει το κεφάλι.
Ο ήρωας προειδοποιεί τους δικούς του να μην κοιτάξουν και βγάζει από τον σάκο το κεφάλι της Μέδουσας. Όσοι το κοίταξαν, ανάμεσά του και ο Πολυδεύκης, πέτρωσαν μονομιάς. Έτσι επιβεβαιώθηκε η δύναμη του κεφαλιού, ακόμη και νεκρό, και γέμισε η Σέριφος από πέτρες που έμοιαζαν με ανθρώπους.
Μετά από αυτό ο Περσέας αφιέρωσε το κεφάλι στην Αθηνά, η οποία το πήρε και το κάρφωσε μπροστά στην ασπίδα της. Ο Δίκτυς ανέλαβε την ηγεσία του νησιού και ο Περσέας, με τις δυο γυναίκες, ετοιμάστηκε για την επιστροφή στο Άργος.
Ο Περσέας ήθελε να συμφιλιωθεί με τον παππού του Ακρίσιο, ο οποίος παρ΄όλο που ένιωθε περήφανος για τον εγγονό του, έχοντας γνώση του χρησμού, ήθελε να αποφύγει την συνάντηση και γι’ αυτό κατέφυγε στη Λάρισα της Θεσσαλίας, που ήταν χτισμένη δίπλα στον Πηνειό ποταμό.
Όμως “ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται”. Ερχόμενος στο Αργος για να συναντήσει τον παππού του ο Περσέας, έμαθε ότι στη Λάρισα γίνονταν αγώνες. Τότε έστειλε τη μητέρα του Δανάη στο Αργος, κοντά στη γιαγιά του την Ευρυδίκη, κι αυτός πήγε να πάρει μέρος στους αγώνες.
Σ’ έναν αγώνα δισκοβολίας (πένταθλο), ο Περσέας ρίχνοντας δυνατά τον δίσκο, σκοτώνει έναν από τους θεατές που δεν ήταν άλλος από τον παππού του Ακρίσιο. Η προφητεία του Μαντείου των Δελφών βγήκε για άλλη μια φορά αληθινή..
Μην μπορώντας να δεχτεί τον θρόνο του Άργους κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Περσέας, τον ανταλλάσσει με τον ξάδελφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας.
Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας. Εκεί δημιούργησε την περίφημη για τα “Κυκλώπεια Τείχη” της πόλης Μυκήνες η οποία ονομάστηκε έτσι από την άκρη της σπαθοθήκης, που ονομαζόταν “μύκης”.
Ο Περσέας απόκτησε, με την Ανδρομέδα, εφτά παιδιά: Τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Σθένελο, τον Έλειο, τον Γοργοφόνη και τον Ηλεκτρύωνα. (Η εγκυκλοπαίδεια ΠΥΡΣΟΣ, τόμος Δ’, έκδοση 1929, αναφέρει τον Πέρση ως Περσέα, ο οποίος φέρεται και ως ο γενάρχης των Περσών, τον Έλειο ως Έλενο και ο γιος Γοργοφόνης αναφέρεται ως κόρη Γοργοφόνη. Επίσης αναγράφεται ακόμη ένας γιος, ο Μήστωρ.)
Από τον Περσέα, γιο του Δία, ξεκινά η περίφημη γενιά του Ηρακλή, επίσης γιου του Δία.
Όταν ο Περσέας πέθανε, οι θεοί δεν τον έστειλαν στον Άδη, αλλά στα άστρα. Μαζί του καταστέρισαν την Ανδρομέδα και τους γονείς της Κηφέα και Κασσιόπη. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αστερισμοί του Περσέα, της Ανδρομέδας, της Κασσιόπης και του Κηφέα, αποτυπώνοντας την ιστορία τους στον ουράνιο θόλο.
