Το κύκνειο άσμα του Περικλή

ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΝΑ ΤΟΥ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Ενώ η Αθήνα μαστιζόταν από τον λοιμό, οι Πελοποννήσιοι εισέβαλαν για δεύτερη φορά στην Αττική και προχωρώντας νότια λεηλάτησαν την περιοχή του Λαυρίου. Οι Αθηναίοι με τη σειρά τους λεηλάτησαν την Επίδαυρο και παραλιακές πόλεις της Πελοποννήσου, απέτυχαν, ωστόσο, να βοηθήσουν ουσιαστικά όσους πολιορκούσαν την Ποτίδαια, καθώς οι στρατιώτες που στάλθηκαν εκεί μετέδωσαν στους συμπολεμιστές τους την ασθένεια. Σε αυτό το σημείο ο ιστορικός αφηγείται το “κύκνειο άσμα” του Περικλή.


Μετά τη δεύτερη εισβολή των Πελοποννησίων, καθώς και η γη τους ήταν ρημαγμένη και η αρρώστια τούς θέριζε μαζί με τον πόλεμο, είχε αλλάξει η διάθεση των Αθηναίων κι από τη μια μεριά κατηγορούσαν τον Περικλή γιατί τους έκανε να μπούνε στον πόλεμο, κ’ έφταιγε αυτός για τις
συμφορές που είχαν πέσει, κι από την άλλη έκλιναν να κάνουν υποχωρήσεις προς τους Λακεδαιμονίους· και τους έστειλαν κάτι αντιπροσώπους, αλλά δεν έφεραν αποτέλεσμα.

Και μη βρίσκοντας διέξοδο από πουθενά καθώς τα συλλογίζονταν όλ’ αυτά, εχτρεύονταν τον Περικλή περισσότερο. Αυτός, βλέποντάς τους ν’ αγανακτούνε και να βαρυγκομούν για όλα όσα είχε ο ίδιος υπόψη του πως θα συνέβαιναν, κάλεσε σύναξη του λαού (γιατί ήταν ακόμα στρατηγός) θέλοντας να τους εγκαρδιώσει και να μαλακώσει την οργισμένη τους διάθεση, και συνάμα να τους βγάλει από την ψυχή τους το μεγάλο τους φόβο· και πρόβαλε στο βήμα και είπε απάνω–κάτω τα ακόλουθα.

Περίμενα τα αισθήματα του θυμού σας ενάντιά μου (γιατί νιώθω καλά τις αιτίες), και γι’ αυτό το λόγο κάλεσα τη σύναξη για να σας θυμίσω και να σας μαλώσω αν είτε άδικα αγαναχτείτε μαζί μου, είτε υπερβολικά σας λύγισαν οι συμφορές. Εγώ δηλαδή θεωρώ πως όταν η πολιτεία στο σύνολό της βρίσκεται σε καλή κατάσταση, ωφελεί κάθε πολίτη περισσότερο παρά όταν ευημερεί σχετικά με τον κάθε πολίτη της, όμως η πολιτεία όλη μαζί παίρνει τον κατήφορο. Γιατί ένας άντρας ευκατάστατος σχετικά με τις δικές του υποθέσεις, αν καταστραφεί η πατρίδα του, δε χάνεται λιγότερο κι ο ίδιος· αν όμως κακοτυχήσει σε πολιτεία που ακμάζει, είναι πολύ πιο πιθανό να σωθεί.

Αφού λοιπόν η πολιτεία μεν μπορεί ν’ ανεβαστάξει τις δυστυχίες του κάθε πολίτη, ο καθένας όμως χωριστά δεν μπορεί ν’ ανεβαστάξει τις δικές της, πώς μπορεί να μην το θεωρήσουν όλοι χρέος τους να τη συντρίψουν, και να μην κάνουν ό,τι κάνετε τώρα σεις, που, χτυπημένοι από τις συμφορές του σπιτιού σας είστε έτοιμοι να παρατήσετε τη σωτηρία του συνόλου, και ρίχνετε την αιτία, τόσο σε μένα που σας ορμήνεψα να πολεμήσετε, όσο και στον εαυτό σας, που συμφωνήσατε μαζί μου, και πήρατε την απόφαση; Κι όμως τα βάζετε με μένα, άντρα παράξιο, που, νομίζω, δεν είμαι χειρότερος από κανένα τόσο στο να διακρίνω τι χρειάζεται σε κάθε περίσταση, όσο ανώτερος από κάθε πειρασμό κέρδους και να σας τα αναπτύξω καθώς πρέπει, και είμαι αφοσιωμένος στην πολιτεία και απολύτως αδέκαστος.

