ΟΥΡΑΝΟΣ ΚΑΙ ΓΑΙΑ
Έτσι, σε λίγο ξεχύθηκε από τα βαθιά έγκατα της Γης ο Τιτάνας Ωκεανός. Αυτή καμάρωνε το νέο της γιο καθώς τον έβλεπε να τρέχει πάνω κάτω και να διασχίζει κάμπους και βουνά. Ήταν περήφανη για το υγρό και διάφανο παιδί της. Ο Ουρανός δεν έβλεπε με καλό μάτι τον πρώτο του γιο, γιατί γνώριζε ότι κάποτε θα έχανε την εξουσία από κάποιο παιδί του.
Βλέποντας όμως τη Γη να είναι τόσο χαρούμενη, έκρυβε τη δυσαρέσκειά του. Σε λίγο άρχισαν πάλι τα κοιλοπονητά της Γαίας. Αυτή τη φορά βγήκαν από τα σπλάχνα της οι τεράστιοι Τιτάνες, Κοίος και Κρείος. Χαρούμενη η Γη έτρεξε να δείξει τα νεογέννητα παιδιά τους στον Ουρανό. Αυτός όμως μόλις αντίκρισε τους τεράστιους δίδυμους Τιτάνες τα χρειάστηκε για τα καλά.
Ο φόβος ότι μπορούσαν να του αρπάξουν την εξουσία του Κόσμου από τα χέρια, νίκησε το σεβασμό του για τη Γαία. Έτσι, άρπαξε τα νεογέννητα παιδιά του και μαζί και τον Ωκεανό, που είχε κατακλύσει ολόκληρη τη γη, τα πέταξε μέσα στα Τάρταρα. Τα Τάρταρα ήταν μέρος ζοφερό και άραχνο, παγερό και θεοσκότεινο και βρισκόταν στα Έγκατα της Γης. Εκεί ο Ουρανός έδεσε τα παιδιά του με βαριές και αόρατες αλυσίδες. Μάταια η Γαία έκλαιγε και τον θερμοπαρακαλούσε να βγάλει τους γιους της από τις αιώνιες φυλακές. Ο Ουρανός ήταν ανένδοτος και νευριασμένος είπε στη Γη: - Δε φτάνει που γεννάς το ένα παιδί πίσω από το άλλο, μα τα κάνεις και όλα αρσενικά. Κάνε μου επιτέλους μια κόρη να τη βλέπω και να την καμαρώνω, να μου λέει δυο γλυκά λόγια και να μου κρατάει συντροφιά.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και η Γη του ανήγγειλε ότι πάλι περιμένει παιδί· όμως Τιτανίδα. Θεία, ωραία κόρη και λυγερή· την αντίκρισε και ο Ουρανός και γέλασε το χείλι του. Έτσι μαλάκωσε λίγο η συμπεριφορά του, μα δεν ήθελε ν' ακούσει ούτε κουβέντα για τους γιους του που τους κρατούσε φυλακισμένους στα Τάρταρα. Σε λίγο ήρθαν στον κόσμο οι Τιτανίδες Τηθύς και Μνημοσύνη. Οι κόρες του Ουρανού και της Γης μεγάλωναν και οι σκανταλιές και οι φωνές τους γίνονταν όλο και περισσότερες. Έτρεχαν και κρύβονταν μέσα στα σύννεφα και δεν άφηναν τον Ουρανό να ησυχάσει ούτε λεπτό. Αυτός άρχισε να βρίζει πάλι τη Γαία.
αυτή τη φορά είχε προαίσθηση ότι είναι κορίτσι. Και πράγματι, σε λίγο καιρό γέννησε την
- Είπαμε να κάνεις κορίτσια, όχι όμως και τρία μαζεμένα να με ζαλίζουν όλη μέρα με τις φωνές τους.
΄Αρπαξε λοιπόν τις τρεις κόρες του από τα μαλλιά και τις πέταξε και αυτές στα Τάρταρα για να κάνουν συντροφιά στα τρία αδέρφια τους. Κατά βάθος αυτό που φοβόταν ο Ουρανός ήταν μήπως οι κόρες του ζευγάρωναν και έκαναν αρσενικά παιδιά που θα διεκδικούσαν την εξουσία.
Η Γη βέβαια άρχισε να διαμαρτύρεται, να τραβάει τα μαλλιά της και να εκλιπαρεί τον Ουρανό να αφήσει ελεύθερα τα παιδιά της. Ήταν απαρηγόρητη, γιατί είχε γεννήσει έξι παιδιά και δεν μπορούσε να χαρεί κανένα. Είχε πεθυμήσει τους όμορφους και λεβέντες γιους της αλλά και τις κόρες της που της κρατούσαν συντροφιά και της έλεγαν γλυκιές κουβέντες.