Ο Άβας ήταν ο επιφανέστερος όλων και έκτισε την πόλη των Αβών. Υπάρχουν πολλοί θρύλοι γι αυτόν, αλλά ο γνωστότερος είναι αυτός που αναφέρεται στη θαυματουργή ασπίδα του (Αβαντεία ασπίς). Σχετικά αναφέρονται τα εξής: Κάποτε κάποιος νεαρός έτρεψε σε φυγή ολόκληρο στράτευμα, μόνο με τη μαγική δύναμη της ασπίδας του. Αυτή τελικά περιήλθε στο Δαναό, που την κρέμασε σαν αφιέρωμα στο “Ηραίο” του Άργους. Ο Λυγκέας τόλμησε να ξεκρεμάσει την ασπίδα και να την προσφέρει δώρο στο γιο του Άβαντα, και μόνο με αυτήν πλέον νικούσε τους αντιπάλους του, οι οποίοι μόνο που την έβλεπαν τρέπονταν σε φυγή.
Με την παράδοση αυτή συνδέεται και το έθιμο κατά το οποίο οι νικητές των αγώνων στο Άργος, έπαιρναν σαν έπαθλο εκτός από το στεφάνι και μια ασπίδα.
Είπαμε ότι ο Άβας απόκτησε δυο γιους, τον Προίτο και τον Ακρίσιο. Εμείς θα ακολουθήσουμε τον Ακρίσιο ο οποίος υπήρξε και προπάππος του Ηρακλή.
Ο Ακρίσιος μοίρασε το βασίλειο με τον αδελφό του Προίτο. Παντρεύτηκε την Ευρυδίκη, κόρη του
Λακεδαίμονα και της Σπάρτης, αλλά από το γάμο αυτό απέκτησε μόνο μία κόρη, τη Δανάη, την οποία ονόμασε έτσι σε ανάμνηση του προγόνου του, Δαναού.
Θέλοντας όμως πάντα να αποκτήσει έναν διάδοχο για τον θρόνο του, αποφάσισε να πάει στην Πυθία και να μάθει αν θα αποκτήσει αγόρι. Η Πυθία του ανακοίνωσε πως θα αποκτήσει εγγονό από την Δανάη και πως θα σκοτωθεί από αυτόν. Γυρνώντας στο Άργος στεναχωρημένος, και για να προλάβει τον κίνδυνο, έχτισε στο ανάκτορο του υπόγειο θάλαμο τους τοίχους του οποίου κάλυψε με χαλύβδινες πλάκες. Εκεί έκλεισε τη Δανάη μαζί με την τροφό της, και γύρω-γύρω τοποθέτησε φρουρούς, ώστε να μη μπορεί να έλθει σε επαφή με άνδρα. Μόνο από ένα παραθύρι, υπερυψωμένο, καταλάβαινε το έξω περιβάλλον η Δανάη..
[Να σημειωθεί ότι στην αγορά του Αργους, υπήρχε υπόγειος θάλαμος στο οποίο όπως λεγόταν είχε κτιστεί το χαλύβδινο δωμάτιο της Δανάης, το οποίο κατά τον Παυσανία (150 μ.Χ) καταστράφηκε από τον Αργείο τύραννο Περίλαο.]
Όμως και μ αυτό δεν πέτυχε τίποτα ο Ακρίσιος. Ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά της Δανάης, την επισκέπτεται, μέσω του παραθύρου, με την μορφή της χρυσής βροχής και από την ένωση αυτή γεννιέται ο Περσέας. Άλλοι πάλι λένε πώς ο Περσέας ήταν γέννημα της ένωσης της Δανάης με κάποιο λεβεντόκορμο φύλακα.
Ο Ακρίσιος μαθαίνοντας την γέννηση του εγγονού του, επειδή δεν μπορούσε να τον σκοτώσει, αποφασίζει να κλείσει σε ένα κιβώτιο (λάρνακα), την Δανάη και τον γιο της. Έπειτα δίνει εντολή να αφήσουν την λάρνακα στην θάλασσα και να αποφασίσουν οι θεοί για την τύχη της.
