Τι απέγινε η Αριάδνη;
Η Αριάδνη κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της κόρης του Ήλιου Πασιφάης.
Ετυμολογικά το όνομά της, Αριάδνη ή Αριάγνη σημαίνει την ιερή την αγνή. Η ρίζα αδ- προέρχεται από το ρήμα ανδάνω, εκ του ήδομαι που σημαίνει τέρπω, ευαρεστώ.
Μ' αυτήν την έννοια η Αριάδνη είναι η φιλήδονη, μία έκφραση της Πάνδημου Αφροδίτης. Μία ακόμα παράφραση του ονόματός της είναι το «Αριδήλα», που σημαίνει την πολύ φωτεινή, αυτήν που φαίνεται από μακριά. Αυτό το όνομα το πήρε όταν ανέβηκε με τον Διόνυσο στον ουρανό
Πριν αποκτήσει το χαρακτήρα θνητής ηρωίδας σχετιζόταν στην Κρήτη με τη Θεά-Φύση ή μεγάλη μητέρα, θεότητα που αποτελούσε την προσωποποίηση της φύσης που γεννιέται και πεθαίνει κατά τη διάρκεια του έτους...
Η Αριάδνη πεθαίνει στη γη και ξαναζεί στον ουρανό, κοιμάται και ξυπνάει, όπως και η φύση.
Τα χαρακτηριστικά της μοιάζουν μ' αυτά της Περσεφόνης.
Αριάδνη και
Αριδήλα, στα δυτικά νησιά, ονόμαζαν μία θεά με δύο μορφές και με διπλή
μοίρα, καλή και κακή. Επίσης λατρευόταν με διάφορους τρόπους και σε
άλλες περιοχές : στη Νάξο, την Δήλο, την Κύπρο, τη Ρώμη κ.α.Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, η Αριάδνη ερωτεύεται τον Θησέα, που φτάνει στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, ο οποίος κατασπάραζε 7 νέους και 7 νέες από την Αθήνα...
Γίνεται συνεργός του και του έδωσε λοιπόν ένα κουβάρι κλωστή (ο περίφημος και ως έκφραση της νεοελληνικής γλώσσας «Μίτος της Αριάδνης»), ώστε όταν θα έμπαινε στον Λαβύρινθο να το ξετυλίγει για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο.
Η Αριάδνη τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την παντρευόταν.
Ο Θησέας πράγματι σκότωσε το τέρας και χρησιμοποιώντας το Μίτο της Αριάδνης που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου,κατάφερε να βγει από το Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής.
Η Αριάδνη αποφάσισε να φύγει μαζί του και με τους συντρόφους του άνοιξαν τα πανιά για την Αθήνα...
Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Ο Θησέας επιστρέφοντας από την Κρήτη στην Αθήνα, κάνει μια στάση στο νησί της Νάξου,που τότε ονομαζόταν Δία.
Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης.
Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη.
Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του. Την εγκαταλείπει ενώ κοιμόταν. Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή;) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου.
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης.
Εκεί ο Διόνυσος, άρχοντας της Νάξου την ερωτεύεται και την κάνει ουράνια σύζυγό του. Αποκτήσανε τέσσερις γιούς, τον Ευανθή, το Στάφυλλο τον Πεπάρηθο και τον Οινοπίωνα, αναφέρονται όμως και ως παιδιά της από τον Θησέα.
Την οδηγεί στον Όλυμπο, όπου ο Δίας της χαρίζει την αθανασία. Λέγεται ακόμη πως ο Διόνυσος (ή η Αφροδίτη ή οι Ώρες) της χάρισε ένα χρυσό στέμμα με πολύτιμους λίθους, έργο του Ήφαιστου.Ήταν το περίφημο στεφάνι με το όνομα της με το οποίο οι θεοί έκαναν καδένα από αστέρια στον ουρανό. Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε τον θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί.
Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού.
Αυτός είναι ο βασικός κορμός του μύθου, ο οποίος όμως έχει αρκετές παραλλαγές.Στις ραφές των δύο μυθικών κύκλων, χώρεσαν ένα σωρό παραλλαγές, αντικρουόμενες και αντιφατικές.Από τη συσχέτιση των παραδόσεων προκύπτει πως δύο είναι κυρίως οι μύθοι που συνδέονται με την Αριάδνη: ο μύθος της εγκαταλειμμένης από τον Θησέα απαρηγόρητης γυναίκας και εκείνος της ευτυχισμένης συζύγου του Διονύσου.