Πριν περάσει πολύς καιρός η Γαία ένιωσε πάλι κάτι να κινείται μέσα στα σπλάχνα της. Απελπισμένη καθώς ήταν από τον Ουρανό δεν του είπε τίποτα. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και φούσκωνε η κοιλιά της, άρχισε κάτι να υποπτεύεται ο Ουρανός. Περίμενε λοιπόν ξάγρυπνος να δει τι πλάσμα θα έβγαινε αυτή τη φορά. Σε λίγο γεννήθηκαν οι Τιτάνες Ιαπετός και Υπερίωνας. Πριν καλά καλά προλάβουν να δούνε το φως της Ημέρας, ο πατέρας τους τους εκσφενδόνισε στα Τάρταρα. Η Γη αμίλητη αυτή τη φορά δεν έβαλε τα κλάματα, γιατί κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτε με φωνές και δάκρυα.
Πέρασε έτσι αρκετός καιρός και ο Ουρανός ήταν ευχαριστημένος που η γυναίκα του δε γεννούσε άλλα παιδιά. Ξαφνικά όμως άρχισε η Γη να τραντάζεται ολόκληρη. Ακούγονταν σφυροκοπήματα και βροντές μέσα από τα σπλάχνα της. Ο Ουρανός δεν μπορούσε για πολύ καιρό να κλείσει μάτι, παρόλο που έβαζε τεράστια σύννεφα στ' αφτιά του για να μην τον ενοχλεί ο θόρυβος. Νευριασμένος είπε στη Γη:
- Ποιος ξέρει τι θα μου βγάλεις πάλι μέσα από τα σπλάχνα σου· μα έννοια σου, ό,τι και αν είναι θα πάει αμέσως μαζί με τ' αδέρφια του στα Τάρταρα.
Σε λίγο ξεπετάχτηκαν τρία γιγάντια πλάσματα μ' ένα τεράστιο ολοστρόγγυλο μάτι πάνω στο μέτωπο, κρατώντας σφυριά στα τριχωτά χέρια τους. Ήταν οι τρεις Κύκλωπες, ο Βρόντης, ο Αστερόπης και ο Άργης, φωνακλάδες, μάλωναν μεταξύ τους και ξεσήκωναν το σύμπαν ολόκληρο με τη φασαρία τους. Μόλις αντίκρισε ο Ουρανός τα νέα του παιδιά, γούρλωσε τα μάτια, άρχισε να ουρλιάζει και να καταριέται τη Γη για τα τέρατα που του γεννούσε. Τους άρπαξε και τους τρεις και τους κλείδωσε μέσα σ' ένα κελί στα σκοτεινά Τάρταρα, βάζοντας διπλές και τριπλές κλειδαριές για να μην ελευθερωθούν. Μετά από λίγο καιρό η Γη έφερε στον κόσμο και τις υπόλοιπες Τιτανίδες, τη σεμνή Θέμιδα, την πανώρια Φοίβη και τη γόνιμη Ρέα ελπίζοντας ότι θα καταλάγιαζε η οργή του Ουρανού και θα τις άφηνε να ζήσουν στο φως της Ημέρας. Του κάκου όμως, ο Ουρανός μόλις τις αντίκρισε, τις άρπαξε και τις έκλεισε όλες μαζί σ' ένα κελί στα Τάρταρα. Οι μικρές Τιτανίδες έκλαιγαν απαρηγόρητες για το κακό που τις βρήκε.
Τελευταίος από τους Τιτάνες γεννήθηκε ο Κρόνος τον οποίο όμως χωρίς δεύτερη κουβέντα ο Ουρανός τον έδεσε με αόρατες αλυσίδες και τον πέταξε στα ζοφερά Τάρταρα.
Αλλά και η τελευταία γέννα της Γης δεν είχε καλύτερη μοίρα. Αυτή τη φορά μάλιστα ο Ουρανός είχε κάποιο δίκιο. Για πολύ καιρό η Γη ένιωθε ένα παράξενο γαργαλητό στα σπλάχνα της, σαν να την άγγιζαν εκατοντάδες χέρια. Και η ίδια δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό το πλάσμα που έκρυβε μέσα της. Όμως δεν έλεγε τίποτα στον άντρα της για να μην του βάλει κακές ιδέες πριν ακόμα γεννηθεί το νέο παιδί της. Σε λίγο καιρό όμως ξεπρόβαλαν τρεις γίγαντες τρομεροί που από τους ώμους τους φύτρωναν εκατό ακατανίκητα χέρια και πενήντα κεφάλια. Ακόμη και η Γη τρόμαξε όταν τους είδε. Αυτοί ήταν οι τρεις Εκατόγχειρες, ο Αιγαίωνας, ο Κόττος και ο Γύγης.
Η Γη είχε πάρει απόφαση ότι ο Ουρανός δε θα την άφηνε να χαρεί κανένα παιδί της. Ήταν τρομερά εξοργισμένη και ήθελε να εκδικηθεί. Δεν ήταν δα και μικρός ο καημός της· κάθε λίγο και λιγάκι να τυραννιέται από τους πόνους της εγκυμοσύνης και στο τέλος να μην έχει ένα παιδί για να της πει έναν καλό λόγο.