Μετά από πολλές περιπλανήσεις, τα κύματα ξέβρασαν τη λάρνακα με τη Δανάη και τον μικρό Περσέα στη Σέριφο, όπου την βρίσκει ο ψαράς Δίκτυς. (Κατά άλλη εκδοχή ο Δίκτυς ψάρεψε το κιβώτιο που φιλοξενούσε την Δανάη και τον Περσέα). Ο Δίκτυς, αδελφός του βασιλιά του νησιού, Πολυδεύκη, φιλοξένησε στο σπίτι του τα δυο ταλαιπωρημένα πρόσωπα και τα έκανε μέλη της οικογένειας του. Ο Δίκτυς, ίσως κατοικούσε στην περίφημη “Σπηλιά του Κύκλωπα“, αφού στα παράλια της βρέθηκε η λάρνακα.
Ο Περσέας μεγάλωσε στη Σέριφο και έγινε ένα δυνατό παλικάρι. Ο Πολυδεύκης πάλι, από καιρό ήθελε για γυναίκα του την Δανάη. Στην αρχή είχε την αντίρρηση της ίδιας και του αδελφού του. Τώρα όμως είχε ένα βασικό εμπόδιο, τον γιο της, τον Περσέα. Θέλοντας να ξεφορτωθεί τον Περσέα, του τάζει την παροχή μέσου προς την πατρίδα του το Άργος προϋπόθεση να κάνει έναν άθλο, να κόψει και να φέρει το κεφάλι της Μέδουσας. (Μια άλλη εκδοχή του μύθου είναι πως ο Πολυδεύκης ανακυρήσσει το γάμο του με την Ιπποδάμεια και ζητά από τον κάθε κάτοικο του νησιού, για γαμήλιο δώρο, ένα άλογο. Ο Περσέας, ψαράς όπως και ο Δίκτυς, δεν είχε άλογα. Μπροστά στο υπεροπτικό ύφος του βασιλιά ξεστομίζει πως δεν θα του φέρει άλογο, αλλά το κεφάλι της Μέδουσας. Ο Πολυδεύκης δέχεται αυτήν την δέσμευση και αποφασίζει να κρατήσει στο παλάτι την Δανάη εώς ότου ο Περσέας εκπληρώσει την υποχρέωσή του).
Η Μέδουσα ήταν η μοναδική θνητή από τις τρεις γοργόνες, ωραιότατη και αυτή όπως οι δύο αθάνατες αδελφές της Σθενώ και Ευρυάλη. Όμως στο κεφάλι της αντί για μαλλιά, είχε φίδια, χάλκινα χέρια και χρυσά φτερά. Κι όποιος την κοίταζε κατά πρόσωπο απολιθωνόταν. Ο Περσέας φεύγει από την Σέριφο με ένα καράβι με σκοπό να βρει την Γοργόνα Μέδουσα. Στη διαδρομή του συναντά την θεά Αθηνά ή τον Ερμή, όπου πληροφορείται πως για να σκοτώσει τη Μέδουσα θα πρέπει να προμηθευτεί:
* Την περικεφαλαία του Άδη, ώστε αόρατος να πλησιάσει τον στόχο του.
* Τον μαγικό σάκο που θα βάλει το τρομερό κεφάλι.
* Τα φτερωτά σανδάλια, επειδή η Γοργώ – Μέδουσα, έμενε σε βράχο, στη μέση της θάλασσας.
* Την αστραφτερή ασπίδα, απ’ όπου θα έβλεπε το κεφάλι της Μέδουσας. Γιατί όποιος έβλεπε την Μέδουσα κατάματα πέτρωνε.
Και τέλος..
* το κοφτερό σπαθί ή δρεπάνι, με το οποίο θα έκοβε τον σκληρό λαιμό της Μέδουσας.