Γίνεται συνεργός του και του έδωσε λοιπόν ένα κουβάρι κλωστή (ο περίφημος και ως έκφραση της νεοελληνικής γλώσσας «Μίτος της Αριάδνης»), ώστε όταν θα έμπαινε στον Λαβύρινθο να το ξετυλίγει για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο.
Η Αριάδνη τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την παντρευόταν.
Ο Θησέας πράγματι σκότωσε το τέρας και χρησιμοποιώντας το Μίτο της Αριάδνης που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου,κατάφερε να βγει από το Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής.
Η Αριάδνη αποφάσισε να φύγει μαζί του και με τους συντρόφους του άνοιξαν τα πανιά για την Αθήνα...
Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Ο Θησέας επιστρέφοντας από την Κρήτη στην Αθήνα, κάνει μια στάση στο νησί της Νάξου,που τότε ονομαζόταν Δία.
Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης.
Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη.
Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του. Την εγκαταλείπει ενώ κοιμόταν. Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή;) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου.
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης.
Εκεί ο Διόνυσος, άρχοντας της Νάξου την ερωτεύεται και την κάνει ουράνια σύζυγό του. Αποκτήσανε τέσσερις γιούς, τον Ευανθή, το Στάφυλλο τον Πεπάρηθο και τον Οινοπίωνα, αναφέρονται όμως και ως παιδιά της από τον Θησέα.
Την οδηγεί στον Όλυμπο, όπου ο Δίας της χαρίζει την αθανασία. Λέγεται ακόμη πως ο Διόνυσος (ή η Αφροδίτη ή οι Ώρες) της χάρισε ένα χρυσό στέμμα με πολύτιμους λίθους, έργο του Ήφαιστου.Ήταν το περίφημο στεφάνι με το όνομα της με το οποίο οι θεοί έκαναν καδένα από αστέρια στον ουρανό. Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε τον θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί.
Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού.
Αυτός είναι ο βασικός κορμός του μύθου, ο οποίος όμως έχει αρκετές παραλλαγές.Στις ραφές των δύο μυθικών κύκλων, χώρεσαν ένα σωρό παραλλαγές, αντικρουόμενες και αντιφατικές.Από τη συσχέτιση των παραδόσεων προκύπτει πως δύο είναι κυρίως οι μύθοι που συνδέονται με την Αριάδνη: ο μύθος της εγκαταλειμμένης από τον Θησέα απαρηγόρητης γυναίκας και εκείνος της ευτυχισμένης συζύγου του Διονύσου.
Σύμφωνα όμως με το μύθο, ο Θησέας, αφού ενώθηκε με την Αριάδνη, στο
νησάκι Δία, και έκανε μαζί της δύο παιδιά, τον Στάφυλο και τον
Οινοπίωνα, ή τον Δημοφόντα και τον Ακάμα, την εγκατέλειψε. Η μυθολογία
λέει ότι την άφησε γιατί αγαπούσε την Αίγλη, ή γιατί του το υπέδειξε η
θεά Αθηνά ή ο θεός Διόνυσος που αγάπησε την Αριάδνη και ήθελε να ενωθεί
μαζί της.Άλλοι λέγουν πως αυτή, η Αριάδνη, κρεμάστηκε γιατί την
εγκατέλειψε ο Θησέας, άλλοι πως ναύτες («υπό ναυτών») την έφεραν στην Νάξο
όπου παντρεύτηκε τον ιερέα του Διόνυσου Οίναρο, γιατί ο Θησέας αγάπησε άλλη
και την παράτησε , τον έλιωνε δεινός έρωτας για την Πανοπηίδα Αίγλη…..
Η Αριάδνη ξέχωρα από τη θνητή ταυτότητά της είχε και μια θεϊκή που
διακρινόταν από τη χαρακτηριστική διττότητα της θηλυκής αρχής.
Είχε, επομένως, μία πλευρά φωτεινή και μία σκοτεινή.
Ήταν ταυτόχρονα η πλέον άμωμη Αριάγνη ως υποχθόνια θεά και η διαυγής Αριδήλη ως ουράνια. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει.
Ήταν η Αριάδνη, λοιπόν, η αφιερωμένη στον Ταύρο, όπως η γιαγιά της Ευρώπη και η μητέρα της Πασιφάη η μόνη που είχε εξουσία στον χώρο του Ταύρου και μπορούσε να διδάξει τον Θησέα. . Όμως οι απεικονίσεις του Λαβυρίνθου που τον παρουσιάζουν με μία μοναδική διαδρομή που εύκολα οδηγούσε πάλι στην έξοδο δικαιολογούν περισσότερο την μάλλον παλαιότερη εκδοχή που θέλει την Αριάδνη να δίνει στον Θησέα το φωτεινό στεφάνι της για να του δείχνει τον δρόμο μέσα στα ζοφερά σκοτάδια του Λαβυρίνθου/Άδη.
Η σκοτεινή και μυστική όψη της Αριάδνης/Αριάγνης ως Κρητικής Περσεφόνης μόνο από τον θεό μπορεί να γίνει θεατή εκτός μυστηρίων. Η φωτεινή όψη της Αριάδνης γίνεται φανερή και στο όνομα της Αίγλης, της κόρης του Πανοπέως (μήπως του Ήλιου;), για χάρη της οποίας ο Θησέας εγκατέλειψε την κόρη του Μίνωα σε μια άλλη εκδοχή του μύθου.
Διάφορες διηγήσεις θέλουν την Αίγλη να ονομάζεται επίσης και Κορωνίς.
Αυτό το όνομα έφερε και η ερωμένη του Απόλλωνα, η άτυχη μητέρα του Ασκληπιού που πέθανε πυρπολημένη, επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό, τον Ίσχυ.
Ενδιαφέρον προκαλεί στον προσεκτικό παρατηρητή μία αγγειογραφία που απεικονίζει την αρπαγή κάποιας κοπέλας με το όνομα Κορώνα από τον Θησέα.
Μήπως ο Θησέας ήταν εκείνος ο ‘ισχυρός’ θνητός που για χάρη του η μητέρα του Ασκληπιού απαρνήθηκε τον Απόλλωνα, όπως η Αριάδνη είχε απαρνηθεί τον Διόνυσο; Μ’ έναν παράξενο τρόπο ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου φέρνει τις δύο θεϊκές συντρόφους ακόμη πιο κοντά. Η Κορωνίς ή Κορώνη αντανακλάται στην λατινική ονομασία Corona Borealis.(είναι το στεφάνι-στέμμα που στεφάνωσε ο Διόνυσος την Αριάδνη).
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο αστερισμός φαίνεται στον ουρανό σαν να «στεφανώνει» τον αστερισμό του Οφιούχου που σχετίζεται με τον Ασκληπιό!
Εκεί ανοίγεται ένας άλλος μυθικός κύκλος που θέλει την Αριάδνη μέσα από το ζευγάρωμά της με τον Διόνυσο, να γίνεται αγέραστη και αθάνατη.
Όταν οι Ολύμπιες Άρτεμις και Αφροδίτη σφετερίστηκαν τις ιδιότητες και τον λατρειακό της χώρο, εκείνη υποβαθμισμένη πια, μια Θεά της βλάστησης και της γονιμότητας, που προσαρμόστηκε στον τύπο της βασιλοπούλας που ερωτεύεται το ξένο παλικάρι, τον Θησέα, τον πολέμιο του ίδιου της του σπιτικού.
Η
Αριάδνη συνδέεται στενά και με την θεά Αθηνά, σαν Εργάνη Αθηνά, θεά της
τέχνης και ιδιαίτερα της υφαντικής, όπως και η Αριάδνη εξαιτίας του
μίτου. Σε συμβολικό επίπεδο έχει τις ιδιότητες της αράχνης, είναι αυτή
που υφαίνει τον κόσμο.
Σύμφωνα με μία πιο εσωτερική ερμηνεία του μύθου, η Αριάδνη είναι η ίδια η αντανάκλαση της ψυχής του ανθρώπου - ήρωα (Θησέας), που δίνοντας του τον μίτο, τον οδηγεί στον λαβύρινθο και του επιτρέπει όχι μόνο να βγει έξω, αλλά να φτάσει, πριν, στο κέντρο του λαβύρινθου, να κατανοήσει τον μηχανισμό αυτό, των ψευδαισθήσεων και μάλιστα να οδηγήσει και άλλους ανθρώπους.
Στον μακρύ χρόνο ως τις ημέρες μας, την Αριάδνη δεν την ταξίδεψε η Θεϊκή της φύση, αλλά η πολύπαθη θνητή με όχημα τον Έρωτα ανάμεσα σε Θησέα και Διόνυσο.
Ο απελπισμένος και προδομένος έρωτας από τη μια και ο ανέλπιστα ξανακερδισμένος, ο δοξαστικά λυτρωτικός με Θεϊκό χιτώνα από την άλλη.
Κινώντας οι δύο εραστές της, θνητός και αθάνατος, τα νήματα της ερωτικής της μοίρας, την ανυψώνουν ο καθένας με τον τρόπο του, σε σύμβολο ερωτικό και ακραία φορτισμένο. Μα πιο πολύ, στο διαχρονικό της ταξίδι μέτρησε το “τραύμα”…..