Γιατί εκείνος που τα καταλαβαίνει και δεν μπορεί να τα εξηγήσει καθαρά είναι στην ίδια μοίρα με όσους ούτε τα βάζουνε στο νου τους· κι όποιος, έχοντας και τις δυο ικανότητες, όμως δεν έχει καλή προαίρεση προς την πολιτεία δε θα μιλήσει με την ίδιαν έγνοια για τις δουλειές της σα να ‘τανε δικές του· αλλ’ αν έχει ακόμα κι αυτό, αν αγαπάει δηλαδή την πολιτεία, αλλά δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στον πειρασμό του κέρδους, θα πουληθούν απ’ αυτόν όλα για το ένα τούτο. Ώστε αν, νομίζοντας πως έχω ολ’ αυτά τα προσόντα περισσότερο από άλλους έστω και σε μέτριο βαθμό, πειστήκατε στα λόγια μου κι αποφασίσατε να πολεμήσετε, δε θα ήτανε λογικό να ‘χω τώρα την κατακραυγή πως έπραξα άδικα.

Γιατί όσοι μπορούν να διαλέξουν ενώ πηγαίνουν όλα τ’ άλλα καλά, θα ήταν ανόητοι αν διάλεγαν τον πόλεμο· αφού όμως ήταν ανάγκη ή ευθύς να υποχωρήσομε στους ξένους και να τους υποδουλωθούμε, ή να αναλάβομε τον κίντυνο και να νικήσομε, όποιος θέλει ν’ αποφύγει τον κίντυνο αξίζει να κατηγορηθεί περισσότερο από κείνον που στέκεται να τον αντιμετωπίσει. Όσο για μένα, είμαι πάντα ο ίδιος, και δεν το κουνώ από την άποψή μου· εσείς όμως αλλάξατε, γιατί έτυχε, όταν δεχτήκατε τα λόγια μου να μην έχετε πάθει ακόμα τίποτα, αλλ’ άμα κακοπάθατε μετανιώσατε και τα επιχειρήματά μου, τώρα που εξασθένησε το φρόνημά σας δε σας φαίνονται πια σωστά.

Γιατί κείνο που σας βασανίζει είναι αδιάκοπα αισθητό, αλλά την καθαρή απόδειξη της ωφέλειας από τον πόλεμο δεν μπορεί να την πιστέψει κανείς, κ’ επειδή άλλαξαν τα πράματα πολύ προς το χειρότερο, και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχει καταπέσει η ψυχική σας διάθεση να εξακολουθήσετε να υπομένετε για κείνα που αποφασίσατε. Γιατί το ξαφνικό και απροσδόκητο κακό, και κείνο που συμβαίνει ενάντια σε κάθε λογική εικασία, υποδουλώνει το νου των ανθρώπων. Κι αυτό ακριβώς σας προκάλεσε κοντά στ’ άλλα, και κατά μεγάλο μέρος, η αρρώστεια.

Όμως εσείς, πολίτες μιας μεγάλης πολιτείας, κι αναθρεμμένοι με συνήθειες ανάλογες μ’ αυτήν, χρέος έχετε και πρόθυμοι να είστε να υπομένετε τις πιο μεγάλες συμφορές, και να μην εξευτελίσετε την αξίωση του μεγαλείου της, (γιατί το ίδιο φαίνεται να καταφρονούν οι άνθρωποι τόσο εκείνον που από νωθρή δειλία πέφτει πιο κάτω από τη φήμη που επικρατεί γι’ αυτόν, όσο και να μισούν όποιον ορέγεται με αναίδεια μεγαλύτερη φήμη απ’ ό,τι του ταιριάζει), αλλά παραμερίζοντας τον πόνο για τις προσωπικές σας συμφορές, να καταπιαστείτε να σώσετε την πολιτεία.

Όσο τώρα για τους μόχτους και τις θυσίες του πολέμου, μην παραπληθύνουν και πάλι δεν ωφελήσουν για να νικήσομε, θα ‘πρεπε να σας φτάνουν οι αποδείξεις που πολλές φορές προτήτερα σας έδωσα πως δεν είναι σωστό να υποψιάζεστε κάτι τέτοιο. Θα σας πω όμως τώρα και το εξής σχετικά με το μεγαλείο της ηγεμονίας μας, που μου φαίνεται πως ούτε σεις οι ίδιοι το βάλατε ποτέ, ως τώρα στο νου σας πως το έχετε, ούτ’ εγώ το ανέφερα στους περασμένους μου λόγους, κι ούτε τώρα θα το μεταχειριζόμουν, γιατί μοιάζει πολύ ρητορικό και καυχησιάρικο, αν δε σας έβλεπα τόσο καταθλιμμένους, πέρ’ απ’ όσο δικαιολογείται λογικά.