Η Αθηνά του δίνει την αστραφτερή ασπίδα και ο Ερμής τα φτερωτά σανδάλια. Κατά άλλη πηγή την περικεφαλαία του Κυνός ή του Άδη), τα φτερωτά σανδάλια και τον μαγικό σάκο του τα έδωσαν οι Νύμφες, στις οποίες έφτασε καθοδηγούμενος από τους θεούς – προστάτες του). Η Αθηνά οδήγησε τον Περσέα στην χώρα των Υπερβορείων [μαρτυρία προερχόμενη από τον Πίνδαρο], όπου μετά από θυσία που έκανε παρέλαβε το κοφτερό σπαθί και την περικεφαλαία του Κυνός.
Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να μάθει τον τόπο διαμονής της θνητής Γοργόνας. Γι’ άλλη μια φορά η Αθηνά τον βοηθά, υποδεικνύοντας τον δρόμο για τις Γραίες.
Οι Γραίες ήταν συγγενείς των Γοργόνων και οι μόνες που ήξεραν τον τόπο διαμονής τους. Ήταν όντα με αποκρουστική οψη. Τρεις γριές που είχαν ένα κωμικοτραγικό στοιχείο: είχαν ένα μάτι (και ένα δόντι), τα οποία αντάλλαζαν μεταξύ τους. Έμεναν κοντά στον Άδη, στα δυτικά του κόσμου.
Όταν ο ήρωας πλησίασε τη Μέδουσα, αόρατος και κοιτώντας το καθρέφτισμα της ασπίδας που κρατούσε η Αθηνά, έκοψε το κεφάλι της και το έβαλε στο σακίδιο. Από το λαιμό της ξεπήδησε ο γίγαντας Χρυσάωρας, με το χρυσό σπαθί, και, από το αίμα που έπεσε στον Ωκεανό, ο Πήγασος, το φτερωτό άλογο. Για να αποφύγει την καταδίωξη των αδελφών της Μέδουσας, πέταξε γοργά με τα φτερωτά σανδάλιά του ή κατά άλλους,καβάλησε τον Πήγασο και έφυγε από τον τόπο.
Στον δρόμο της επιστροφής του για τη Σέριφο, πέρασε από την Αιθιοπία. Εκεί, είδε μια γυναίκα αλυσσοδεμένη σε ένα βράχο. Δεν είναι άλλη από την Ανδρομέδα, κόρη του Κηφέα, βασιλιά των Κηφήνων και της Κασσιόπης η Κασσιόπειας, εγγονής του Αιόλου από την Ιόπη. Η Ανδρομέδα είχε προκαλέσει την οργή του Ποσειδώνα, επειδή περηφανεύτηκε πως είναι πιο όμορφη από τις Νηρηίδες. Ο Ποσειδώνας έστειλε λοιπόν ως τιμωρία, έναν Δράκοντα και για εξιλέωση απαίτησε την θυσία της Ανδρομέδας. Ο Περσέας, ερωτευμένος με την κόρη του Κηφέα, αποφασίζει να σκοτώσει τον Δράκοντα και να πάρει μαζί του την Ανδρομέδα. Ο Περσέας πράγματι τερματίζει την ζωή του θαλάσσιου τέρατος και, με την συγκατάθεση των γονιών της παίρνει την Ανδρομέδα μαζί του στη Σέριφο.
Όμως η Ανδρομέδα είχε αρραβωνιαστεί τον Φινέα. Έτσι μετά το κατόρθωμα του Περσέα, διεκδικούσε ξανά την Ανδρομέδα. Για συμπαράσταση στο αίτημά του συγκέντρωσε μερικούς φίλους ή συμμάχους του και άρχισε να καταδιώκει τον Περσέα και την Ανδρομέδα. Ο ήρωας τιμώρησε υποδειγματικά τον Φινέα, ο οποίος δεν έφερε καμμία αντίρρηση όταν οι συμπατριώτες του έδεναν την Ανδρομέδα στον βράχο, για να την καταπιεί ο δράκοντας. Ο Περσέας έβγαλε το κεφάλι της Μέδουσας και δείχνοντας το στους καταδιώκτες του, τους μαρμαρώνει.