Η εξανθρωπισμένη δραματικότητα της μορφής της, της χάρισε αμέριστα τη συμπάθεια των αιώνων, αφήνοντας έτσι έκθετο σε αφορισμούς τον Αθηναίο ήρωα, παρ’ όλη την μέριμνα της Αθηναϊκής προπαγάνδας να κρατηθούν αλώβητα το ήθος και το γόητρό του.
Ομόλογη από αυτή την άποψη με την άλλη μοιραία βασιλοπούλα, τη
Μήδεια. Και όπως εκείνη, έτσι και η Αριάδνη γίνεται συνεργός του ξένου
στον φόνο του αδελφού της του Μινώταυρου, βοηθώντας τον Θησέα με τον
περιβόητο μίτο και απαρνιέται τους δικούς της, τον κραταιό πατέρα της
τον Μίνωα και ακολουθεί τον εραστή της στο φευγιό του, για να
εγκαταλειφθεί όμως άσπλαχνα από εκείνον στη Νάξο.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η δυναμική του μοτίβου της ερωτικής προδοσίας, είναι εκείνη που έφτασε να μαζέψει περισσεύματα συμπάθειας ακόμα και για τη μάγισσα, την παιδοκτόνο Μήδεια. Γιατί όσο και αν αξιώθηκε η Αριάδνη την εύνοια του Διόνυσου, όσο και αν πυρακτώθηκε από τον Θεϊκό εραστή, δεν έπαψε να πέφτει πάνω της η σκιά του απαρνητή Θησέα.
Και τι θα ήταν αλήθεια το Διονυσιακό σμίξιμο χωρίς την εγκατάλειψή της από τον θνητό εραστή;
Έχει μάλιστα κανείς την αίσθηση, πως τους χυμώδεις ερωτικούς καρπούς που γεύτηκαν Διόνυσος και Αριάδνη, τους όφειλαν στον Θησέα.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Αριάδνη ήταν η ενσάρκωση της θεάς της βλάστησης που γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο.
Η Αριάδνη ενσαρκώνει στους αιώνες το αρχέτυπο της εγκαταλειμμένης ερωμένης.
Της γυναίκας που δόθηκε άνευ όρων και προδόθηκε κυριολεκτικά ανυποψίαστη.
Είχε, επομένως, μία πλευρά φωτεινή και μία σκοτεινή.
Ήταν ταυτόχρονα η πλέον άμωμη Αριάγνη ως υποχθόνια θεά και η διαυγής Αριδήλη ως ουράνια. Ήταν εκείνη που οδηγούσε τον μυούμενο στον θάνατο και εκείνη που του δίδασκε τον τρόπο για να επιστρέψει.
Ήταν η Αριάδνη, λοιπόν, η αφιερωμένη στον Ταύρο, όπως η γιαγιά της Ευρώπη και η μητέρα της Πασιφάη η μόνη που είχε εξουσία στον χώρο του Ταύρου και μπορούσε να διδάξει τον Θησέα. . Όμως οι απεικονίσεις του Λαβυρίνθου που τον παρουσιάζουν με μία μοναδική διαδρομή που εύκολα οδηγούσε πάλι στην έξοδο δικαιολογούν περισσότερο την μάλλον παλαιότερη εκδοχή που θέλει την Αριάδνη να δίνει στον Θησέα το φωτεινό στεφάνι της για να του δείχνει τον δρόμο μέσα στα ζοφερά σκοτάδια του Λαβυρίνθου/Άδη.
Η σκοτεινή και μυστική όψη της Αριάδνης/Αριάγνης ως Κρητικής Περσεφόνης μόνο από τον θεό μπορεί να γίνει θεατή εκτός μυστηρίων. Η φωτεινή όψη της Αριάδνης γίνεται φανερή και στο όνομα της Αίγλης, της κόρης του Πανοπέως (μήπως του Ήλιου;), για χάρη της οποίας ο Θησέας εγκατέλειψε την κόρη του Μίνωα σε μια άλλη εκδοχή του μύθου.
Διάφορες διηγήσεις θέλουν την Αίγλη να ονομάζεται επίσης και Κορωνίς.
Αυτό το όνομα έφερε και η ερωμένη του Απόλλωνα, η άτυχη μητέρα του Ασκληπιού που πέθανε πυρπολημένη, επειδή πρόδωσε τον θεό μ’ έναν θνητό, τον Ίσχυ.
Ενδιαφέρον προκαλεί στον προσεκτικό παρατηρητή μία αγγειογραφία που απεικονίζει την αρπαγή κάποιας κοπέλας με το όνομα Κορώνα από τον Θησέα.
