Ο υπόκοσμος στην Αρχαία Ελλάδα
Η σκοτεινή πλευρά, στην Αρχαία Ελλάδα
Οι άνθρωποι που έχτιζαν Παρθενώνες πεινούσαν, ζήλευαν, επιθυμούσαν, μισούσαν, αγαπούσαν, φθονούσαν, έκαναν οικογένειες και παιδιά, ερωτεύονταν, ό,τι κάνουμε δηλαδή όλοι μας, σε όποια εποχή και αν ζούμε. Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι σε κάθε οργανωμένη κοινωνία.
Και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία υπήρχε και η σκοτεινή πλευρά, η άλλη όψη του νομίσματος.
Ο υπόκοσμος!
Όταν μιλάμε σήμερα για την αρχαία Ελλάδα, ακόμα και όταν τη φανταζόμαστε, συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε ήπιες εκφράσεις, να τη χρωματίζουμε με απαλούς χρωματισμούς, με πολύ φως, όπως αυτό που αντανακλά στις μαρμάρινες κολόνες και σε τυφλώνει.
Έτσι τη σκέφτομαι την αρχαία Ελλάδα, λουσμένη στο φως. Καθαρή και φωτοβόλα, μια αψεγάδιαστη σύνθεση με ιλλουστρασιόν περιτύλιγμα. Αυτό βέβαια είναι ένας μύθος. Γιατί το φως δημιουργεί και σκιές. Και εκεί πίσω, στα σκιερά μέρη, αναπτύσσεται ένας διαφορετικός κόσμος, λιγότερο λαμπερός και πολύ πιο αληθινός και καθημερινός. Εξάλλου οι άνθρωποι αγαπούν τη σκιά και κάποιοι αγαπούν και το σκοτάδι.
Αυτή η λαμπερή απεικόνιση της αρχαίας Ελλάδας είναι αυτό που φαίνεται, αυτό για το οποίο οι άνθρωποι της εποχής ένιωθαν περήφανοι και αυτό για το οποίο θα ήθελαν να τους θυμούνται. Ο καθημερινός βίος όμως είναι άλλο πράγμα. Έχει απαιτήσεις πολύ πιο πρακτικές και άμεσες. Και αυτές τις ανάγκες δεν βρίσκουν οι άνθρωποι πάντα τους τίμιους τρόπους να τις καλύπτουν. Πίσω λοιπόν από τη βιτρίνα κρύβεται ένας κόσμος που προσπαθούσε να επιβιώσει με κάθε μέσο και τρόπο.
Οι άνθρωποι που έχτιζαν Παρθενώνες πεινούσαν, ζήλευαν, επιθυμούσαν, μισούσαν, αγαπούσαν, φθονούσαν, έκαναν οικογένειες και παιδιά, ερωτεύονταν, ό,τι κάνουμε δηλαδή όλοι μας, σε όποια εποχή και αν ζούμε. Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι σε κάθε οργανωμένη κοινωνία. Και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία υπήρχε και η σκοτεινή πλευρά, η άλλη όψη του νομίσματος. Ο υπόκοσμος! Η άλλη όψη της ελληνικής αρχαιότητας γίνεται γνωστή μέσα από τα κείμενα της λεγόμενης «επίσημης» γραμματείας, αλλά κυρίως μέσα από εκείνα της «ελάσσονος» γραμματείας που δεν αποτελούν συχνά πηγή αναφοράς και τεκμηρίωσης. Αποκαλύπτεται έτσι ένας κόσμος περιθωριακός, όπου συναντάμε πόρνες και μαστροπούς, κλέφτες και δολοφόνους, αλήτες και συμμορίες.
Η Πορνεία: μεταξύ Νομιμότητας και Παρανομίας
Η πορνεία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Η έκφραση το «αρχαιότερο επάγγελμα» του κόσμου λέει πολλά για τη μακροβιότητα της. Εξάλλου σε όλη τη γνωστή αρχαιότητα υπήρχε ο θεσμός της ιερής πορνείας, όπου γυναίκες και άντρες ιερείς ασκούσαν αυτό το λειτούργημα προς τιμήν διαφόρων θεών τους οποίους υπηρετούσαν. Στην Αθήνα όμως η πορνεία έγινε επίσημος θεσμός. Οι Αθηναίοι είχαν επιχειρηματικό πνεύμα. Έτσι ο Σόλων, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας και αυτός που έθεσε τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθιέρωσε την πορνεία, για να προστατεύσει την καθαρότητα της φυλής από τις φυσιολογικές ορμές των νέων, αλλά επέβαλε και τον αντίστοιχο φόρο, το πορνικόν τέλος όπως ονομαζόταν.
Κάθε χρόνο η Βουλή εκμίσθωνε αυτό το φόρο. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για τακτική εισφορά ή αν μεταβαλλόταν ανάλογα με τα εισοδήματα. Γνωρίζουμε όμως πως οι αρχές της τάξης επόπτευαν τη σύγκλιση των τιμών. Αυλητρίδες, τραγουδίστριες, χορεύτριες δεν επιτρεπόταν να παίρνουν αμοιβές μεγαλύτερες των δύο δραχμών. Αν κάποιος εκμισθωτής ανέβαζε την ταρίφα, τιμωρούνταν. Οι επενδύσεις στο χώρο των οίκων ανοχής ήταν προσοδοφόρες. Πολλοί αξιοσέβαστοι Αθηναίοι ήταν ιδιοκτήτες τέτοιων χώρων και είχαν μια ακόμη επιχείρηση στα περιουσιακά τους στοιχεία. Από μια απολογία του Ισαίου μαθαίνουμε ότι ένας Αθηναίος, ο Ευκτήμονας, συμπεριλάμβανε στα εισοδήματα του και τα κέρδη από δύο πορνεία. Το ένα στον Πειραιά και το άλλο στον Κεραμεικό. Το επάγγελμα όμως του μαστροπού-διαχειριστή τέτοιων οίκων, αν και νόμιμο, ήταν στα χέρια πολιτών τελευταίας υποστάθμης.
Παρόλο που τα πορνεία ήταν νόμιμα, πάντα υπήρχαν κίνδυνοι στη λειτουργία τους. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να ανάψουν τα αίματα των ξαναμμένων πελατών. Ο Ηρώνδας, τον 3ο αι. π.Χ. μας περιγράφει μια σκηνή όπου κάποιοι νεαροί σπάνε την πόρτα ενός τέτοιου οίκου, βάζουν φωτιά στο μαγαζί, αρπάζουν ένα από τα κορίτσια και σαπίζουν στο ξύλο τον υπεύθυνο του οίκου.
