Ο Πρωταγόρας, ο Σωκράτης και η γέννηση της φιλοσοφίας
Ο διάλογος του Πρωταγόρα με το Σωκράτη για το διδακτό της αρετής έχει μείνει στην ιστορία όχι μόνο γιατί βλέπουμε ζωντανά την αντιπαράθεση των σοφιστών με το Σωκράτη ή γιατί τον καταγράφει ο Πλάτωνας, ένας δεδομένος πολέμιος των σοφιστών, ή για το μύθο της δημιουργίας του κόσμου που εκφωνείται από τον Πρωταγόρα, αλλά και γιατί μέσα σε ένα κείμενο βλέπουμε όλες τις μεθοδεύσεις πειθούς της εποχής ή, με άλλα λόγια, γιατί βρισκόμαστε μπροστά στην ίδια την πηγή της εξέλιξης της φιλοσοφικής σκέψης.
Το ίδιο το πλαίσιο της συζήτησης, με τις τεραστίου μεγέθους προσωπικότητες που συνομιλούν και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους στο σπίτι του Καλλία, που φιλοξενείται ο Πρωταγόρας, και την όξυνση της αντιπαράθεσης, όταν ο Πρωταγόρας εκνευρίζεται με το ανακριτικό ύφος του Σωκράτη, που φτάνει μέχρι την απειλή της οριστικής διακοπής της συζήτησης προκαλώντας την άμεση παρέμβαση του Καλλία, που ως οικοδεσπότης θεωρεί αναγκαίο να κατευνάσει τα πνεύματα, προσδίδει μια απίστευτη λογοτεχνικότητα, μια δύναμη καθηλωτική, που μόνο η έννοια του θρύλου μπορεί να προσδιορίσει.
Ο Πρωταγόρας προκαλείται από την πρώτη στιγμή. Όταν λέει ότι διδάσκει την πολιτική αρετή, ο Σωκράτης απαντά ότι η πολιτική αρετή δεν διδάσκεται, υπονοώντας ότι ο Πρωταγόρας είναι απατεώνας. Η δεδομένη Σωκρατική ειρωνεία περιπλέκει όχι μόνο την τροπή της συζήτησης, αλλά και τις ίδιες του τις προθέσεις. Ως ένα βαθμό αδυνατούμε να καταλάβουμε αν ο Σωκράτης εννοεί αυτά που λέει ή εφαρμόζει και πάλι τις γνωστές του τεχνικές προκειμένου να φέρει τον Πρωταγόρα σε αδιέξοδο. Βέβαια, η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Σωκράτης προφανώς δεν εννοεί αυτά που λέει, αλλά χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική και τη μαιευτική επιχειρεί να εξουδετερώσει τον Πρωταγόρα γελοιοποιώντας τον, όπως συνήθιζε με πολλούς επιφανείς στην αθηναϊκή αγορά διατυπώνοντας τις θρυλικές «αφελείς» του ερωτήσεις. Κι εδώ ακριβώς βρισκόμαστε μπροστά στη σημειολογία της λεκτικής μονομαχίας, αφού πλέον παρακολουθούμε τη σύγκρουση δύο προσωπικοτήτων που μόνο μέσα από τη λεκτική αντιπαράθεση μπορεί να εκφραστεί.
Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην αποθέωση της φιλοσοφίας, που μετατρέπει το παιχνίδι του λόγου σε θέμα προσωπικό, όχι με την νοσηρή εκδοχή της φτηνής επιβολής, ο λόγος δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά με την οπτική της ιδεολογικής αντιπαράθεσης που γίνεται αυτοσκοπός, που παίρνει δηλαδή διαστάσεις αιώνιες, αφού οι αντιπαραθέσεις αυτού του είδους μόνο ως αέναες αναζητήσεις μπορούν να ερμηνευτούν. Ο Σωκράτης για να υποδαυλίσει τη συζήτηση επιχειρηματολογεί για πράγματα που ούτε ο ίδιος πιστεύει. Ο Πρωταγόρας, για τον ίδιο λόγο, αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου επικαλούμενος τη συμβολή των θεών στους οποίους προφανώς δεν πιστεύει. Φυσικά, για όλα υπάρχουν ερμηνείες. Ο ένας το κάνει λόγω τακτικής, ο άλλος τους αναφέρει συμβολικά και πάει λέγοντας.