Ο ήρωας προειδοποιεί τους δικούς του να μην κοιτάξουν και βγάζει από τον σάκο το κεφάλι της Μέδουσας. Όσοι το κοίταξαν, ανάμεσά του και ο Πολυδεύκης, πέτρωσαν μονομιάς. Έτσι επιβεβαιώθηκε η δύναμη του κεφαλιού, ακόμη και νεκρό, και γέμισε η Σέριφος από πέτρες που έμοιαζαν με ανθρώπους.
Μετά από αυτό ο Περσέας αφιέρωσε το κεφάλι στην Αθηνά, η οποία το πήρε και το κάρφωσε μπροστά στην ασπίδα της. Ο Δίκτυς ανέλαβε την ηγεσία του νησιού και ο Περσέας, με τις δυο γυναίκες, ετοιμάστηκε για την επιστροφή στο Άργος.
Ο Περσέας ήθελε να συμφιλιωθεί με τον παππού του Ακρίσιο, ο οποίος παρ΄όλο που ένιωθε περήφανος για τον εγγονό του, έχοντας γνώση του χρησμού, ήθελε να αποφύγει την συνάντηση και γι’ αυτό κατέφυγε στη Λάρισα της Θεσσαλίας, που ήταν χτισμένη δίπλα στον Πηνειό ποταμό.
Όμως “ό,τι γράφεται δεν ξεγράφεται”. Ερχόμενος στο Αργος για να συναντήσει τον παππού του ο Περσέας, έμαθε ότι στη Λάρισα γίνονταν αγώνες. Τότε έστειλε τη μητέρα του Δανάη στο Αργος, κοντά στη γιαγιά του την Ευρυδίκη, κι αυτός πήγε να πάρει μέρος στους αγώνες.
Σ’ έναν αγώνα δισκοβολίας (πένταθλο), ο Περσέας ρίχνοντας δυνατά τον δίσκο, σκοτώνει έναν από τους θεατές που δεν ήταν άλλος από τον παππού του Ακρίσιο. Η προφητεία του Μαντείου των Δελφών βγήκε για άλλη μια φορά αληθινή..
Μην μπορώντας να δεχτεί τον θρόνο του Άργους κάτω από αυτές τις συνθήκες ο Περσέας, τον ανταλλάσσει με τον ξάδελφό του Μεγαπένθη, γιο του Προίτου, βασιλιά της Τίρυνθας.
Έτσι ο Περσέας έγινε βασιλιάς της Τίρυνθας. Εκεί δημιούργησε την περίφημη για τα “Κυκλώπεια Τείχη” της πόλης Μυκήνες η οποία ονομάστηκε έτσι από την άκρη της σπαθοθήκης, που ονομαζόταν “μύκης”.
Ο Περσέας απόκτησε, με την Ανδρομέδα, εφτά παιδιά: Τον Πέρση, τον Αλκαίο, τον Σθένελο, τον Έλειο, τον Γοργοφόνη και τον Ηλεκτρύωνα. (Η εγκυκλοπαίδεια ΠΥΡΣΟΣ, τόμος Δ’, έκδοση 1929, αναφέρει τον Πέρση ως Περσέα, ο οποίος φέρεται και ως ο γενάρχης των Περσών, τον Έλειο ως Έλενο και ο γιος Γοργοφόνης αναφέρεται ως κόρη Γοργοφόνη. Επίσης αναγράφεται ακόμη ένας γιος, ο Μήστωρ.)
Από τον Περσέα, γιο του Δία, ξεκινά η περίφημη γενιά του Ηρακλή, επίσης γιου του Δία.
Όταν ο Περσέας πέθανε, οι θεοί δεν τον έστειλαν στον Άδη, αλλά στα άστρα. Μαζί του καταστέρισαν την Ανδρομέδα και τους γονείς της Κηφέα και Κασσιόπη. Έτσι δημιουργήθηκαν οι αστερισμοί του Περσέα, της Ανδρομέδας, της Κασσιόπης και του Κηφέα, αποτυπώνοντας την ιστορία τους στον ουράνιο θόλο.