Σε αυτούς τους οίκους ανοχής σύχναζαν όλες οι ηλικίες, από γεμάτοι ορμές νεαροί μέχρι ηλικιωμένοι που έτρεφαν ακόμα ελπίδες.
Πόρνες ήταν είτε σκλάβες που πωλούσαν το κορμί τους σε ντόπιους και περαστικούς, είτε παιδιά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους φτωχούς γονείς τους. Είτε νέοι που τους άρπαξαν πειρατές και τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Η σεξουαλική εκμετάλλευση και η εκπαίδευση των μελλοντικών πόρνων (κοριτσιών και αγοριών) άρχιζε από νωρίς ώστε να γίνει εγκαίρως η απόσβεση.
Οι διακυμάνσεις στις τιμές ήταν πολύ μεγάλες. Ανώτατη τιμή δέκα χιλιάδες δραχμές την εποχή του Δημοσθένη, κατώτατη ένας οβολός την εποχή του Σόλωνα. Οι κωμικοί ποιητές σύστηναν το φτηνό έρωτα στα πορνεία για την τιμή αλλά και για άλλους λόγους. Εκεί υπήρχαν πολλές δυνατότητες επιλογών. Κανένας κίνδυνος για αρρώστιες και καμιά ανάγκη να κρυφτείς. Η πορνεία δεν περιοριζόταν στους οίκους ανοχής. Υπήρχε και το πεζοδρόμιο. Η πιάτσα οριζόταν κατά μήκος των οχυρωμάτων, όπου συναντούσες αγόρια και κορίτσια τα οποία εκδίδονταν. Βέβαια το να αναζητήσει την ευχαρίστηση κάποιος εκεί έκρυβε κάποιο ρίσκο. Γνωστή είναι η περίπτωση του Σοφοκλή, που έπειτα από μια γρήγορη ερωτική συνεύρεση με ένα αγόρι του δρόμου, βρέθηκε χωρίς χιτώνα, αφού ο περιστασιακός εραστής του τον έκλεψε φεύγοντας.
Εταίρες και Ερωτικά Συμβόλαια
Εκτός από τις περιστασιακές συνευρέσεις σε οίκους ανοχής ή στο πεζοδρόμιο, υπήρχαν και πόρνες πολυτελείας οι γνωστές εταίρες. Αυτές ήταν καλλιεργημένες και πνευματώδεις γυναίκες και η τιμή τους ήταν ακριβή. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να τις χαρεί κάποιος πελάτης αν δεν ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Ο κωμωδιογράφος Αντιφάνης τον 4ο π.Χ. αιώνα παρατηρούσε ότι μια εταίρα ήταν καταστροφή για όποιον τη σπίτωνε και την τάιζε. Το κακό με τις φιλενάδες δεν ήταν τόσο οι τιμές των συναντήσεων, όσο τα έξοδα συντήρησης.
Είναι γνωστός ο μισογυνισμός των αρχαίων Ελλήνων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κακία με την οποία έβαζαν στο στόχαστρο τις εταίρες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Ασπασία, η εταίρα με την οποία ζούσε ο Περικλής, δέχτηκε πολλές προσβολές. Στιγματίστηκε ως έκφυλη, κοινή και σκύλα. Κατηγορήθηκε ότι εκπαίδευε νεαρές πόρνες και σύρθηκε στα δικαστήρια, όπου αθωώθηκε με την επέμβαση του Περικλή.
Ο Απολλόδωρος στο λόγο του Κατά Νεαίρας (340 π.Χ.) φανερώνει τις ακολασίες, τις απάτες, τα κόλπα, τους εκβιασμούς, τις μηνύσεις που στολίζουν το βίο της Νέαιρας, η οποία από νεαρή πόρνη της Κορίνθου εξελίχτηκε επιδέξια μέχρι που έγινε γυναίκα ενός Αθηναίου πολίτη και πάντρεψε την κόρη της με ένα σημαντικό πολιτικό.
Η υπηρεσίες μιας εταίρας ή ενός αγοριού μπορούσαν να εξασφαλιστούν είτε κατ' αποκλειστικότητα είτε με συνιδιοκτησία. Οι ερωτικές συμφωνίες δεν τηρούνταν πάντα. Οι ανταγωνιζόμενοι έλυναν τις διαφορές τους μ' ένα γερό ξύλο ή απευθυνόμενοι στα δικαστήρια. Οι αθηναϊκοί νόμοι θεωρούσαν έγκυρες τις συνομολογήσεις που γίνονταν. Δεν απαιτούσαν ηθικά θεμιτά κριτήρια για την ισχύ μιας συμφωνίας. Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, όσο αισχρές και αν είναι και πρέπει να γίνονται σεβαστές. Ο Πλαύτος μάς παρέδωσε ένα ερωτικό συμβόλαιο, αντιγραμμένο από κάποιο ελληνικό πρότυπο. Σε αυτό καθορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι υποχρεώσεις αμφότερων των πλευρών. Στο λόγο του Λυσία Περί Τραύματος εκ Προνοίας εξετάζεται ένα τέτοιο γεγονός.
Δύο Αθηναίοι, ευκατάστατοι και αδελφικοί φίλοι, εξαγόρασαν μια κοπέλα. Έπειτα από ένα απρόβλεπτο φόρο, που κανείς από τους δύο δεν ήθελε να πληρώσει, κατέληξαν σε ανταλλαγή περιουσιών. Στη συνέχεια μετάνιωσαν για την ανταλλαγή και επέστρεψαν τα κατασχεμένα αγαθά. Όμως αυτός που είχε την κοπέλα την κράτησε και δεν είχε καμιά διάθεση να καταβάλει το ποσό που πλήρωσε ο συναγοραστής. Η κατάληξη αυτής της ιστορίας ήταν ο τύπος που ένιωθε εξαπατημένος να δώσει ένα γερό χέρι ξύλο στον απατεώνα και να ζητήσει τη βοήθεια του Λυσία, για να γλιτώσει τις σκληρές ποινές.
Κλέφτες και Λωποδύτες
Εκτός από την πορνεία όμως, που βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, ο υπόκοσμος στην αρχαία Ελλάδα διανθιζόταν από διάφορους τύπους που έκαναν πλούσια την ποικιλία του. Η αθηναϊκή νομοθεσία περιελάμβανε πέντε κατηγορίες κακοποιών: τους κλέφτες, τους κλέφτες μανδυών (ιματιοκλέπται, λωποδύται < λώπη = ένδυμα + δύω = βουτώ, κλέβω), τους λαφυραγωγούς, τους διαρρήκτες (τοιχοδιφήτορες, τοιχοτύχοι), τους πορτοφολάδες (βαλαντιητόμοι). Για τους Έλληνες η κλοπή και η λεηλασία δεν εμφανίζονται μόνο στον κόσμο των ανθρώπων αλλά και στον κόσμο των θεών. Ο Ερμής ήταν ο προστάτης των κλεφτών. Στην κωμωδία Όρνιθες του Αριστοφάνη συναντάμε την περίπτωση κάποιου που καταληστεύτηκε. Ήταν καλεσμένος στην πόλη σε μια γιορτή, και αργά το βράδυ ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του. Μόλις βγήκε από τα τείχη, κάποιος τού έδωσε μια γερή μαγκουριά και του έκλεψε τον μανδύα (οι μανδύες ήταν ακριβά αντικείμενα).
