Ιέρειες στην Αρχαία Ελλάδα:Αποκαλύπτοντας την ιστορια τους

Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., Αθηναίοι προσκυνητές ξεκινούσαν εν πομπή και διένυαν την απόσταση των εκατόν εξήντα χιλιομέτρων μεταξύ της Αθήνας και του Ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Εκεί γιόρταζαν τα Πύθια προς τιμήν του Απόλλωνα. Ένα άτομο ξεχώριζε ανάμεσα στους συμμετέχοντες, η Χρυσηίς, η ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος. Για την συμβολή της στην ανάδειξη των Πυθίων σε γιορτή που έκανε υπερήφανες και τις δύο πόλεις, οι κάτοικοι των Δελφών την τίμησαν με τον στέφανο του Απόλλωνα και αποφάσισαν με ειδικό ψήφισμα να παραχωρήσουν στην ίδια και όλους τους απογόνους της μια σειρά από σημαντικά δικαιώματα και προνόμια.

 Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το αξίωμα της προξένου - ειδικής επίτιμης αντιπροσώπου της Αθήνας στους Δελφούς. Της δόθηκε ακόμη το δικαίωμα να συμβουλεύεται το Μαντείο, δικαστική προτεραιότητα, ασυλία, θέση στην πρώτη σειρά σε όλους τους αγώνες που διοργάνωνε η πόλη, δικαίωμα ιδιοκτησίας ακινήτων, καθώς και φορολογική ατέλεια! Το γεγονός ότι όλα αυτά τα προνόμια μπορούσαν εφεξής να μεταβιβαστούν σε όλους τους απογόνους της κατέστησε την Χρυσηίδα γυναίκα με εξαιρετικό κύρος και επιρροή, τόσο εντός όσο και εκτός του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος.

Στην Αθήνα, τα εξαδέλφια της έστησαν άγαλμα της διάσημης συγγενούς τους στην Ακρόπολη. Το ψήφισμα του λαού των Δελφών και η επιγραφή στην βάση του αγάλματος της Χρυσηίδας στην Ακρόπολη μας δίνουν κάποια -ελάχιστα- στοιχεία για την ζωή αυτής της εξαιρετικής γυναίκας. Μαρτυρούν την περίοπτη θέση και την ευχέρεια κινήσεων της Χρυσηίδας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις πομπές από την Αθήνα προς τους Δελφούς, τις πρώτες θέσεις στους δελφικούς αγώνες, την ιδιοκτησία ακινήτων και την μόνιμη τοποθέτηση του αγάλματός της στην Ακρόπολη. Ως ιέρεια της Αθηνάς, η Χρυσηίς κατείχε δημόσιο αξίωμα συγκρίσιμο και ισότιμο με εκείνο των ιερέων που υπηρετούσαν τους θεούς στην Αθήνα.

Η Χρυσηίς δεν ήταν η μόνη ιέρεια που απέλαυε καθεστώτος ανάλογης περιωπής. Μάλιστα, τα αρχαιολογικά αρχεία βεβαιώνουν την εξέχουσα θέση των ιερειών όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι ιέρειες ηγούνταν πομπών, φύλασσαν τους θησαυρούς των ναών, άναβαν την φωτιά στους βωμούς των ιερών και προΐσταντο των θυσιών. Μαθαίνουμε ότι οι ιέρειες έπαιρναν τον λόγο ενώπιον της Βουλής και του Δήμου, έθεταν την σφραγίδα τους σε επίσημα έγγραφα και απέπεμπαν τους παρείσακτους από τα ιερά. Επιγραφές αφιερωμάτων μαρτυρούν την γενναιοδωρία των ιερειών ως ευεργετιδών της πόλης τους και των ιερών τους, όπου έχτιζαν ναούς, αγορές και υδατοδεξαμενές. Μαρτυρούν επίσης την περηφάνια που ένιωθαν οι ίδιες για την ανέγερση των αγαλμάτων τους, αλλά και την εξουσία τους ως προς την τήρηση των κανονισμών στα ιερά. Επιγραφές και επιτύμβια ανάγλυφα επιβεβαιώνουν ότι οι ιέρειες κηδεύονταν δημοσία δαπάνη με μεγάλες πομπές, και ότι στην μνήμη τους ανεγείρονταν εντυπωσιακά ταφικά μνημεία.