Η ουσία είναι ότι όλες αυτές οι μικρές ατασθαλίες σηματοδοτούν το βαθύτερο κίνητρο της προσωπικής συμβολής μέσα στην πορεία της σκέψης, την πεποίθηση της υπηρεσίας του ιδανικού που μόνο η ακατάπαυτη συμμετοχή στην αδιάκοπη φιλοσοφική διερεύνηση διασφαλίζει. Κι αυτό είναι ο θρίαμβος της σκέψης, που μοιραία δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει. Γιατί αν ο Σωκράτης δεν έλεγε τα αντίθετα από αυτά του σκεφτόταν, ο διάλογος δεν θα υπήρχε. Κι αν ο Πρωταγόρας δεν επικαλούνταν τους θεούς θα χάναμε το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, με άλλα λόγια η φιλοσοφία θα ήταν φτωχότερη.
Το μεγαλείο του Σωκράτη δηλώνεται από την αρχή. Σε ελάχιστο χρόνο και παντελώς απροετοίμαστος στήνει μια ολόκληρη επιχειρηματολογία στηρίζοντας το μη διδακτό της αρετής, πράγμα που ξέρει καλά ότι δεν ευσταθεί. Μοιραία, τα επιχειρήματά του δεν πείθουν, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία μπροστά στην πρωτοφανή ετοιμότητα στην κατασκευή επιχειρημάτων, δηλαδή στην παραγωγή σκέψης και την πειστικότητα της παρουσίασης. Η φαινομενική αλήθεια του Σωκράτη διατυπώνεται τόσο άρτια, που είναι βέβαιο ότι θα συμπαρέσερνε τον οποιονδήποτε. (Κι αυτό βέβαια θα ήταν η καταδίκη του. Ο Σωκράτης θα αποκάλυπτε την απάτη και θα τον γελοιοποιούσε. Όμως εδώ, έχει να κάνει με τον Πρωταγόρα.) Επικαλούμενος τη σοφία των Αθηναίων αναφέρεται στη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας που στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία του λόγου.
Από τη στιγμή που ισότιμα μπορούν όλοι να πάρουν το λόγο σε θέματα πολιτικών αποφάσεων, που φυσικά προϋποθέτουν την πολιτική αρετή, γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική αρετή θεωρείται στα πράγματα που δεν διδάσκονται, αφού, σε διαφορετική περίπτωση θα μιλούσαν μόνο οι ειδικοί, δηλαδή αυτοί που τη διδάχτηκαν, όπως συμβαίνει σε συζητήσεις που αφορούν θέματα ναυπηγικής ή οικοδομικής. Εξάλλου και ο ίδιος ο Πρωταγόρας, που παρουσιάζεται ως δάσκαλος της πολιτικής αρετής, δεν την έχει διδαχτεί από κανένα. Κι επιπλέον, κανείς επιφανής δεν προσπαθεί να διδάξει την πολιτική αρετή στα παιδιά του, ούτε ο ίδιος ο Περικλής, που φυσικά επικαλείται ως μέγιστη πολιτική αυθεντία.
Είναι προφανές ότι αν η πολιτική αρετή μπορούσε να διδαχθεί δεν θα άφηναν οι επιφανείς τα παιδιά τους στο έλεος της μοίρας, πράγμα που αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Πώς θα μπορούσε ο Πρωταγόρας να τα ανατρέψει όλα αυτά; Να αμφισβητήσει την αθηναϊκή δημοκρατία; Να διαψεύσει το Σωκράτη ως προς τη λειτουργία της; Να επικαλεστεί ότι ο ίδιος είχε δάσκαλό; Να αμφισβητήσει την προσωπικότητα του Περικλή; Το γεγονός ότι τα παιδιά του Περικλή ήταν παρόντα στη συζήτηση και δεν διέψευσαν ούτε στο ελάχιστο το Σωκράτη για τη συμπεριφορά του πατέρα τους όχι μόνο απέκλειε κάθε ενδεχόμενο διαφωνίας, αλλά προσέδιδε στα λόγια του Σωκράτη την ισχύ του αδιάψευστου ντοκουμέντου.