Στην ίδια κωμωδία ο χορός μιλάει για τα άσχημα νυχτερινά συναπαντήματα σε μια πόλη χωρίς φωτισμό στους δρόμους, όπως η Αθήνα. Υπάρχει κίνδυνος:
«Κάποιος να συναντήσει κανέναν ήρωα Ορέστη,που θα τον αφήσει ολόγυμνο και θα τον κάνει τουλούμι στο ξύλο». Στην περιπέτεια του Σοφοκλή με το μανδύα του αναφερθήκαμε παραπάνω. Η κλοπή μανδύα ήταν ίσως ένα υποχρεωτικό ανδραγάθημα για όλους όσοι ζητούσαν έντονη νυχτερινή διασκέδαση.
Ο πιο απλός τρόπος για να αρπάξει κανείς αυτό το ακριβό ρούχο χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, ήταν να το κλέψει στα δημόσια λουτρά ή στα γυμναστήρια.
Οι διαρρήκτες ήταν μια άλλη κατηγορία κακοποιών. Επρόκειτο για κακοποιούς οι οποίοι ανοίγοντας μια τρύπα στον τοίχο ενός σπιτιού έμπαιναν μέσα και αφαιρούσαν από πολύτιμα αντικείμενα μέχρι έπιπλα και όλον τον οικιακό εξοπλισμό Ο όρος τοιχορύχος με την πάροδο του χρόνου έχασε τη βαρύτητα της, όχι βέβαια επειδή εξαφανίστηκαν οι διαρρήκτες, γνωστοί και ως «η συμμορία των ριφιφί», αλλά επειδή οι τοίχοι των σπιτιών έγιναν πιο στερεοί και ήταν πιο δύσκολο το τρύπημα τους.
Εκτός από τις ληστείες σε βάρος φυσικών προσώπων υπήρχαν και εκείνες σε βάρος χώρων λατρείας. Κι εδώ δεν πρόκειται για απλή ληστεία. Μπαίνει στη μέση και η θρησκεία και κάτι τέτοιο καθιστούσε σοβαρότατο το αδίκημα. Δεν ήταν όμως σπάνιο να βάζει κάποιος χέρι στους θησαυρούς ενός ιερού.
Στις Σφήκες του Αριστοφάνη ο Βλεψίδημος σκέφτεται ότι ο ξαφνικός πλουτισμός του φίλου του Χρεμύλου κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στο ότι καταχράστηκε τα πολύτιμα αφιερώματα κάποιου ιερού. Η υπεξαίρεση, η ιδιοποίηση δημόσιου κτήματος, ζημίωνε την περιουσία της πόλης και κλόνιζε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο έργο της δικαιοσύνης. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο λόγο του Δημοσθένη Κατά Ανδροτίωνος, όπου αναφέρεται ότι το 353 π.Χ. ο θησαυροφύλακας του ταμείου για την κατασκευή πλοίων το έσκασε με τα χρήματα, δυόμισι τάλαντα, αναστέλλοντας έτσι τον εξοπλισμό τριηρών.
Βία και Συμμορίες
Πέρα από τις κάθε είδους κλοπές και υπεξαιρέσεις υπήρχαν και επεισόδια βίας με τραυματισμούς ή και θανάτους. Οι αναμετρήσεις ανάμεσα στις αθηναϊκές φατρίες κάποιες φορές αποδείχτηκαν πολύ σκληρές. Το 462 π.Χ. σκοτώθηκε ο Εφιάλτης, ο αρχηγός των Δημοκρατικών. Το 411 ο Φρύνιχος βγήκε από τη μέση από πληρωμένους φονιάδες, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν και καταδικάστηκαν, όμως ο εντολοδότης δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Τη ίδια χρονιά στη Σάμο μια ομάδα κρούσης με την υποστήριξη του στρατηγού Χαρμινου σκότωσε τον Υπέρβολο.
Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης χάθηκε ξαφνικά προς το τέλος του 5ου αιώνα, αφού είχε επιστρέψει από την εξορία. Κατά την άποψη κάποιων δολοφονήθηκε από τον Ξενοφώντα, άνθρωπο των όπλων και των γραμμάτων, αξιωματούχο του ιππικού επί Τριάντα τυράννων. Ο Δημοσθένης ενοχοποιείται για τη δολοφονία του Νικόδημου του Αφιδναίου, οπαδού του Εύβουλου, που ήταν αρχηγός του ειρηνιστικού κόμματος, εχθρού του Δημοσθένη. Αυτά συνέβαιναν στο δημόσιο βίο. Αλλά και στον ιδιωτικό τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα.
Όπως αναφέραμε παραπάνω γίνονταν πολύ τσακωμοί με κίνητρο τα ερωτικά πάθη. Ο ρήτορας Αισχύνης παραδεχόταν πως όταν ήταν νέος είχε πιαστεί στα χέρια με αντίζηλους για να κερδίσει την εύνοια κάποιου νεαρού. Ο Αλκιβιάδης, οργισμένος επειδή κάποιος τόλμησε να αναμετρηθεί μαζί του στην προετοιμασία ενός χορού αγοριών, πέταξε έξω από τους αγώνες τον άτυχο ανταγωνιστή του, δέρνοντας τον.
Σε ένα λόγο του Λυσία, Κατά Τισίδου, εξιστορείται μια διόλου ευχάριστη ιστορία. Σε ένα γυμναστήριο ξέσπασε ένας καυγάς ανάμεσα στον Άρχιππο και τον Τισίδη. Ο Πυθέας, εραστής του Τισίδη, τον συμβουλεύει να προβεί σε μια ψεύτικη συμφιλίωση και την κατάλληλη στιγμή να δώσει ένα καλό μάθημα στον Άρχιππο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής των Διόσκουρων, ο Άρχιππος περνάει μπροστά από το σπίτι του Τισίδη, όπου τον καλούν μέσα για οινοποσία και δείπνο. Ανυποψίαστος δέχεται την πρόσκληση. Όταν όμως φτάνει στο σπίτι, η οικογένεια του Τισίδη έπιασε τον ʼρχιππο, τον έδεσε σε μια κολόνα, τον μαστίγωσαν και την επόμενη μέρα τον παρέδωσαν στους συγγενείς του σε άθλια κατάσταση.
Σε μια ομιλία του Ισαίου Περί Κίρωνος, αναφέρεται η περίπτωση του Διοκλή, ο οποίος ιδιοποιήθηκε αυθαίρετα μια κληρονομιά, πρόσταξε ένα δούλο να σκοτώσει το νόμιμο διεκδικητή, ο οποίος διεκδικούσε τα δικαιώματα του, απομάκρυνε το δολοφόνο από την πόλη και έριξε την ευθύνη του εγκλήματος στη σύζυγο του δολοφονημένου. Στον Ισοκράτη, Προς Καλλίμαχον Παραγραφή, συναντάμε μια διαφωνία με σχεδόν ευτράπελα παρελκυόμενα. Οι διάδικοι είναι ο Κρατίνος από τη μια πλευρά και ο Καλλίμαχος με τον κουνιάδο του από την άλλη. Για να τακτόποιήσουν κάποιους λογαριασμούς, ο Καλλίμαχος και ο κουνιάδος του κρύβουν μια δούλη και κατηγορούν τον Κρατίνο πως της έσπασε το κεφάλι και τον καταγγέλλουν για φόνο, αφού η άμοιρη γυναίκα πέθανε εξαιτίας των τραυμάτων.
Αν και ο Κρατίνος ενημερώνεται για την πλεκτάνη, δεν κάνει τίποτα. Αλλά τη μέρα της δίκης, όταν οι αντίδικοι του ορκίζονται στο δικαστήριο ότι η δούλη είναι νεκρή, αυτός την παρουσιάζει στο δικαστήριο και ο Καλλίμαχος με τον κουνιάδο του βρίσκονται εκτεθειμένοι.
Στην Αθήνα υπήρχαν οργανωμένες ομάδες, συμμορίες αλητών που στόχο τους είχαν την παρενόχληση θεσμών και πολιτών. Τέτοιες ομάδες κακοποιών, έτοιμες για κάθε παράβαση, ήταν τα Στητά Πέη (Ιθύφαλλοι), οι Ψειριάρηδες, οι Τριβαλλοί. Οι δύο πρώτες ομάδες προκαλούσαν καυγάδες χωρίς να το πολυσκέφτονται για τον έρωτα κάποιας πόρνης. Οι Τριβαλλοί στιγματίζονταν και με ανοσιουργήματα, γιατί έκλεβαν τα φαγητά των φτωχών από τα τρίστρατα της Εκάτης και τα αμελέτητα των χοίρων που προορίζονταν για τις θυσίες πριν από τη συνέλευση.
Από την Αθήνα δεν έλειπαν τα στέκια και οι κακόφημες γειτονιές. Το μεγάλο καταφύγιο των κακοποιών ήταν τα Μέγαρα. Εκεί κατέφευγαν και τα πολιτικά επικίνδυνα άτομα, αλλά και όσοι είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη. Η πόλη όμως είχε και τα λημέρια των εγκληματιών της στις περιφερειακές συνοικίες, όπως ο Κεραμεικός ή η περιοχή του λιμανιού.
Απάτες και Αστυνομία
Οι αρχαίοι Έλληνες όμως εμφανίζονται και μάστορες στις απάτες και στις κομπίνες. Γνωστοί πλούσιοι εμφανίζονται ξαφνικά ακτήμονες, καπετάνιοι χάνουν ξαφνικά το πλοίο που είχαν βάλει ως ενέχυρο για να πάρουν δάνειο. Τραπεζίτες δεν αναγνωρίζουν πλέον σημαντικές καταθέσεις που τους είχαν εμπιστευθεί, λιανοπωλητές αντί να αγοράζουν το σιτάρι από τους χονδρεμπόρους σε συγκεκριμένες ποσότητες, όπως όριζε ο νόμος, γίνονταν μαυραγορίτες, αγοράζοντας χωρίς όρια.
Εκλογές παρατείνονται μέχρι το βράδυ για να μπορούν οι οπαδοί των υποψήφιων να ρίχνουν δυο και τρεις ψήφους ο καθένας. άλλος διεκδικεί με πανουργία το αμφισβητούμενο δικαίωμα στη σύνταξη, άλλος έχει δύο ταυτότητες. Είναι άπειρες οι περιπτώσεις που μπορούμε να αναφέρουμε. Οι αρχές ήταν πάντα έτοιμες να επέμβουν, οπουδήποτε συνέβαιναν ταραχές και εξεγέρσεις με τους Σκύθες τοξότες, ένα είδος ελεύθερων σκοπευτών. Ένα είδος δημοτικής αστυνομίας ήταν οι Αγορονόμοι. Μεριμνούσαν για την αποτροπή των οικονομικών εγκλημάτων, τον καθορισμό φόρων σε εμπορεύματα και εταίρες, καθώς και για τη διενέργεια ελέγχων ποιότητας στα αγαθά. Ήταν αρμόδιοι για τους δρόμους, για τη συντήρηση των σπιτιών και έλεγχαν τη σεμνότητα των ενδυμάτων. Οι αποκαλούμενοι Ένδεκα έπρεπε να συλλαμβάνουν και να φρουρούν στη φυλακή τους ενόχους σοβαρών εγκλημάτων και σε περίπτωση που καταδικάζονταν σε θάνατο να τους εκτελούν.
Η αρχαιότητα λοιπόν δεν ήταν ένας παράδεισος. Και εκεί υπήρχαν άνθρωπο κάθε είδους. Αν εστιάσει κανείς σε αυτά βγάζει το συμπέρασμα πως η αρχαία Ελλάδα ήταν ένας τόπος όπου ανθούσε κάθε είδους παρανομία. Δεν είναι όμως έτσι. Όπως κάθε κοινωνία έτσι και η αρχαιότητα είχε τη σκοτεινή της πλευρά. Η οποία δεν διαφέρει και τόσο από τη σημερινή και από τις κοινωνίες κάθε εποχής.
Βιβλιογραφία
1. Umberto Albini, Η Κρυφή Ζωή της Αρχαίας Αθήνας, Ελάτη
2. Κάθριν Σαλ, Η ʼλλη Όψη της Αρχαιότητας, ο Υπόκοσμος, Παπαδήμας
Πηγή: Ελίνα Παπαγεωργίου, Περιοδικό Απαγορευμένη Ιστορία, τεύχος 10, σσ.18-23
Οι άνθρωποι που έχτιζαν Παρθενώνες πεινούσαν, ζήλευαν, επιθυμούσαν, μισούσαν, αγαπούσαν, φθονούσαν, έκαναν οικογένειες και παιδιά, ερωτεύονταν, ό,τι κάνουμε δηλαδή όλοι μας, σε όποια εποχή και αν ζούμε. Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι σε κάθε οργανωμένη κοινωνία.