Οι μαρτυρίες αυτές έρχονται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι γυναίκες της Αθήνας ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, σιωπηλές, υποτακτικές και «αόρατες» μορφές, περιορισμένες στο εσωτερικό των σπιτιών τους, όπου ασχολούνταν υπάκουα με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Η άποψη αυτή έχει βασιστεί σε αναγνώσεις κείμενων περίφημων συγγραφέων, όπως του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, καθώς και σε διάφορες παραστάσεις αρχαίου δράματος.

Ωστόσο, τα αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα παρουσιάζουν μια διαφορετική εκδοχή. Στην πραγματικότητα, μια σταθερή ροή γυναικών διέσχιζε καθημερινά την Αθήνα με κατεύθυνση προς την Ακρόπολη και τα νεκροταφεία της πόλης, όπου οι γυναίκες αυτές προσκυνούσαν στα ιερά και φρόντιζαν τους οικογενειακούς τάφους. Οι τελετουργίες τούς επέτρεπαν να κυκλοφορούν και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στην πόλη, υπηρετώντας τους θεούς, την οικογένειά τους και τους Αθηναίους πολίτες. Χάρις στις σημαντικές δωρεές αυτών των γυναικών και των οικογενειών τους, γλυπτά πορτραίτα ιερειών τοποθετήθηκαν σε αγορές, νεκροταφεία και ιερά.

Οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν το αξίωμα της ιέρειας μέσω κληρονομιάς, κλήρωσης, επιλογής, εκλογής ή εξαγοράς. Τα παλαιά, σεβαστά αξιώματα των ιερειών της Αθηνάς Πολιάδος στην Αθήνα και της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα περνούσαν κληρονομικά από την μια γενιά στην άλλη, μέσα στην ίδια οικογένεια (γένος), επί περίπου επτακόσια χρόνια! Σύμφωνα με επιγραφές, το αξίωμα της ιέρειας της Αθηνάς κληροδοτείτο από το πρεσβύτερο άρρεν μέλος του γένους των Ετεοβουτάδων προς την μεγαλύτερη κόρη του και, στην συνέχεια, με την λήξη της θητείας της, προς την μεγαλύτερη κόρη του πρεσβύτερου αδελφού της.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οι αντίξοες οικονομικές συνθήκες, οι δυσμενείς επιπτώσεις στις περιουσίες των παλαιών οικογενειών, η ανάδυση μιας «νεόπλουτης» τάξης, καθώς και οι αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολικής Ελλάδας διαμόρφωσαν έναν κόσμο στον οποίο η εξαγορά του ιερατικού αξιώματος στάθηκε απολύτως εύλογη. Αρχής γενομένης από την Μίλητο, περί το 400 π.Χ., γυναίκες σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο, την Μικρά Ασία και την Μαύρη Θάλασσα κατέβαλλαν μεγάλα ποσά προκειμένου να εξασφαλίσουν ιερατικές θέσεις. Όπως και κατά την Κλασική περίοδο, αποζημιώνονταν για τις υπηρεσίες τους με πληρωμές σε είδος, όπως δέρματα και κρέας από τα σφάγια των θυσιών, δημητριακά, λάδι, αλλά και χρήματα.

Για τις εξέχουσες υπηρεσίες τους προς την πόλη, στις ιέρειες, όπως στην Χρυσηίδα, αποδίδονταν δημόσιες τιμές, στις οποίες περιλαμβάνονταν χρυσοί στέφανοι, αγάλματα και διακεκριμένες θέσεις στο θέατρο. Σε ορισμένες πόλεις οι ιέρειες ήταν τόσο διάσημες ώστε απέλαυαν λατρευτικής και πολιτικής επωνυμίας, δηλαδή το όνομά τους έμενε για πάντα στην ιστορία και χρησιμοποιείτο για ιστορικές χρονολογήσεις. Στο έργο του Ιστορίαι, ο Θουκυδίδης τοποθετεί χρονολογικά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου στο τεσσαρακοστό όγδοο έτος της ιερατικής θητείας μιας άλλης Χρυσηίδας, ιέρειας της Ήρας στο Άργος κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Απεικονίσεις και επιγραφές επιβεβαιώνουν τα προνόμια που λάμβαναν οι ιέρειες σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Σε ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ., το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, απεικονίζεται μια ιέρεια που τιμάται από την πόλη με στέφανο. Την βλέπουμε στην κάτω αριστερή πλευρά να σηκώνει το δεξί χέρι της προς τον ουρανό, σε στάση προσευχής.