Εσείς δηλαδή νομίζετε βέβαια πως είστε άρχοντες μόνο των συμμάχων σας· εγώ όμως ισχυρίζομαι ― και αποδείχνω πως από τα δυο μέρη του κόσμου πού είναι μπορετό να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος, δηλαδή τη γη και τη θάλασσα, είστε σεις απόλυτοι κύριοι του ενός, σε όσην έκταση την εκμεταλλεύεστε τώρα, κι αν θελήσετε, ακόμα μακρύτερα και δεν υπάρχει κανείς που να μπορεί να σας εμποδίσει, με το ναυτικό που έχομε τώρα, να πάτε οπουδήποτε, ούτε ο Μεγάλος Βασιλιάς, ούτε κανένα άλλο κράτος απ’ όσα υπάρχουν σήμερα, ώστε η δύναμη αυτή δεν αναμετριέται με τη χρεία των σπιτιών και των χτημάτων σας, που τώρα νομίζετε πως χάσατε μεγάλα πράματα που τα στερηθήκατε· ώστε δεν είναι λογικό να βαρυγκομάτε γι’ αυτά τώρα, παρά να τ’ αψηφίσετε, θεωρώντας τα σα κηπαράκι, ή μικρό στολίδι του πλούτου μας αν τα συγκρίνετε μ’ αυτή τη δύναμη· και να καταλάβετε πως η ελευθερία, αν τη σώσομε με την αφοσίωσή μας σ’ αυτήν, εύκολα θα σας τα ξαναποχτήσει ολ’ αυτά, για κείνους όμως που υποδουλώνονται σε ξένους, εύκολα ξεπέφτουν και χάνονται και όσα είχαν προτήτερα.

Αποφασίστε λοιπόν να μη φανείτε κατώτεροι, κι από τις δυο πλευρές, από τους πατέρες σας, που τ’ απόχτησαν αυτά με κόπους και θυσίες και δεν τα βρήκαν έτοιμα από άλλους, κι ακόμα τα διατήρησαν και σας τα κληροδότησαν (γιατί είναι μεγαλύτερη ντροπή να του παίρνουν κανενός αυτά που έχει, παρά ν’ αποτύχει στην προσπάθεια ν’ αποχτήσει καινούργια πλεονεχτήματα) και να πολεμήσετε τους εχτρούς όλοι μαζί όχι μόνο με υψηλό το φρόνημα, μα και με καταφρόνεση γι’ αυτούς από την ανωτερότητά σας.

Γιατί κ’ ένας άναντρος ακόμα, αν τυχόν πετύχει η βλακεία του, μπορεί να το καυχηθεί, καταφρονεί όμως τον εχτρό όποιος έχει ενσυνείδητη πεποίθηση πως είναι ανώτερός του, πράμα που αληθεύει για σας. Κι όταν οι πιθανότητες είναι ίσες, η συναίσθηση της αξίας του που κάνει τον άνθρωπο περήφανο του στερεώνει την τόλμη, και στηρίζεται λιγότερο στην αόριστην ελπίδα που παίρνει δύναμη όταν λείπει κάθε άλλη διέξοδος, παρά στην έγκυρη γνώση των όσων έχει, που απ’ αυτή μπορεί πιο σίγουρα να προβλέψει το μέλλον.

Και είναι φυσικό να θέλετε να διαφεντέψετε τις τιμές που έχει η πολιτεία σας, αρχόντισσα των άλλων, και που τις χαίρεστε όλοι, και να μην αποφεύγετε τις θυσίες, ειδ’ άλλως να μην επιδιώκετε και τις τιμές. Και μη νομίζετε πως αγωνίζεστε για ένα πράμα μόνο, την ελευθερία ή την υποδούλωση, αλλά και για τη στέρηση της ηγεμονίας σας, και για τους κιντύνους που θα φέρει το μίσος που προελκύσατε εξ αιτίας της εξουσίας αυτής. Κι ούτε μπορείτε πια να παραιτηθείτε απ’ αυτήν, αν τυχόν κανείς από το φόβο του, την κρίσιμη τούτην ώρα, κάνει το σπουδαίο προτείνοντάς το από δειλία, για ν’ απαλλαγεί από τις ευθύνες.