Και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία υπήρχε και η σκοτεινή πλευρά, η άλλη όψη του νομίσματος.
Ο υπόκοσμος!
Όταν μιλάμε σήμερα για την αρχαία Ελλάδα, ακόμα και όταν τη φανταζόμαστε, συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε ήπιες εκφράσεις, να τη χρωματίζουμε με απαλούς χρωματισμούς, με πολύ φως, όπως αυτό που αντανακλά στις μαρμάρινες κολόνες και σε τυφλώνει.
Έτσι τη σκέφτομαι την αρχαία Ελλάδα, λουσμένη στο φως. Καθαρή και φωτοβόλα, μια αψεγάδιαστη σύνθεση με ιλλουστρασιόν περιτύλιγμα. Αυτό βέβαια είναι ένας μύθος. Γιατί το φως δημιουργεί και σκιές. Και εκεί πίσω, στα σκιερά μέρη, αναπτύσσεται ένας διαφορετικός κόσμος, λιγότερο λαμπερός και πολύ πιο αληθινός και καθημερινός. Εξάλλου οι άνθρωποι αγαπούν τη σκιά και κάποιοι αγαπούν και το σκοτάδι.
Αυτή η λαμπερή απεικόνιση της αρχαίας Ελλάδας είναι αυτό που φαίνεται, αυτό για το οποίο οι άνθρωποι της εποχής ένιωθαν περήφανοι και αυτό για το οποίο θα ήθελαν να τους θυμούνται. Ο καθημερινός βίος όμως είναι άλλο πράγμα. Έχει απαιτήσεις πολύ πιο πρακτικές και άμεσες. Και αυτές τις ανάγκες δεν βρίσκουν οι άνθρωποι πάντα τους τίμιους τρόπους να τις καλύπτουν. Πίσω λοιπόν από τη βιτρίνα κρύβεται ένας κόσμος που προσπαθούσε να επιβιώσει με κάθε μέσο και τρόπο.
Οι άνθρωποι που έχτιζαν Παρθενώνες πεινούσαν, ζήλευαν, επιθυμούσαν, μισούσαν, αγαπούσαν, φθονούσαν, έκαναν οικογένειες και παιδιά, ερωτεύονταν, ό,τι κάνουμε δηλαδή όλοι μας, σε όποια εποχή και αν ζούμε. Ό,τι κάνουν οι άνθρωποι σε κάθε οργανωμένη κοινωνία. Και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία υπήρχε και η σκοτεινή πλευρά, η άλλη όψη του νομίσματος. Ο υπόκοσμος! Η άλλη όψη της ελληνικής αρχαιότητας γίνεται γνωστή μέσα από τα κείμενα της λεγόμενης «επίσημης» γραμματείας, αλλά κυρίως μέσα από εκείνα της «ελάσσονος» γραμματείας που δεν αποτελούν συχνά πηγή αναφοράς και τεκμηρίωσης. Αποκαλύπτεται έτσι ένας κόσμος περιθωριακός, όπου συναντάμε πόρνες και μαστροπούς, κλέφτες και δολοφόνους, αλήτες και συμμορίες.
Η Πορνεία: μεταξύ Νομιμότητας και Παρανομίας
Η πορνεία υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Η έκφραση το «αρχαιότερο επάγγελμα» του κόσμου λέει πολλά για τη μακροβιότητα της. Εξάλλου σε όλη τη γνωστή αρχαιότητα υπήρχε ο θεσμός της ιερής πορνείας, όπου γυναίκες και άντρες ιερείς ασκούσαν αυτό το λειτούργημα προς τιμήν διαφόρων θεών τους οποίους υπηρετούσαν. Στην Αθήνα όμως η πορνεία έγινε επίσημος θεσμός. Οι Αθηναίοι είχαν επιχειρηματικό πνεύμα. Έτσι ο Σόλων, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας και αυτός που έθεσε τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθιέρωσε την πορνεία, για να προστατεύσει την καθαρότητα της φυλής από τις φυσιολογικές ορμές των νέων, αλλά επέβαλε και τον αντίστοιχο φόρο, το πορνικόν τέλος όπως ονομαζόταν.
Κάθε χρόνο η Βουλή εκμίσθωνε αυτό το φόρο. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για τακτική εισφορά ή αν μεταβαλλόταν ανάλογα με τα εισοδήματα. Γνωρίζουμε όμως πως οι αρχές της τάξης επόπτευαν τη σύγκλιση των τιμών. Αυλητρίδες, τραγουδίστριες, χορεύτριες δεν επιτρεπόταν να παίρνουν αμοιβές μεγαλύτερες των δύο δραχμών. Αν κάποιος εκμισθωτής ανέβαζε την ταρίφα, τιμωρούνταν. Οι επενδύσεις στο χώρο των οίκων ανοχής ήταν προσοδοφόρες. Πολλοί αξιοσέβαστοι Αθηναίοι ήταν ιδιοκτήτες τέτοιων χώρων και είχαν μια ακόμη επιχείρηση στα περιουσιακά τους στοιχεία. Από μια απολογία του Ισαίου μαθαίνουμε ότι ένας Αθηναίος, ο Ευκτήμονας, συμπεριλάμβανε στα εισοδήματα του και τα κέρδη από δύο πορνεία. Το ένα στον Πειραιά και το άλλο στον Κεραμεικό. Το επάγγελμα όμως του μαστροπού-διαχειριστή τέτοιων οίκων, αν και νόμιμο, ήταν στα χέρια πολιτών τελευταίας υποστάθμης.
Παρόλο που τα πορνεία ήταν νόμιμα, πάντα υπήρχαν κίνδυνοι στη λειτουργία τους. Δεν χρειαζόταν και πολύ για να ανάψουν τα αίματα των ξαναμμένων πελατών. Ο Ηρώνδας, τον 3ο αι. π.Χ. μας περιγράφει μια σκηνή όπου κάποιοι νεαροί σπάνε την πόρτα ενός τέτοιου οίκου, βάζουν φωτιά στο μαγαζί, αρπάζουν ένα από τα κορίτσια και σαπίζουν στο ξύλο τον υπεύθυνο του οίκου.
Σε αυτούς τους οίκους ανοχής σύχναζαν όλες οι ηλικίες, από γεμάτοι ορμές νεαροί μέχρι ηλικιωμένοι που έτρεφαν ακόμα ελπίδες.
Πόρνες ήταν είτε σκλάβες που πωλούσαν το κορμί τους σε ντόπιους και περαστικούς, είτε παιδιά που είχαν εγκαταλειφθεί από τους φτωχούς γονείς τους. Είτε νέοι που τους άρπαξαν πειρατές και τους πούλησαν στα σκλαβοπάζαρα. Η σεξουαλική εκμετάλλευση και η εκπαίδευση των μελλοντικών πόρνων (κοριτσιών και αγοριών) άρχιζε από νωρίς ώστε να γίνει εγκαίρως η απόσβεση.
Οι διακυμάνσεις στις τιμές ήταν πολύ μεγάλες. Ανώτατη τιμή δέκα χιλιάδες δραχμές την εποχή του Δημοσθένη, κατώτατη ένας οβολός την εποχή του Σόλωνα. Οι κωμικοί ποιητές σύστηναν το φτηνό έρωτα στα πορνεία για την τιμή αλλά και για άλλους λόγους. Εκεί υπήρχαν πολλές δυνατότητες επιλογών. Κανένας κίνδυνος για αρρώστιες και καμιά ανάγκη να κρυφτείς. Η πορνεία δεν περιοριζόταν στους οίκους ανοχής. Υπήρχε και το πεζοδρόμιο. Η πιάτσα οριζόταν κατά μήκος των οχυρωμάτων, όπου συναντούσες αγόρια και κορίτσια τα οποία εκδίδονταν. Βέβαια το να αναζητήσει την ευχαρίστηση κάποιος εκεί έκρυβε κάποιο ρίσκο. Γνωστή είναι η περίπτωση του Σοφοκλή, που έπειτα από μια γρήγορη ερωτική συνεύρεση με ένα αγόρι του δρόμου, βρέθηκε χωρίς χιτώνα, αφού ο περιστασιακός εραστής του τον έκλεψε φεύγοντας.
Εταίρες και Ερωτικά Συμβόλαια
Εκτός από τις περιστασιακές συνευρέσεις σε οίκους ανοχής ή στο πεζοδρόμιο, υπήρχαν και πόρνες πολυτελείας οι γνωστές εταίρες. Αυτές ήταν καλλιεργημένες και πνευματώδεις γυναίκες και η τιμή τους ήταν ακριβή. Κατά συνέπεια δεν μπορούσε να τις χαρεί κάποιος πελάτης αν δεν ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Ο κωμωδιογράφος Αντιφάνης τον 4ο π.Χ. αιώνα παρατηρούσε ότι μια εταίρα ήταν καταστροφή για όποιον τη σπίτωνε και την τάιζε. Το κακό με τις φιλενάδες δεν ήταν τόσο οι τιμές των συναντήσεων, όσο τα έξοδα συντήρησης.
Είναι γνωστός ο μισογυνισμός των αρχαίων Ελλήνων. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η κακία με την οποία έβαζαν στο στόχαστρο τις εταίρες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Ασπασία, η εταίρα με την οποία ζούσε ο Περικλής, δέχτηκε πολλές προσβολές. Στιγματίστηκε ως έκφυλη, κοινή και σκύλα. Κατηγορήθηκε ότι εκπαίδευε νεαρές πόρνες και σύρθηκε στα δικαστήρια, όπου αθωώθηκε με την επέμβαση του Περικλή.
Ο Απολλόδωρος στο λόγο του Κατά Νεαίρας (340 π.Χ.) φανερώνει τις ακολασίες, τις απάτες, τα κόλπα, τους εκβιασμούς, τις μηνύσεις που στολίζουν το βίο της Νέαιρας, η οποία από νεαρή πόρνη της Κορίνθου εξελίχτηκε επιδέξια μέχρι που έγινε γυναίκα ενός Αθηναίου πολίτη και πάντρεψε την κόρη της με ένα σημαντικό πολιτικό.
Η υπηρεσίες μιας εταίρας ή ενός αγοριού μπορούσαν να εξασφαλιστούν είτε κατ' αποκλειστικότητα είτε με συνιδιοκτησία. Οι ερωτικές συμφωνίες δεν τηρούνταν πάντα. Οι ανταγωνιζόμενοι έλυναν τις διαφορές τους μ' ένα γερό ξύλο ή απευθυνόμενοι στα δικαστήρια. Οι αθηναϊκοί νόμοι θεωρούσαν έγκυρες τις συνομολογήσεις που γίνονταν. Δεν απαιτούσαν ηθικά θεμιτά κριτήρια για την ισχύ μιας συμφωνίας. Οι συμφωνίες είναι συμφωνίες, όσο αισχρές και αν είναι και πρέπει να γίνονται σεβαστές. Ο Πλαύτος μάς παρέδωσε ένα ερωτικό συμβόλαιο, αντιγραμμένο από κάποιο ελληνικό πρότυπο. Σε αυτό καθορίζονται με κάθε λεπτομέρεια οι υποχρεώσεις αμφότερων των πλευρών. Στο λόγο του Λυσία Περί Τραύματος εκ Προνοίας εξετάζεται ένα τέτοιο γεγονός.
Δύο Αθηναίοι, ευκατάστατοι και αδελφικοί φίλοι, εξαγόρασαν μια κοπέλα. Έπειτα από ένα απρόβλεπτο φόρο, που κανείς από τους δύο δεν ήθελε να πληρώσει, κατέληξαν σε ανταλλαγή περιουσιών. Στη συνέχεια μετάνιωσαν για την ανταλλαγή και επέστρεψαν τα κατασχεμένα αγαθά. Όμως αυτός που είχε την κοπέλα την κράτησε και δεν είχε καμιά διάθεση να καταβάλει το ποσό που πλήρωσε ο συναγοραστής. Η κατάληξη αυτής της ιστορίας ήταν ο τύπος που ένιωθε εξαπατημένος να δώσει ένα γερό χέρι ξύλο στον απατεώνα και να ζητήσει τη βοήθεια του Λυσία, για να γλιτώσει τις σκληρές ποινές.
Κλέφτες και Λωποδύτες
Εκτός από την πορνεία όμως, που βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, ο υπόκοσμος στην αρχαία Ελλάδα διανθιζόταν από διάφορους τύπους που έκαναν πλούσια την ποικιλία του. Η αθηναϊκή νομοθεσία περιελάμβανε πέντε κατηγορίες κακοποιών: τους κλέφτες, τους κλέφτες μανδυών (ιματιοκλέπται, λωποδύται < λώπη = ένδυμα + δύω = βουτώ, κλέβω), τους λαφυραγωγούς, τους διαρρήκτες (τοιχοδιφήτορες, τοιχοτύχοι), τους πορτοφολάδες (βαλαντιητόμοι). Για τους Έλληνες η κλοπή και η λεηλασία δεν εμφανίζονται μόνο στον κόσμο των ανθρώπων αλλά και στον κόσμο των θεών. Ο Ερμής ήταν ο προστάτης των κλεφτών. Στην κωμωδία Όρνιθες του Αριστοφάνη συναντάμε την περίπτωση κάποιου που καταληστεύτηκε. Ήταν καλεσμένος στην πόλη σε μια γιορτή, και αργά το βράδυ ξεκίνησε να επιστρέψει στο σπίτι του. Μόλις βγήκε από τα τείχη, κάποιος τού έδωσε μια γερή μαγκουριά και του έκλεψε τον μανδύα (οι μανδύες ήταν ακριβά αντικείμενα).