Στο αριστερό της χέρι κρατά κλειδί ναού, σύμβολο του αξιώματός της ως ιέρειας που κλειδώνει και ξεκλειδώνει τις θύρες του ναού. Η θεά Αθηνά απεικονίζεται στο δεξί άκρο, πιστή αναπαράσταση του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου, με την ασπίδα στο πλευρό της και την φτερωτή Νίκη στο χέρι της. Η Νίκη σκύβει για να στεφανώσει την ιέρεια. Οι χρυσοί στέφανοι ήταν πολύτιμα βραβεία, που η αξία τους έφτανε τις πεντακόσιες έως χίλιες δραχμές και τα οποία συνήθως απονέμονταν σε πολιτικούς, δικαστές, στρατηγούς και αθλητές. Επομένως, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι, από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά, γίνονταν τόσο μεγάλες τιμές όχι μόνο στους ιερείς αλλά και στις ιέρειες.

Το γυναικείο ιερατικό αξίωμα ήταν απολύτως συνυφασμένο με την μορφολογία της γυναικείας λυρικής χορείας, η οποία, από τον 5ο αι. π.Χ., αποτελούσε κεντρικό σημείο της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης των γυναικών, από την παιδική τους ηλικία έως την ωριμότητα. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι η χορεία αποτελούσε το σύνολο της παιδείας
[«ὅλη μέν που χορεία ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν»].


Μια εικόνα που ανακαλεί στον νου χορικές και λατρευτικές ομάδες γυναικών κοσμεί μια φιάλη για σπονδές που σήμερα βρίσκεται στην Βοστώνη. Εδώ βλέπουμε γυναίκες με ενωμένα χέρια σε κύκλιο χορό, συνοδεία μουσικής από μιαν αυλητρίδα. Η ύπαρξη βωμού και ταινιών υποδηλώνει λατρευτική ατμόσφαιρα, ενώ το καλάθι με το μαλλί παραπέμπει στην γυναικεία αρετή εντός του οικογενειακού βίου. Στο τέλος της σειράς, δύο νεαρές κοπέλες με ξέπλεκα μαλλιά κοιτούν μια μεγαλύτερη γυναίκα για να μάθουν τα βήματα του χορού. Το ίδιο το αγγείο είναι μια φιάλη που προοριζόταν για σπονδή με έκχυση του υγρού περιεχομένου της, πιθανότατα σε αναμμένο βωμό, όπως αυτός που απεικονίζεται επάνω της. Η μορφή, η λειτουργία και ο διάκοσμος συνδυάζονται εδώ σε μιαν αποτελεσματική έκφραση της γυναικείας τελετουργικής πρακτικής.

Η συμμετοχή σε λατρευτικές δραστηριότητες είχε θετική επιρροή στην ζωή των Ελληνίδων, καθώς τους πρόσφερε, μεταξύ άλλων, μιαν αίσθηση κοινότητας και ταυτότητας. Οι κύκλιοι χοροί σε χώρους λατρείας έδιναν επίσης την ευκαιρία στις κοπέλες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου να εμφανίζονται δημοσίως μπροστά στους συμπολίτες τους. Καθώς η εξέχουσα θέση στην διοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων επέτρεπε την προώθηση των οικογενειακών συμφερόντων, πράγμα επωφελές για γυναίκες και άνδρες, ήταν σημαντική η επιρροή των ιερειών στην επιτυχή λειτουργία του όλου συστήματος.

Η αποκάλυψη της χαμένης ιστορίας των Ελληνίδων ιερειών αποτέλεσε προϊόν κοπιαστικής προσπάθειας και απαίτησε μακροχρόνια έρευνα σε εκτενέστατο αρχαιολογικό υλικό. Το έργο αυτό επέτρεψε να διορθωθεί η ανισότιμη θεώρηση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα ως μορφών απολύτως υποταγμένων, σιωπηλών, «αόρατων» και περιορισμένων στα στενά όρια του οίκου τους. Επίσης, αποκατέστησε εν μέρει την αξιοπρέπεια των εξαιρετικών αυτών γυναικών, οι οποίες έχαιραν μεγάλου σεβασμού και τιμών από πλευράς των συμπολιτών τους.


Τζόαν Μπρέτον Κόννελλυ ,καθηγήτρια Κλασικής Φιλολογίας
και Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης