Θεμιστοκλής
Η μητέρα του, από την άλλη πλευρά, θεωρείται ότι ήταν η Αβρότονη από την Θράκη ή η Ευτέρπη από την Αλικαρνασσό της Καρίας. Το σίγουρο πάντως είναι, όποια κι από τις δύο αν είναι η μητέρα του, ότι ο Θεμιστοκλής δεν ήταν γνήσιος αθηναίος πολίτης, αλλά νόθος, αφού δεν ήταν και οι δύο του γονείς αθηναίοι. Αυτό το γεγονός διαχωρισμού του από τους υπόλοιπους αθηναίους, προφανώς τον ενοχλούσε, και για αυτό συχνά εφεύρισκε ευφυείς τρόπους ώστε να «καταργεί» αυτήν την αρνητική διάκριση εις βάρος του. Παραδείγματος χάριν, ένας από τους βασικούς τρόπους διαχωρισμού των γνήσιων και νόθων αθηναίων πολιτών ήταν οι νόθοι έφηβοι να γυμνάζονται στο γυμνάσιο του Ηρακλέους στο Κυνόσαργες. Το θεωρούσαν πρέπον, αφού κι ο Ηρακλής ήταν νόθος ανάμεσα στους θεούς, αφού η μάνα του ήταν θνητή.
Τον διέκρινε η μεγάλη ευφυΐα, η γρήγορη σκέψη, η πολυπραγμοσύνη, η τόλμη, αλλά και ο ορμητικός κι οξύθυμος χαρακτήρας. Αργότερα, κατάφερε, έως ένα σημείο, να τιθασεύσει την άστατη φύση του. Δάσκαλοί του ήταν οι: Αναξαγόρας και ο Φρεάρριος Μνησίφιλος, ο οποίος του δίδαξε σύνεση. Τον Μνησίφιλο τον κράτησε και μετέπειτα κοντά του, όταν επέλεξε να ασχοληθεί με την πολιτική ζωή, για να τον συμβουλεύεται. Ο Θεμιστοκλής δεν ήταν καλός στην εκμάθηση της μουσική και γενικότερα προτιμούσε τα μαθήματα που είχαν πρακτικό χαρακτήρα για τη ζωή.
Από μικρή ηλικία συνήθιζε να γράφει τόσο καταγγελτικούς, όσο και υπερασπιστικούς λόγους, γεγονός που έκανε τον δάσκαλό του να δηλώσει ότι ο Θεμιστοκλής όταν μεγάλωνε θα ήταν ικανός να προκαλέσει ή μεγάλο καλό ή μεγάλο κακό για την πόλη. Η ιστορία τελικά επιβεβαίωσε την πρόβλεψη του δασκάλου του, μια και ο Θεμιστοκλής έμελε να παίξει έναν από τους πιο καθοριστικούς ρόλους για τη δημόσια ζωή της Αθήνας και της Ελλάδας γενικότερα, αφού πέτυχε να κρατήσει ελεύθερες τις ελληνικές πόλεις (και κατ’ επέκταση την Ευρώπη) από τους Πέρσες. Βέβαια ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να τον κρατήσει μακριά από την πολιτική ζωή, δείχνοντας του σε μικρή ηλικία κάποιες καταστραμμένες τριήρεις, ξεβρασμένες στην ακτή, σχολιάζοντας ότι όσο ψηλά και αν σε αναδείξει ο λαός (ο οποίος είναι ευμετάβλητος), στο τέλος πάντοτε έχει την τάση να σε πετάει σαν σαπιοκάραβο.
Χαρακτηρίστηκε υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλόδοξος και ότι επιδίωκε να του προσφέρουν τιμές. Όσοι τίθενται θετικά προσκείμενοι προς αυτόν τον δικαιολογούν, ισχυριζόμενοι ότι για να ασχοληθεί κάποιος με την πολιτική ζωή χρειάζεται να έχει μεγάλα αποθέματα χρημάτων. Άλλωστε, ξόδευε πολλά χρήματα στις θυσίες και στο να φιλοξενεί επισκέπτες. Οι αντίπαλοί του, βέβαια έλεγαν ότι δεν είναι πρέπον να συναγωνίζεται σε δαπάνες άτομα τα οποία ήταν πολύ ανώτερά του σε καταγωγή και περιουσία. Επίσης, τον κατηγορούσαν ότι ξόδευε χρήματα μόνο όταν μπορούσε να φανεί η υπεροχή του, ενώ σε άλλες περιπτώσεις τον κατείχε φειδωλότητα, όπως με το να πουλάει τα φαγώσιμα που του είχαν σταλεί ως δώρα.
Μία από τις ικανότητες του, που τον βοήθησε στην μετέπειτα πολιτική του ανέλιξη, ήταν ότι θυμόταν να απευθύνεται στον κάθε πολίτη με το μικρό του όνομα, που τον έκανε ιδιαιτέρως αρεστό στο λαό. Επομένως, σε σχετικά μικρή ηλικία κατάφερε να αναδειχτεί στην πολιτική ζωή της Αθήνας, γινόμενος ο κύριος εκφραστής του δημοκρατικού κόμματος και να αντιπολιτεύεται τον Αριστείδη, ο οποίος ήταν αρχηγός του ολιγαρχικού -αριστοκρατικού κόμματος. Ένας επιπλέον λόγος της προσωπικής τους αντιπαλότητας ήταν ότι και οι δύο ενδιαφερόντουσαν για τον ίδιο νεανίσκο, τον Στησίλαο. Μετέπειτα ο Θεμιστοκλής κατάφερε να εξοστρακίσει τον Αριστείδη, αλλά τον μετακάλεσε στην Αθήνα, έπειτα από κάποιο καιρό, όπως και όλους τους εξόριστους, από φόβο μην συνεργαστούν με τους πέρσες από πικρία για την αποπομπή τους.
Χάρη στον Θεμιστοκλή, η Αθήνα μετατράπηκε από μία αγροτική πόλη, στην πιο σημαντική ναυτική δύναμη της εποχής τους. Κατά κάποιους αυτή του η πράξη ακύρωσε την αρχαία επιλογή των αθηναίων να επιλέξουν την θεά Αθηνά (ελιά- γεωργία), αντί του Ποσειδώνα (νερό- εμπόριο- ναυσιπλοΐα), ως πολιούχος. Έχοντας, λοιπόν, διορατικότητα έπεισε τους αθηναίους να μεταφέρουν την ναυτική τους βάση από τον Φάληρο στο κλειστό λιμάνι του Πειραιά, καθώς και να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από τα μεταλλεία του Λαυρίου στην ναυπήγηση 100 νέων τριηρών, διπλασιάζοντας τον στόλο τους. Έως τότε, τα κέρδη αυτά τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι αθηναίοι πολίτες. Εξαιτίας αυτών των αλλαγών, νέα επαγγέλματα άρχισαν να αναδεικνύονται, δυναμώνοντας με αυτόν τον τρόπο το κόμμα των δημοκρατικών. Η γεωργία ήταν έως τότε στενά συνδεδεμένη με τους μεγαλογεωκτήμονες , οι οποίοι επί τω πλείστω, ήταν αριστοκράτες. Η εστίαση, λοιπόν, μίας κοινωνίας στην γεωργία προωθεί το ολιγαρχικό σύστημα, ενώ στην ναυτιλία, το δημοκρατικό αντίστοιχα.
Ο Θεμιστοκλής ήθελε να ξεπεράσει σε υπεροχή τον Μιλτιάδη και την νίκη του στον Μαραθώνα. Συχνά έλεγε στους φίλους του, όταν τον έβλεπαν σκεφτικό στα συμπόσια, ότι έμενε ξάγρυπνος από «το τρόπαιο του Μιλτιάδη», ο οποίος είχε θέσει τον πήχυ πολύ ψηλά. Με το στρατιωτικό του δαιμόνιο είχε προβλέψει την μετέπειτα εισβολή του Ξέρξη στην Ελλάδα και για αυτό ακριβώς είχε προνοήσει με την δημιουργία του νέου ναυτικού στόλου. Κατάφερε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στον αγώνα εναντίων των Περσών, σε συνέδριο των ελληνικών πόλεων που συνήλθε στον Ισθμό της Κορίνθου, το φθινόπωρο του 481. Με αυτόν τον τρόπο τους έπεισε να σταματήσουν προσωρινά τους μεταξύ τους πολέμους, ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού την μεγάλη απειλή που πλησίαζε, αρνούμενοι την υποταγή στον Ξέρξη.
Χρησιμοποιώντας, όπου χρειαζόταν, εναλλασσόμενα τον δόλο και τη διπλωματία, κατάφερνε πάντα στο τέλος να περνά τις προσωπικές του επιλογές. Έτσι, αυτός ήταν που ερμήνευσε τον χρησμό των Δελφών, ότι η σωτηρία της πόλης του θα ερχόταν από τα ξύλινα τοίχοι, ως την χρήση πλοίων. Συγχρόνως, διέδωσε στους πολίτες της Αθήνας ότι η ίδια η θεά εγκατέλειψε την πόλη μαζί με τον ιερό της φίδι, γεγονός που υπήρξε το τελειωτικό και καίριο «χτύπημα» στο υποσυνείδητο των αθηναίων , ώστε τελικά (και με μεγάλη συναισθηματική δυσκολία) να αποφασίσουν να εκκενώσουν την πόλη, αφήνοντας πίσω τα ιερά τους και τους τάφους των προγόνων τους! Την τραγικότητα της εκκένωσης μας εξιστορεί αργότερα ο Πλούταρχος, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, το πώς τα κατοικίδια ζώα έτρεχαν δίπλα στα αφεντικά τους, κλαψουρίζοντας, καθώς τα εγκατέλειπαν. Μάλιστα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο σκύλος του Ξάνθιππου, πατέρα του Περικλή, ο οποίος κολύμπησε δίπλα στο πλοίο που μετέφερε το αφεντικό του και ξεψύχησε μόλις έφτασαν στην στεριά.
Όταν οι υπόλοιποι έλληνες δεν δεχόντουσαν να πολεμήσουν τους πέρσες στο στενό της Σαλαμίνος, έστειλε τον δούλο του, τον Σίκιννο*, να «προειδοποιήσει» τον βασιλιά των περσών να βιαστεί να αποκλείσει τους έλληνες εκεί, πολεμώντας τους πριν προλάβουν να φύγουν από την περιοχή. Τελικά, οι ελληνικές τριήρεις, που ήταν πολύ πιο μικρές και ευέλικτες σε σχέση με τα δυσκολοκίνητα περσικά πλοία, μπόρεσαν να ελιχτούν με ευκολία σε εκείνον τον περιορισμένο χώρο και να κατατροπώσουν τους πέρσες. Το κόλπο αυτό που είχε στο μυαλό του ο Θεμιστοκλής, ώστε να μην χάσουν οι έλληνες το προνόμιο που τους παρείχε το στενό της Σαλαμίνος, το ανακοίνωσε μόνο στον Αριστείδη, τον προηγουμένως πολιτικό του αντίπαλο. Αυτό το γεγονός είναι τρανή απόδειξη για το πως οι έλληνες, την καίρια στιγμή, μπορούν πάντα να ξεχάσουν τις αντιπαλότητες τους και να γίνουν μία γροθιά για την σωτηρία της χώρας τους.
Το 478,ενώ ανοικοδομούσαν την κατεστραμμένη και λεηλατημένη πόλη των Αθηνών, προέτρεψε τους συμπολίτες του να οχυρώσουν την Αθήνα και τον Πειραιά με νέα ενιαία οχύρωση, γεγονός που εξόργισε τόσο τους σπαρτιάτες, όσο και τους υπόλοιπους άλλοτε συμμάχους τους.
Ο Θεμιστοκλής είδε τα παιδικά του όνειρα να ολοκληρώνονται όταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του 476, μόλις μπήκε στο γήπεδο όλοι στρέψανε το βλέμμα τους προς τα πάνω του και τον χειροκρότησαν, παύοντας να κοιτάνε για ολόκληρη την ημέρα τους αγωνιζόμενους. Δυστυχώς, όμως, η επιτυχία τον έκανε κάπως δεσποτικό, γεγονός που λειτούργησε εναντίον του και προκάλεσε τον μετέπειτα εξοστρακισμό του, το 472.
Για κάποια χρονική περίοδο διέμεινε στο Άργος. Τότε είναι που τον πλησίασε ο Παυσανίας, ο βασιλιάς της Σπάρτης, ο οποίος βρισκόταν σε συνεννόηση με τον πέρση βασιλιά, θεωρώντας ότι λόγω της δυσμένειας του, θα ήταν φιλικά προσκείμενος σε μία τέτοια συνεργασία. Ο Θεμιστοκλής, βέβαια δήλωσε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με αυτό. Ο Παυσανίας τελικά θανατώθηκε από τους σπαρτιάτες για την προδοσία αυτή («επί μηδισμώ»), το 468. Δυστυχώς, όμως βρέθηκε η αλληλογραφία που είχε ανταλλάξει με τον Θεμιστοκλή, που αν και δεν αποδείκνυε τίποτα εις βάρος του, έκανε τους αθηναίους να τον κάλεσαν να απολογηθεί σε κοινό συνέδριο των ελληνικών πόλεων. Εκείνος αρνήθηκε να παραβρεθεί στη δίκη και έτσι καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, προκαλώντας την αρχή της άγριας καταδίωξής του, τόσο από τους αθηναίους, όσο και από τους σπαρτιάτες.
Ο Θεμιστοκλής ζητά προστασία στην αυλή του Βασιλιά Άδμητου, κρατώντας στήν αγκαλιά του το γιό του βασιλιά |
Από την άλλην στον ύπνο του ο Θεμιστοκλής είδε ένα φίδι να του σφίγγει το στομάχι και να ανεβαίνει προς να πάνω, όπου όταν έφτασε στο κεφάλι του μεταμορφώθηκε σε αετό που τον σκέπασε, προστατεύοντάς τον με τις φτερούγες του και τον μετέφερε σε ασφαλές μέρος. Κάνοντας τον συνειρμό όλων αυτών, αποφάσισε ότι τα σημάδια του έλεγαν ότι θα βρει την σωτηρία του μόνο από τον βασιλιά της Περσίας. Αφού, τόσο ο Ζευς, όσο και ο Πέρσης βασιλιάς αποκαλούντο Μεγάλοι Βασιλιάδες. Επομένως, ήταν συνονόματοι. Καθώς και το χαρακτηριστικό πουλί ενός βασιλιά είναι ο αετός.
ο Θεμιστοκλής με τον βασιλιά Αρταξέρξη |
Όταν τελικά ο Θεμιστοκλής ήρθε σε επαφή με τον βασιλιά, του θύμισε την «εκδούλευσή του» και το γεγονός ότι αφότου έχασε στην μάχη δεν τον κυνήγησε, αλλά τον άφησε ανενόχλητο να γυρίσει στην χώρα του. Ο Αρταξέρξης Α’ του δώρισε πρώτα από όλα τα 200 τάλαντα με τα οποία τον είχε επικηρύξει (αφού από μόνος του επέλεξε να παραδοθεί), μία σταθερή ετήσια επιχορήγηση, καθώς και τη διοίκηση 5 πόλεων (ή κατά άλλους μόνο τριών), ώστε να καλύψει τις «καθημερινές του ανάγκες» για τροφή, ποτό, ρουχισμό κλπ. Οι πόλεις αυτές ήταν οι: Μαγνησία, Λάμψακος, Μυούντα, Περκώτη και Παλαίσκηψη (ή σκέτο Σκήψη). Έγινε, λοιπόν, ο σατράπης της Μαγνησίας και μέσα σε ένα χρόνο έμαθε τα περσικά, ώστε πλέον να συνομιλεί μόνος του με τον βασιλιά.
Ο Αρταξέρξης του έδωσε τις μεγαλύτερες τιμές, συστήνοντας του την βασιλομήτορα, δειπνώντας ταχτικά μαζί του και πηγαίνοντας για κυνήγι, καθώς και επιτρέποντάς του να παρίσταται στα περσικά μυστήρια. Όλα αυτά προκάλεσαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τον φθόνο των περσών αυλικών κι έτσι ο Επιξύης, σατράπης της Άνω Φρυγίας, αποφάσισε να στείλει κάποιους να τον δολοφονήσουν. Όμως, πάλι η σωτηρία του προήρθε από ένα όνειρο, όπου του παρουσιάστηκε η Μητέρα των Θεών και τον προειδοποίησε, ζητώντας ως αντάλλαγμα την κόρη του, Μνησιπτόλεμα, ως ιέρειά της. Ο Θεμιστοκλής ,όντως, σώθηκε και ίδρυσε ναό στην Μαγνησία, με ιέρεια την κόρη του.
Βέβαια, ο Μεγάλος Βασιλιάς δεν του πρόσφερε όλα αυτά μονό και μόνο επειδή θαύμαζε τον Θεμιστοκλή, αλλά και επειδή σκόπευε να τον χρησιμοποιήσει σαν αρχηγό του περσικού στόλου, μόλις επέλεγε να ξαναεπιτεθεί στους έλληνες. Τελικά ο Θεμιστοκλής πέθανε το 461πΧ σε ηλικία 65 ετών, στην Μαγνησία της Μικράς Ασίας, όπου του φτιάχτηκε μεγαλοπρεπής τάφος και τοποθέτησαν τον ανδριάντα του στην αγορά.
Η ταφή από τις στάχτες του Θεμιστοκλή στην αττική γη Giuseppe Bossi (1777-1815) |
Βιβλιογραφία:
1) Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Θεμιστοκλής / Κάμιλλος», εκδ. Ζήτρος- Το Βήμα.
2) Θουκυδίδης, «Ιστορία», Deagostini.
Εγκυκλοπαίδειες:
- Δομή.
- Πάπυρος Larousse Britannica.
- Υδρία Michigan Ήλιος.
______________________________________________________________________
Σημειώσεις:
*Ο Σίκιννος θεωρείται περσικής καταγωγής από πολλούς. Λέγεται ότι αγαπούσε ιδιαίτερα τον Θεμιστοκλή και ήταν παιδαγωγός των παιδιών του. Ο Αισχύλος, αντίθετα, έλεγε ότι ήταν έλληνας από τις Θεσπιές.
** Ο Θουκυδίδης λέει ότι ζούσε ακόμα ο Ξέρξη και για αυτό συναντήθηκε με αυτόν. Ενώ άλλοι ότι την ηγεμονία είχε πάρει ήδη ο γιος του, Αρταξέρξης Α’, μετά τον θάνατο του πατέρα του.