Στην ίδια κωμωδία ο χορός μιλάει για τα άσχημα νυχτερινά συναπαντήματα σε μια πόλη χωρίς φωτισμό στους δρόμους, όπως η Αθήνα. Υπάρχει κίνδυνος:
«Κάποιος να συναντήσει κανέναν ήρωα Ορέστη,που θα τον αφήσει ολόγυμνο και θα τον κάνει τουλούμι στο ξύλο». Στην περιπέτεια του Σοφοκλή με το μανδύα του αναφερθήκαμε παραπάνω. Η κλοπή μανδύα ήταν ίσως ένα υποχρεωτικό ανδραγάθημα για όλους όσοι ζητούσαν έντονη νυχτερινή διασκέδαση.
Ο πιο απλός τρόπος για να αρπάξει κανείς αυτό το ακριβό ρούχο χωρίς να χρησιμοποιήσει βία, ήταν να το κλέψει στα δημόσια λουτρά ή στα γυμναστήρια.
Οι διαρρήκτες ήταν μια άλλη κατηγορία κακοποιών. Επρόκειτο για κακοποιούς οι οποίοι ανοίγοντας μια τρύπα στον τοίχο ενός σπιτιού έμπαιναν μέσα και αφαιρούσαν από πολύτιμα αντικείμενα μέχρι έπιπλα και όλον τον οικιακό εξοπλισμό Ο όρος τοιχορύχος με την πάροδο του χρόνου έχασε τη βαρύτητα της, όχι βέβαια επειδή εξαφανίστηκαν οι διαρρήκτες, γνωστοί και ως «η συμμορία των ριφιφί», αλλά επειδή οι τοίχοι των σπιτιών έγιναν πιο στερεοί και ήταν πιο δύσκολο το τρύπημα τους.
Εκτός από τις ληστείες σε βάρος φυσικών προσώπων υπήρχαν και εκείνες σε βάρος χώρων λατρείας. Κι εδώ δεν πρόκειται για απλή ληστεία. Μπαίνει στη μέση και η θρησκεία και κάτι τέτοιο καθιστούσε σοβαρότατο το αδίκημα. Δεν ήταν όμως σπάνιο να βάζει κάποιος χέρι στους θησαυρούς ενός ιερού.
Στις Σφήκες του Αριστοφάνη ο Βλεψίδημος σκέφτεται ότι ο ξαφνικός πλουτισμός του φίλου του Χρεμύλου κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στο ότι καταχράστηκε τα πολύτιμα αφιερώματα κάποιου ιερού. Η υπεξαίρεση, η ιδιοποίηση δημόσιου κτήματος, ζημίωνε την περιουσία της πόλης και κλόνιζε την εμπιστοσύνη των πολιτών στο έργο της δικαιοσύνης. Ένα τέτοιο παράδειγμα έχουμε στο λόγο του Δημοσθένη Κατά Ανδροτίωνος, όπου αναφέρεται ότι το 353 π.Χ. ο θησαυροφύλακας του ταμείου για την κατασκευή πλοίων το έσκασε με τα χρήματα, δυόμισι τάλαντα, αναστέλλοντας έτσι τον εξοπλισμό τριηρών.
Βία και Συμμορίες
Πέρα από τις κάθε είδους κλοπές και υπεξαιρέσεις υπήρχαν και επεισόδια βίας με τραυματισμούς ή και θανάτους. Οι αναμετρήσεις ανάμεσα στις αθηναϊκές φατρίες κάποιες φορές αποδείχτηκαν πολύ σκληρές. Το 462 π.Χ. σκοτώθηκε ο Εφιάλτης, ο αρχηγός των Δημοκρατικών. Το 411 ο Φρύνιχος βγήκε από τη μέση από πληρωμένους φονιάδες, οι οποίοι αναγνωρίστηκαν και καταδικάστηκαν, όμως ο εντολοδότης δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. Τη ίδια χρονιά στη Σάμο μια ομάδα κρούσης με την υποστήριξη του στρατηγού Χαρμινου σκότωσε τον Υπέρβολο.
Ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης χάθηκε ξαφνικά προς το τέλος του 5ου αιώνα, αφού είχε επιστρέψει από την εξορία. Κατά την άποψη κάποιων δολοφονήθηκε από τον Ξενοφώντα, άνθρωπο των όπλων και των γραμμάτων, αξιωματούχο του ιππικού επί Τριάντα τυράννων. Ο Δημοσθένης ενοχοποιείται για τη δολοφονία του Νικόδημου του Αφιδναίου, οπαδού του Εύβουλου, που ήταν αρχηγός του ειρηνιστικού κόμματος, εχθρού του Δημοσθένη. Αυτά συνέβαιναν στο δημόσιο βίο. Αλλά και στον ιδιωτικό τα πράγματα δεν ήταν πολύ καλύτερα.
Όπως αναφέραμε παραπάνω γίνονταν πολύ τσακωμοί με κίνητρο τα ερωτικά πάθη. Ο ρήτορας Αισχύνης παραδεχόταν πως όταν ήταν νέος είχε πιαστεί στα χέρια με αντίζηλους για να κερδίσει την εύνοια κάποιου νεαρού. Ο Αλκιβιάδης, οργισμένος επειδή κάποιος τόλμησε να αναμετρηθεί μαζί του στην προετοιμασία ενός χορού αγοριών, πέταξε έξω από τους αγώνες τον άτυχο ανταγωνιστή του, δέρνοντας τον.
Σε ένα λόγο του Λυσία, Κατά Τισίδου, εξιστορείται μια διόλου ευχάριστη ιστορία. Σε ένα γυμναστήριο ξέσπασε ένας καυγάς ανάμεσα στον Άρχιππο και τον Τισίδη. Ο Πυθέας, εραστής του Τισίδη, τον συμβουλεύει να προβεί σε μια ψεύτικη συμφιλίωση και την κατάλληλη στιγμή να δώσει ένα καλό μάθημα στον Άρχιππο. Κατά τη διάρκεια της γιορτής των Διόσκουρων, ο Άρχιππος περνάει μπροστά από το σπίτι του Τισίδη, όπου τον καλούν μέσα για οινοποσία και δείπνο. Ανυποψίαστος δέχεται την πρόσκληση. Όταν όμως φτάνει στο σπίτι, η οικογένεια του Τισίδη έπιασε τον ʼρχιππο, τον έδεσε σε μια κολόνα, τον μαστίγωσαν και την επόμενη μέρα τον παρέδωσαν στους συγγενείς του σε άθλια κατάσταση.
Σε μια ομιλία του Ισαίου Περί Κίρωνος, αναφέρεται η περίπτωση του Διοκλή, ο οποίος ιδιοποιήθηκε αυθαίρετα μια κληρονομιά, πρόσταξε ένα δούλο να σκοτώσει το νόμιμο διεκδικητή, ο οποίος διεκδικούσε τα δικαιώματα του, απομάκρυνε το δολοφόνο από την πόλη και έριξε την ευθύνη του εγκλήματος στη σύζυγο του δολοφονημένου. Στον Ισοκράτη, Προς Καλλίμαχον Παραγραφή, συναντάμε μια διαφωνία με σχεδόν ευτράπελα παρελκυόμενα. Οι διάδικοι είναι ο Κρατίνος από τη μια πλευρά και ο Καλλίμαχος με τον κουνιάδο του από την άλλη. Για να τακτόποιήσουν κάποιους λογαριασμούς, ο Καλλίμαχος και ο κουνιάδος του κρύβουν μια δούλη και κατηγορούν τον Κρατίνο πως της έσπασε το κεφάλι και τον καταγγέλλουν για φόνο, αφού η άμοιρη γυναίκα πέθανε εξαιτίας των τραυμάτων.
Αν και ο Κρατίνος ενημερώνεται για την πλεκτάνη, δεν κάνει τίποτα. Αλλά τη μέρα της δίκης, όταν οι αντίδικοι του ορκίζονται στο δικαστήριο ότι η δούλη είναι νεκρή, αυτός την παρουσιάζει στο δικαστήριο και ο Καλλίμαχος με τον κουνιάδο του βρίσκονται εκτεθειμένοι.
Στην Αθήνα υπήρχαν οργανωμένες ομάδες, συμμορίες αλητών που στόχο τους είχαν την παρενόχληση θεσμών και πολιτών. Τέτοιες ομάδες κακοποιών, έτοιμες για κάθε παράβαση, ήταν τα Στητά Πέη (Ιθύφαλλοι), οι Ψειριάρηδες, οι Τριβαλλοί. Οι δύο πρώτες ομάδες προκαλούσαν καυγάδες χωρίς να το πολυσκέφτονται για τον έρωτα κάποιας πόρνης. Οι Τριβαλλοί στιγματίζονταν και με ανοσιουργήματα, γιατί έκλεβαν τα φαγητά των φτωχών από τα τρίστρατα της Εκάτης και τα αμελέτητα των χοίρων που προορίζονταν για τις θυσίες πριν από τη συνέλευση.
Από την Αθήνα δεν έλειπαν τα στέκια και οι κακόφημες γειτονιές. Το μεγάλο καταφύγιο των κακοποιών ήταν τα Μέγαρα. Εκεί κατέφευγαν και τα πολιτικά επικίνδυνα άτομα, αλλά και όσοι είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς με τη δικαιοσύνη. Η πόλη όμως είχε και τα λημέρια των εγκληματιών της στις περιφερειακές συνοικίες, όπως ο Κεραμεικός ή η περιοχή του λιμανιού.
Απάτες και Αστυνομία
Οι αρχαίοι Έλληνες όμως εμφανίζονται και μάστορες στις απάτες και στις κομπίνες. Γνωστοί πλούσιοι εμφανίζονται ξαφνικά ακτήμονες, καπετάνιοι χάνουν ξαφνικά το πλοίο που είχαν βάλει ως ενέχυρο για να πάρουν δάνειο. Τραπεζίτες δεν αναγνωρίζουν πλέον σημαντικές καταθέσεις που τους είχαν εμπιστευθεί, λιανοπωλητές αντί να αγοράζουν το σιτάρι από τους χονδρεμπόρους σε συγκεκριμένες ποσότητες, όπως όριζε ο νόμος, γίνονταν μαυραγορίτες, αγοράζοντας χωρίς όρια.
Εκλογές παρατείνονται μέχρι το βράδυ για να μπορούν οι οπαδοί των υποψήφιων να ρίχνουν δυο και τρεις ψήφους ο καθένας. άλλος διεκδικεί με πανουργία το αμφισβητούμενο δικαίωμα στη σύνταξη, άλλος έχει δύο ταυτότητες. Είναι άπειρες οι περιπτώσεις που μπορούμε να αναφέρουμε. Οι αρχές ήταν πάντα έτοιμες να επέμβουν, οπουδήποτε συνέβαιναν ταραχές και εξεγέρσεις με τους Σκύθες τοξότες, ένα είδος ελεύθερων σκοπευτών. Ένα είδος δημοτικής αστυνομίας ήταν οι Αγορονόμοι. Μεριμνούσαν για την αποτροπή των οικονομικών εγκλημάτων, τον καθορισμό φόρων σε εμπορεύματα και εταίρες, καθώς και για τη διενέργεια ελέγχων ποιότητας στα αγαθά. Ήταν αρμόδιοι για τους δρόμους, για τη συντήρηση των σπιτιών και έλεγχαν τη σεμνότητα των ενδυμάτων. Οι αποκαλούμενοι Ένδεκα έπρεπε να συλλαμβάνουν και να φρουρούν στη φυλακή τους ενόχους σοβαρών εγκλημάτων και σε περίπτωση που καταδικάζονταν σε θάνατο να τους εκτελούν.
Η αρχαιότητα λοιπόν δεν ήταν ένας παράδεισος. Και εκεί υπήρχαν άνθρωπο κάθε είδους. Αν εστιάσει κανείς σε αυτά βγάζει το συμπέρασμα πως η αρχαία Ελλάδα ήταν ένας τόπος όπου ανθούσε κάθε είδους παρανομία. Δεν είναι όμως έτσι. Όπως κάθε κοινωνία έτσι και η αρχαιότητα είχε τη σκοτεινή της πλευρά. Η οποία δεν διαφέρει και τόσο από τη σημερινή και από τις κοινωνίες κάθε εποχής.
Βιβλιογραφία
1. Umberto Albini, Η Κρυφή Ζωή της Αρχαίας Αθήνας, Ελάτη
2. Κάθριν Σαλ, Η ʼλλη Όψη της Αρχαιότητας, ο Υπόκοσμος, Παπαδήμας
Πηγή: Ελίνα Παπαγεωργίου, Περιοδικό Απαγορευμένη Ιστορία, τεύχος 10, σσ.18-23