Κι εδώ ακριβώς περνάμε στο μεγαλείο του Πρωταγόρα που δείχνει την ισχύ του από την αρχή. Σε μια επίδειξη ανωτερότητας ρωτάει την ομήγυρη αν θέλει να ακούσει μια διάλεξη ή ένα μύθο, καθιστώντας σαφές ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο κι ως εκ τούτου η επιλογή δεν τον αφορά. Τελικά επιλέγει το μύθο, επιλέγει δηλαδή να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Παρουσιάζει την δημιουργία του κόσμου, τον κίνδυνο της εξαφάνισης του ανθρώπου από τα θηρία, την παρέμβαση του Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις από τους θεούς και τα χαρίζει στον άνθρωπο για να επιβιώσει και την τελική συνεισφορά του Δία που ευεργετεί την ανθρωπότητα δωρίζοντας την αιδώ και τη δίκη για να μπορούν να υπάρχουν πόλεις, αφού ο άνθρωπος μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες θα μπορούσε να επιβιώσει και οι οργανωμένες κοινωνίες μόνο με την αιδώ και τη δίκη μπορούν να συγκροτηθούν.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο θέμα της πολιτικής αρετής καθώς η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) μόνο ως πολιτική αρετή μπορούν να ερμηνευτούν. Όμως ο Δίας, αν και μοιράζει τα δώρα του σε όλους τους ανθρώπους, παραδέχεται ότι κάποιοι – οι άδικοι - μπορεί να μην τα έχουν, κι αυτό είναι η απόδειξη ότι δόθηκαν ως δυνατότητα κι όχι ως αμετάκλητο – τετελεσμένο γεγονός. Κι αυτή ακριβώς είναι και η ευθύνη του ανθρώπου που οφείλει να μετατρέψει το δυνάμει σε ενεργεία, που οφείλει δηλαδή να πραγματώσει την αρετή καταβάλλοντας προσπάθεια, καθώς τίποτε δεν είναι δεδομένο. Πώς ορίζεται αυτή η προσπάθεια και τι μπορεί να απαιτεί αν όχι τη διδασκαλία; Εξάλλου, αυτό είναι και το νόημα της ποινής. Η ποινή δεν είναι εκδίκηση, γιατί μόνο τα θηρία εκδικούνται. Η ποινή αποσκοπεί στο σωφρονισμό και τον παραδειγματισμό, στην προσπάθεια δηλαδή της αποτροπής των παραβατικών συμπεριφορών στο μέλλον.
Τι άλλο μπορεί να είναι η ποινή από παιδαγωγική μέθοδος της κοινωνίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, δηλαδή την υιοθέτηση της πολιτικής αρετής; Και που αλλού μπορεί να αποσκοπεί ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, πέρα από την υιοθέτηση της αρετής, όταν από την πιο μικρή ηλικία η οικογένεια με την τροφό και τον παιδαγωγό υποδεικνύει διαρκώς τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς, δηλαδή την αρετή, κι όταν το σχολείο βομβαρδίζει τους νέους από την πρώτη στιγμή με υγιή πρότυπα αρετής παρμένα κυρίως από τους ήρωες των ομηρικών επών; Και τι άλλο μπορεί να είναι ο νομοθέτης αν όχι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας;
Ο Σωκράτης διαστρεβλώνει επίτηδες την καθολικότητα της αρετής – το γεγονός δηλαδή ότι συμμετέχουν όλοι στις πολιτικές αποφάσεις – αποδίδοντάς την σε έμφυτη τάση κι αποσιωπώντας όλους αυτούς που δεν συμμετέχουν επειδή στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ο Πρωταγόρας απαντά με το μύθο της κοσμογονίας ξεκαθαρίζοντας ότι πράγματι υπάρχει καθολικότητα, αφού ο Δίας μοίρασε την πολιτική αρετή σε όλους, αλλά η διδασκαλία είναι απαραίτητη γιατί μόνο έτσι θα γίνει το δυνάμει ενεργεία.
Ο Σωκράτης εξιδανικεύει την αθηναϊκή δημοκρατία αποκαλώντας τους Αθηναίους σοφούς, πράγμα που φυσικά δεν πίστευε, αφού πρώτος ο ίδιος κατηγορούσε με κάθε ευκαιρία τους Αθηναίους και την εκφυλισμένη δημοκρατία της εποχής, και ο Πρωταγόρας του απαντά με το ίδιο νόμισμα εξιδανικεύοντας την Αθήνα στο ζήτημα της ποινής, που δήθεν δεν εφαρμοζόταν για εκδίκηση, όταν ο ίδιος ο θάνατος του Σωκράτη θα τον διαψεύσει. Ο Σωκράτης, στο θέμα των παιδιών του Περικλή, εσκεμμένα ταυτίζει την πολιτική δεινότητα με την πολιτική αρετή, καθώς τα παιδιά του Περικλή δεν είχαν την πολιτική δεινότητα του πατέρα τους, γιατί αν δεχτούμε ότι δεν είχαν πολιτική αρετή θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν εγκληματίες.
Ο Πρωταγόρας του απαντά με λήψεις του ζητουμένου, κλασικό σοφιστικό τέχνασμα διαστρέβλωσης της αλήθειας καθώς αλλοιώνεται ολόκληρος ο συλλογισμός με την μετατροπή του συμπεράσματος σε δεδομένο. Όμως, όλες αυτές οι ωφέλιμες συλλογιστικές απάτες σηματοδοτούν την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, που μόνο μέσα από τον ελιγμό και τη διαχείριση των εννοιών μπορεί να προωθηθεί. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να προσδιοριστούν έννοιες όπως πολιτική αρετή, νομοθεσία, εκπαίδευση, ποινές κτλ. Γιατί μόνο έτσι γεννιέται η φιλοσοφία. Και κάπως έτσι οι μεγάλοι αντίπαλοι γίνονται κοινωνοί της φιλοσοφικής μυσταγωγίας. Και κάπως έτσι η αντιστροφή μετουσιώνεται σε μεγαλείο, αφού μόνο έτσι καταρρίπτονται όλα τα δόγματα. Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα θα παραμένει ως αιώνιο σύμβολο του φιλοσοφικού προβληματισμού
Το ίδιο το πλαίσιο της συζήτησης, με τις τεραστίου μεγέθους προσωπικότητες που συνομιλούν και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους στο σπίτι του Καλλία, που φιλοξενείται ο Πρωταγόρας, και την όξυνση της αντιπαράθεσης, όταν ο Πρωταγόρας εκνευρίζεται με το ανακριτικό ύφος του Σωκράτη, που φτάνει μέχρι την απειλή της οριστικής διακοπής της συζήτησης προκαλώντας την άμεση παρέμβαση του Καλλία, που ως οικοδεσπότης θεωρεί αναγκαίο να κατευνάσει τα πνεύματα, προσδίδει μια απίστευτη λογοτεχνικότητα, μια δύναμη καθηλωτική, που μόνο η έννοια του θρύλου μπορεί να προσδιορίσει.
Ο Πρωταγόρας στο κέντρο μαζί με τον Δημόκριτο, (Μουσείο Ερμιτάζ) |
Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά στην αποθέωση της φιλοσοφίας, που μετατρέπει το παιχνίδι του λόγου σε θέμα προσωπικό, όχι με την νοσηρή εκδοχή της φτηνής επιβολής, ο λόγος δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά με την οπτική της ιδεολογικής αντιπαράθεσης που γίνεται αυτοσκοπός, που παίρνει δηλαδή διαστάσεις αιώνιες, αφού οι αντιπαραθέσεις αυτού του είδους μόνο ως αέναες αναζητήσεις μπορούν να ερμηνευτούν. Ο Σωκράτης για να υποδαυλίσει τη συζήτηση επιχειρηματολογεί για πράγματα που ούτε ο ίδιος πιστεύει. Ο Πρωταγόρας, για τον ίδιο λόγο, αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου επικαλούμενος τη συμβολή των θεών στους οποίους προφανώς δεν πιστεύει. Φυσικά, για όλα υπάρχουν ερμηνείες. Ο ένας το κάνει λόγω τακτικής, ο άλλος τους αναφέρει συμβολικά και πάει λέγοντας.
Η ουσία είναι ότι όλες αυτές οι μικρές ατασθαλίες σηματοδοτούν το βαθύτερο κίνητρο της προσωπικής συμβολής μέσα στην πορεία της σκέψης, την πεποίθηση της υπηρεσίας του ιδανικού που μόνο η ακατάπαυτη συμμετοχή στην αδιάκοπη φιλοσοφική διερεύνηση διασφαλίζει. Κι αυτό είναι ο θρίαμβος της σκέψης, που μοιραία δεν έχει άλλη επιλογή από το να προχωρήσει. Γιατί αν ο Σωκράτης δεν έλεγε τα αντίθετα από αυτά του σκεφτόταν, ο διάλογος δεν θα υπήρχε. Κι αν ο Πρωταγόρας δεν επικαλούνταν τους θεούς θα χάναμε το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, με άλλα λόγια η φιλοσοφία θα ήταν φτωχότερη.
Το μεγαλείο του Σωκράτη δηλώνεται από την αρχή. Σε ελάχιστο χρόνο και παντελώς απροετοίμαστος στήνει μια ολόκληρη επιχειρηματολογία στηρίζοντας το μη διδακτό της αρετής, πράγμα που ξέρει καλά ότι δεν ευσταθεί. Μοιραία, τα επιχειρήματά του δεν πείθουν, αλλά αυτό έχει ελάχιστη σημασία μπροστά στην πρωτοφανή ετοιμότητα στην κατασκευή επιχειρημάτων, δηλαδή στην παραγωγή σκέψης και την πειστικότητα της παρουσίασης. Η φαινομενική αλήθεια του Σωκράτη διατυπώνεται τόσο άρτια, που είναι βέβαιο ότι θα συμπαρέσερνε τον οποιονδήποτε. (Κι αυτό βέβαια θα ήταν η καταδίκη του. Ο Σωκράτης θα αποκάλυπτε την απάτη και θα τον γελοιοποιούσε. Όμως εδώ, έχει να κάνει με τον Πρωταγόρα.) Επικαλούμενος τη σοφία των Αθηναίων αναφέρεται στη λειτουργία της αθηναϊκής δημοκρατίας που στηρίζεται στην απόλυτη ελευθερία του λόγου.
Από τη στιγμή που ισότιμα μπορούν όλοι να πάρουν το λόγο σε θέματα πολιτικών αποφάσεων, που φυσικά προϋποθέτουν την πολιτική αρετή, γίνεται αντιληπτό ότι η πολιτική αρετή θεωρείται στα πράγματα που δεν διδάσκονται, αφού, σε διαφορετική περίπτωση θα μιλούσαν μόνο οι ειδικοί, δηλαδή αυτοί που τη διδάχτηκαν, όπως συμβαίνει σε συζητήσεις που αφορούν θέματα ναυπηγικής ή οικοδομικής. Εξάλλου και ο ίδιος ο Πρωταγόρας, που παρουσιάζεται ως δάσκαλος της πολιτικής αρετής, δεν την έχει διδαχτεί από κανένα. Κι επιπλέον, κανείς επιφανής δεν προσπαθεί να διδάξει την πολιτική αρετή στα παιδιά του, ούτε ο ίδιος ο Περικλής, που φυσικά επικαλείται ως μέγιστη πολιτική αυθεντία.
Είναι προφανές ότι αν η πολιτική αρετή μπορούσε να διδαχθεί δεν θα άφηναν οι επιφανείς τα παιδιά τους στο έλεος της μοίρας, πράγμα που αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Πώς θα μπορούσε ο Πρωταγόρας να τα ανατρέψει όλα αυτά; Να αμφισβητήσει την αθηναϊκή δημοκρατία; Να διαψεύσει το Σωκράτη ως προς τη λειτουργία της; Να επικαλεστεί ότι ο ίδιος είχε δάσκαλό; Να αμφισβητήσει την προσωπικότητα του Περικλή; Το γεγονός ότι τα παιδιά του Περικλή ήταν παρόντα στη συζήτηση και δεν διέψευσαν ούτε στο ελάχιστο το Σωκράτη για τη συμπεριφορά του πατέρα τους όχι μόνο απέκλειε κάθε ενδεχόμενο διαφωνίας, αλλά προσέδιδε στα λόγια του Σωκράτη την ισχύ του αδιάψευστου ντοκουμέντου.
Κι εδώ ακριβώς περνάμε στο μεγαλείο του Πρωταγόρα που δείχνει την ισχύ του από την αρχή. Σε μια επίδειξη ανωτερότητας ρωτάει την ομήγυρη αν θέλει να ακούσει μια διάλεξη ή ένα μύθο, καθιστώντας σαφές ότι έχει τον απόλυτο έλεγχο κι ως εκ τούτου η επιλογή δεν τον αφορά. Τελικά επιλέγει το μύθο, επιλέγει δηλαδή να πάρει τα πράγματα από την αρχή. Παρουσιάζει την δημιουργία του κόσμου, τον κίνδυνο της εξαφάνισης του ανθρώπου από τα θηρία, την παρέμβαση του Προμηθέα που κλέβει τη φωτιά και τις τεχνικές γνώσεις από τους θεούς και τα χαρίζει στον άνθρωπο για να επιβιώσει και την τελική συνεισφορά του Δία που ευεργετεί την ανθρωπότητα δωρίζοντας την αιδώ και τη δίκη για να μπορούν να υπάρχουν πόλεις, αφού ο άνθρωπος μόνο μέσα σε οργανωμένες κοινωνίες θα μπορούσε να επιβιώσει και οι οργανωμένες κοινωνίες μόνο με την αιδώ και τη δίκη μπορούν να συγκροτηθούν.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο θέμα της πολιτικής αρετής καθώς η αιδώς και η δίκη (ο σεβασμός και η δικαιοσύνη) μόνο ως πολιτική αρετή μπορούν να ερμηνευτούν. Όμως ο Δίας, αν και μοιράζει τα δώρα του σε όλους τους ανθρώπους, παραδέχεται ότι κάποιοι – οι άδικοι - μπορεί να μην τα έχουν, κι αυτό είναι η απόδειξη ότι δόθηκαν ως δυνατότητα κι όχι ως αμετάκλητο – τετελεσμένο γεγονός. Κι αυτή ακριβώς είναι και η ευθύνη του ανθρώπου που οφείλει να μετατρέψει το δυνάμει σε ενεργεία, που οφείλει δηλαδή να πραγματώσει την αρετή καταβάλλοντας προσπάθεια, καθώς τίποτε δεν είναι δεδομένο. Πώς ορίζεται αυτή η προσπάθεια και τι μπορεί να απαιτεί αν όχι τη διδασκαλία; Εξάλλου, αυτό είναι και το νόημα της ποινής. Η ποινή δεν είναι εκδίκηση, γιατί μόνο τα θηρία εκδικούνται. Η ποινή αποσκοπεί στο σωφρονισμό και τον παραδειγματισμό, στην προσπάθεια δηλαδή της αποτροπής των παραβατικών συμπεριφορών στο μέλλον.
Τι άλλο μπορεί να είναι η ποινή από παιδαγωγική μέθοδος της κοινωνίας που διασφαλίζει την αρμονική συνύπαρξη, δηλαδή την υιοθέτηση της πολιτικής αρετής; Και που αλλού μπορεί να αποσκοπεί ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα της Αθήνας, πέρα από την υιοθέτηση της αρετής, όταν από την πιο μικρή ηλικία η οικογένεια με την τροφό και τον παιδαγωγό υποδεικνύει διαρκώς τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς, δηλαδή την αρετή, κι όταν το σχολείο βομβαρδίζει τους νέους από την πρώτη στιγμή με υγιή πρότυπα αρετής παρμένα κυρίως από τους ήρωες των ομηρικών επών; Και τι άλλο μπορεί να είναι ο νομοθέτης αν όχι ο μεγάλος παιδαγωγός της κοινωνίας;
Ο Σωκράτης διαστρεβλώνει επίτηδες την καθολικότητα της αρετής – το γεγονός δηλαδή ότι συμμετέχουν όλοι στις πολιτικές αποφάσεις – αποδίδοντάς την σε έμφυτη τάση κι αποσιωπώντας όλους αυτούς που δεν συμμετέχουν επειδή στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ο Πρωταγόρας απαντά με το μύθο της κοσμογονίας ξεκαθαρίζοντας ότι πράγματι υπάρχει καθολικότητα, αφού ο Δίας μοίρασε την πολιτική αρετή σε όλους, αλλά η διδασκαλία είναι απαραίτητη γιατί μόνο έτσι θα γίνει το δυνάμει ενεργεία.
Ο Σωκράτης εξιδανικεύει την αθηναϊκή δημοκρατία αποκαλώντας τους Αθηναίους σοφούς, πράγμα που φυσικά δεν πίστευε, αφού πρώτος ο ίδιος κατηγορούσε με κάθε ευκαιρία τους Αθηναίους και την εκφυλισμένη δημοκρατία της εποχής, και ο Πρωταγόρας του απαντά με το ίδιο νόμισμα εξιδανικεύοντας την Αθήνα στο ζήτημα της ποινής, που δήθεν δεν εφαρμοζόταν για εκδίκηση, όταν ο ίδιος ο θάνατος του Σωκράτη θα τον διαψεύσει. Ο Σωκράτης, στο θέμα των παιδιών του Περικλή, εσκεμμένα ταυτίζει την πολιτική δεινότητα με την πολιτική αρετή, καθώς τα παιδιά του Περικλή δεν είχαν την πολιτική δεινότητα του πατέρα τους, γιατί αν δεχτούμε ότι δεν είχαν πολιτική αρετή θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν εγκληματίες.
Ο Πρωταγόρας του απαντά με λήψεις του ζητουμένου, κλασικό σοφιστικό τέχνασμα διαστρέβλωσης της αλήθειας καθώς αλλοιώνεται ολόκληρος ο συλλογισμός με την μετατροπή του συμπεράσματος σε δεδομένο. Όμως, όλες αυτές οι ωφέλιμες συλλογιστικές απάτες σηματοδοτούν την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, που μόνο μέσα από τον ελιγμό και τη διαχείριση των εννοιών μπορεί να προωθηθεί. Γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να προσδιοριστούν έννοιες όπως πολιτική αρετή, νομοθεσία, εκπαίδευση, ποινές κτλ. Γιατί μόνο έτσι γεννιέται η φιλοσοφία. Και κάπως έτσι οι μεγάλοι αντίπαλοι γίνονται κοινωνοί της φιλοσοφικής μυσταγωγίας. Και κάπως έτσι η αντιστροφή μετουσιώνεται σε μεγαλείο, αφού μόνο έτσι καταρρίπτονται όλα τα δόγματα. Ο διάλογος του Σωκράτη με τον Πρωταγόρα θα παραμένει ως αιώνιο σύμβολο του φιλοσοφικού προβληματισμού