Μια νύχτα λοιπόν έριξε ένα μαγικό βότανο στο κρασί του Ουρανού και αυτός έπεσε σε βαθύ ύπνο και άρχισε να ροχαλίζει. Η Γη γλίστρησε κρυφά μέσα στα έγκατά της· εκεί βρήκε λιωμένο σίδερο και ατσάλι και έφτιαξε ένα κοφτερό δρεπάνι. Κατόπιν πήγε στα Τάρταρα όπου ήταν φυλακισμένα τα παιδιά της. Αυτά μόλις την αντίκρισαν άρχισαν τα κλάματα και την παρακαλούσαν να τα βγάλει από τα σκοτεινά κελιά τους. Η Γαία τους έδειξε το ατσαλένιο δρεπάνι και τους είπε το σχέδιό της· θα απελευθέρωνε μόνο αυτόν που θα αποφάσιζε να κόψει τα Ουράνια μέλη του πατέρα τους. Οι Τιτάνες έμειναν άφωνοι· παρόλο που ήθελαν να ελευθερωθούν και μισούσαν το σκληρό πατέρα τους, φοβούνταν να κάνουν μια τέτοια πράξη. Η Γαία θυμωμένη από τη δειλία τους τους είπε ότι διαφορετικά δε θα απελευθερώνονταν από τα Τάρταρα. Ανέβηκε πάλι στην επιφάνεια και έκρυψε το δρεπάνι πίσω από ένα σύννεφο.
Ο Κρόνος, ο νεότερος απ' όλους τους Τιτάνες, άρχισε να στριφογυρίζει στο μυαλό του όσα τους είπε η μητέρα τους. Θύμωνε όλο και περισσότερο με το σκληρόκαρδο πατέρα του και λυπόταν τα αδέρφια του που έκλαιγαν όλη μέρα και όλη νύχτα μέσα στα σκοτεινά και παγωμένα κελιά τους. Όταν λοιπόν η Γαία κατέβηκε μετά από λίγο καιρό στα Τάρταρα για να δει αν πήραν κάποια απόφαση τα παιδιά της, αμέσως ο Κρόνος της ανακοίνωσε ότι θα τιμωρούσε με τα χέρια του το θεϊκό πατέρα του. Χαρούμενη η Γαία έδωσε ένα μαγικό βότανο στον Κρόνο και αμέσως έπεσαν οι αλυσίδες με τις οποίες ήταν δεμένος. Μετά, ανέβηκαν οι δυο τους στην επιφάνεια και ο Κρόνος αντίκρισε τον κόσμο που δεν πρόλαβε να δει μόλις γεννήθηκε.
Η Γη άρπαξε το δρεπάνι που είχε κρύψει από τα σύννεφα, το έδωσε στο γιο της και του είπε να κρυφτεί πίσω από ένα ψηλό βουνό και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να εκτελέσει το σχέδιο εξόντωσης του πατέρα του.
Μόλις έφτασε η Νύχτα, ο Ουρανός γεμάτος από ερωτικό πάθος άπλωσε το τεράστιο σώμα του πάνω στο κορμί της Γης.
Τότε ο Κρόνος βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και με το ατσάλινο δρεπάνι έκοψε τα ουράνια μέλη. Ο Ουρανός βογκώντας από τους πόνους κατάλαβε την απάτη που έγινε σε βάρος του από το γιο του και τη γυναίκα του. Συνειδητοποίησε ότι έχασε την εξουσία και πληγωμένος, έχοντας χάσει τη θεϊκή του δύναμη, απομακρύνθηκε ψηλά στον ουράνιο θόλο όπου έμεινε για πάντα. Πριν φύγει όμως είπε στον Κρόνο ότι και αυτός θα πάθαινε το ίδιο από κάποιο παιδί του.
Ο Κρόνος πέταξε τα ουράνια μέλη μέσα στην ταραγμένη θάλασσα. Αυτή τα κράτησε για πολύ καιρό· μετά λευκός αφρός ξεχύθηκε και από τον αφρό γεννήθηκε πανώρια η Αφροδίτη, η θεά της ομορφιάς. Από τις σταγόνες του αίματος που χύθηκαν από τη θεϊκή πληγή γεννήθηκαν αργότερα οι Ερινύες, οι Γίγαντες και οι Νύμφες.Αμέσως μετά ο Κρόνος απελευθέρωσε όλα τα αδέρφια του από τα Τάρταρα. Οι Κύκλωπες όμως και οι Εκατόγχειρες άρχισαν σε λίγο καιρό να διεκδικούν την εξουσία από τον Κρόνο και να γίνονται επικίνδυνοι και απειλητικοί. Γι' αυτό ο Κρόνος μαζί με τους υπόλοιπους Τιτάνες τους έριξε πάλι στα Τάρταρα και έβαλε ένα φοβερό τέρας, την Κάμπη (Κάμπια), για να τους φυλάει.Έτσι περνάμε στη δεύτερη γενιά των αθανάτων θεών όπου βασιλεύει ο Κρόνος με σύζυγό του τη Ρέα.