Γιατί κρατείτε τώρα την ηγεμονία σας σαν τυραννίδα, που φαίνεται άδικο να την πάρει κανείς, να την αφήσει όμως είναι επικίντυνο. Τέτοιοι άνθρωποι, πολύ γρήγορα παρασύροντας και άλλους, θα έχαναντην πολιτεία τους, ακόμη κι αν είχαν κάπου αλλού αυτόνομη διοίκηση μόνοι τους· γιατί όσοι διστάζουνε μπρος στη δράση, δε σώζονται αν δε βρεθούνε δίπλα τους άλλοι, ενεργητικοί άνθρωποι, κι ούτε συμφέρει η απραξία σε πολιτεία ηγεμονική, παρά μόνο σε σκλαβωμένη, που μένει ασφαλισμένη στη δουλεία της.

Σεις όμως δεν πρέπει ούτε να παρασύρεστε από τέτοιους πολίτες ούτε να είστε αγαναχτισμένοι μαζί μου, αφού και σεις οι ίδιοι συμφωνήσατε με τη γνώμη μου ν’ αναλάβετε τον πόλεμo, επειδή τώρα ήρθαν οι εχτροί κ’ έπραξαν ό,τι ήταν επόμενο να πράξουν μια και δε θελήσατε να τους προσκυνήσετε, κ’ επειδή προστέθηκε σ’ αυτά και περ’ απ’ ό,τι περιμέναμε, τούτη η αρρώστεια, το μόνο πράμα απ’ όλα που ξεπέρασε τις λογικές εικασίες μας.

Και ξέρω πως εξ αιτίας της κατά μέγα μέρος με μισήσατε περισσότερο, άδικα, εξόν αν, κι όταν ευτυχήσετε σε κάτι χωρίς να το περιμένετε, το αποδώσετε κι αυτό σε μένα. Χρέος έχομε όμως να υπομένομε με καρτερία κατ’ ανάγκη όσα στέλνουν οι θεοί, και με παλληκαριά όσα μας κάνουν oι εχτροί.

Γιατί έτσι συνειθίζει κι άλλοτε να φέρνεται η πολιτεία τούτη, κι ας μη σταματήσει τώρα από σας. Συλλογιστείτε πως είναι πολυδοξασμένη σ’ όλον τον κόσμο, γιατί δε λυγίζει από τις συμφορές, κ’ έχει ξοδέψει πολλές ζωές και βάσανα στον πόλεμο κι απόχτησε την πιο μεγάλη δύναμη που στάθηκε ποτέ, που η θύμησή της θα μείνει αιώνια στους κατοπινούς, έστω κι αν κάποτε από δω κ’ εμπρός υποστούμε κάποια μείωση (γιατί όλα όσα υπάρχουν έρχεται ώρα που ξεπέφτουν).

Και θα θυμάται ο κόσμος πως Έλληνες εμείς, εξουσιάσαμε τους περισσότερους Έλληνες από κάθε άλλον, κι ανεβαστάξαμε τους πιο μεγάλους πολέμους και προς όλον τον κόσμο και προς πολλούς χωριστά, και πως φτιάξαμε και κατοικήσαμε την πιο μεγάλη και πλούσια σ’ όλα πολιτεία. Αν και σ’ όλα τούτα, θα βρει ψεγάδι ο μισερός κι οκνός· μα όποιος θέλει κι αυτός κάτι να κατορθώσει θα επιδιώξει να κάνει το ίδιο, κι όποιος δεν τα ‘χει, θα τα φθονήσει.

Κι’ άλλοι πολλοί, όσοι θέλησαν να εξουσιάσουν άλλους ανθρώπους, έγιναν μισητοί και βαρείς στους άλλους· όποιος όμως σηκώνει το βάρος του φθόνου για τα πιο μεγάλα επιτεύγματα, αυτός στοχάζεται κι αποφασίζει σωστά. Γιατί το μίσος δεν κρατάει πολύ, αλλά το τρανό μεγαλείο τώρα και η δόξα στο μελλούμενο χρόνο μένουν να τα θυμούνται για πάντα.

Εσείς λοιπόν, ξέροντας πως και το μέλλον θα είναι λαμπρό, κι αποφασίζοντας να μην ντροπιαστείτε στην τωρινή στιγμή, κερδίστε και τα δυο με το άμεσο θαρρετό σας φρόνημα, και μη στέλνετε πια αντιπροσώπους ζητώντας να συνάψετε ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, και μη δείχνετε πως σας βασανίζουν οι τωρινές συμφορές, γιατί εκείνοι που ελάχιστα επηρεάζεται το ηθικό τους από τις εξωτερικές ταλαιπωρίες και που με δύναμη αντιστέκονται με τις πράξεις τους σ’ αυτές, αυτοί είναι οι καλύτεροι και σαν πολιτεία όλοι μαζί απ’ όλες,τις πολιτείες του κόσμου, και σαν άτομα από κάθε άλλον άνθρωπο».