Μήπως ο Θησέας ήταν εκείνος ο ‘ισχυρός’ θνητός που για χάρη του η μητέρα του Ασκληπιού απαρνήθηκε τον Απόλλωνα, όπως η Αριάδνη είχε απαρνηθεί τον Διόνυσο; Μ’ έναν παράξενο τρόπο ο αστερισμός του Βορείου Στεφάνου φέρνει τις δύο θεϊκές συντρόφους ακόμη πιο κοντά. Η Κορωνίς ή Κορώνη αντανακλάται στην λατινική ονομασία Corona Borealis.(είναι το στεφάνι-στέμμα που στεφάνωσε ο Διόνυσος την Αριάδνη).
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι ότι ο αστερισμός φαίνεται στον ουρανό σαν να «στεφανώνει» τον αστερισμό του Οφιούχου που σχετίζεται με τον Ασκληπιό!
Εκεί ανοίγεται ένας άλλος μυθικός κύκλος που θέλει την Αριάδνη μέσα από το ζευγάρωμά της με τον Διόνυσο, να γίνεται αγέραστη και αθάνατη.
Όταν οι Ολύμπιες Άρτεμις και Αφροδίτη σφετερίστηκαν τις ιδιότητες και τον λατρειακό της χώρο, εκείνη υποβαθμισμένη πια, μια Θεά της βλάστησης και της γονιμότητας, που προσαρμόστηκε στον τύπο της βασιλοπούλας που ερωτεύεται το ξένο παλικάρι, τον Θησέα, τον πολέμιο του ίδιου της του σπιτικού.
Σύμφωνα με μία πιο εσωτερική ερμηνεία του μύθου, η Αριάδνη είναι η ίδια η αντανάκλαση της ψυχής του ανθρώπου - ήρωα (Θησέας), που δίνοντας του τον μίτο, τον οδηγεί στον λαβύρινθο και του επιτρέπει όχι μόνο να βγει έξω, αλλά να φτάσει, πριν, στο κέντρο του λαβύρινθου, να κατανοήσει τον μηχανισμό αυτό, των ψευδαισθήσεων και μάλιστα να οδηγήσει και άλλους ανθρώπους.
Στον μακρύ χρόνο ως τις ημέρες μας, την Αριάδνη δεν την ταξίδεψε η Θεϊκή της φύση, αλλά η πολύπαθη θνητή με όχημα τον Έρωτα ανάμεσα σε Θησέα και Διόνυσο.
Ο απελπισμένος και προδομένος έρωτας από τη μια και ο ανέλπιστα ξανακερδισμένος, ο δοξαστικά λυτρωτικός με Θεϊκό χιτώνα από την άλλη.
Κινώντας οι δύο εραστές της, θνητός και αθάνατος, τα νήματα της ερωτικής της μοίρας, την ανυψώνουν ο καθένας με τον τρόπο του, σε σύμβολο ερωτικό και ακραία φορτισμένο. Μα πιο πολύ, στο διαχρονικό της ταξίδι μέτρησε το “τραύμα”…..
Η εξανθρωπισμένη δραματικότητα της μορφής της, της χάρισε αμέριστα τη συμπάθεια των αιώνων, αφήνοντας έτσι έκθετο σε αφορισμούς τον Αθηναίο ήρωα, παρ’ όλη την μέριμνα της Αθηναϊκής προπαγάνδας να κρατηθούν αλώβητα το ήθος και το γόητρό του.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως η δυναμική του μοτίβου της ερωτικής προδοσίας, είναι εκείνη που έφτασε να μαζέψει περισσεύματα συμπάθειας ακόμα και για τη μάγισσα, την παιδοκτόνο Μήδεια. Γιατί όσο και αν αξιώθηκε η Αριάδνη την εύνοια του Διόνυσου, όσο και αν πυρακτώθηκε από τον Θεϊκό εραστή, δεν έπαψε να πέφτει πάνω της η σκιά του απαρνητή Θησέα.
Και τι θα ήταν αλήθεια το Διονυσιακό σμίξιμο χωρίς την εγκατάλειψή της από τον θνητό εραστή;
Έχει μάλιστα κανείς την αίσθηση, πως τους χυμώδεις ερωτικούς καρπούς που γεύτηκαν Διόνυσος και Αριάδνη, τους όφειλαν στον Θησέα.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Αριάδνη ήταν η ενσάρκωση της θεάς της βλάστησης που γεννιέται και πεθαίνει κάθε χρόνο.
Η Αριάδνη ενσαρκώνει στους αιώνες το αρχέτυπο της εγκαταλειμμένης ερωμένης.
Της γυναίκας που δόθηκε άνευ όρων και προδόθηκε κυριολεκτικά ανυποψίαστη.