Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Από το μύθο στο λόγο


Μύθος στη γλώσσα μας σημαίνει μια μη πραγματική ή αλληγορική διήγηση. Αυτή η διήγηση χαρακτηρίζεται από μια παντελή έλλειψη ελέγχου των παραστάσε­ων με την πραγματικότητα. Οι έννοιες που βρίσκονται στη βάση των μυθικών παραστάσεων δεν επαληθεύονται με την εμπειρία και δεν κατανοούνται.  

Μυθικές παραστάσεις υπάρχουν, από τότε που υπάρχουν άνθρωποιΕίναι δύσκολο να προσδιορίσει κανείς χρονικά την εποχή που χαρακτηρίζεται μυθικήΟι πρώτες γραπτές μυθικές παραστάσεις, που έχουν διασωθεί, ανάγονται στον 'Ομη­ρο και τον ΗσίοδοΑυτοί δίδαξαν για την καταγωγή των θεών (θεογονίες) και τη γέ­νεση του κόσμου (κοσμογονίες), για τη ζωή και τους ανθρώπουςΣύμφωνα με τη μυθολογία, που περιέχεται στα έπη του Ομήρου (στο 800 π.Χ.) Ιλιάδα και Οδύσ­σεια, οι αιτίες για όλο το γίγνεσθαι βρί­σκονται στις θεότητες της θάλασσας Ωκε­ανό και Τηθύ, όπως και στο νερόΚαι η ιστορία είναι, σύμφωνα με την παρουσίαση του Ομήρου, προϊόν της θεϊκής θέλη­σηςΌχι μόνο ένας θεός, αλλά ένας μεγά­λος αριθμός από θεούς λαμβάνει μέρος στην ιστορίαΗ Μοίρα σημαίνει μυστικές δυνάμεις, που ενεργούν παρασκηνιακάΌμως η τελευταία πρόθεση της Μοίρας δεν εξιχνιάζεται στον Όμηρο. Παραμένει κρυμμένη στο σκοτάδι.  

Έτσι για τον Αγαμέμνονα ο Δίας και η Μοίρα είναι υπεύθυνοι για τη βίαιη συ­μπεριφορά του προς τον Αχιλλέα. Οι θεοί του Ομήρου είναι αδιάφοροι σε θέματα ηθικής. Η ίδια η Αθηνά, που αποτρέπει τον Αχιλλέα από το θανάσιμο χτύπημα, προωθεί με τον ετοιμοθάνατο 'Εκτορα ένα ύπουλο παιχνίδι παραπλάνησης. Ακόμη και οι θεοί συμπεριφέρονται άδικα. Οι πράξεις του ανθρώπου, μολονότι εξαρτώ­νται από τους θεούς και τη Μοίρα, καθορίζονται και από σύνεση και σκέψη. Η λέ­ξη «Λόγος» εμφανίζεται σε δυο θέσεις αλλά με το νόημα λέξη, ομιλία. Ο ομηρι­κός κόσμος των θεών είναι μια ποιοτικά αριστοκρατική συλλογή από το πάνθεον του πιστεύω του λαού, όπως μαρτυρούν οι ύμνοι στους παλαιούς θεούς.

Ανάλογα επικρατεί μια ευγενής-αρι­στοκρατική τάξη στην κοινωνία των θεών. Το δίκαιο βρίσκεται πάντοτε με το μέρος του πιο δυνατού. Η δικαιοσύνη βρί­σκεται σε στενή σχέση με την ευσέβεια που σημαίνει την προσπάθεια να αρέσεις στους θεούς.

Ο συνδυασμός της αρετής με βία είναι χαρακτηριστικό για την Ιλιάδα, όπως ο συνδυασμός της σκέψης με λογική για την Οδύσσεια. Ικανοί άνδρες μπορούν να κερ­δίσουν μια πλούσια γυναίκα. Αρετή γενι­κά σημαίνει αξιοσύνη.

Στην κοσμογονία του Ησιόδου γίνεται πρώτα το χάος, μετά η Γη και το σκοτάδι. Σε όλη τη διαδικασία ο «Έρως» παίζει ένα σημαντικό ρόλο .

Η παρουσίαση των θεών στον Ησίοδο είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του Ομήρου. Ενώ στον Όμηρο, δυνάμεις όπως Μοίρα και Άτη έχουν μεγαλύτερη βαρύ­τητα από τους θεούς του Ολύμπου, στον Ησίοδο παρουσιάζονται οι θεοί ως κοσμι­κές και ηθικές δuνάμεις, των οποίων δημι­ούργημα είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος και αισθάνεται σαν δούλος τους. Στα ζώα επικρατεί η βία. Στους αν­θρώπους πρέπει να επικρατεί το δίκαιο. Τους βιασμούς μπορούν οι άνθρωποι να αποφύγουν μόνο με την εργασία.

Η αντίληψη της ζωής στον Ησίοδο δεν είναι καθόλου αισιόδοξη. Η δημιουργία του θηλυκού εκλαμβάνεται ως τιμωρία του Δία στους ανθρώπους πιθανόν για την κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα. Έτσι ήρθε η δυστυχία στη γη.

Η έννοια της σοφίας έχει στον Όμηρο και τον Ησίοδο την ίδια σημασία. Σοφία είναι η ικανότητα σε μια τέχνη.

Kάτι παρόμοιο με το ησιόδειο χάος συ­ναντά κανείς στην κοσμογονία του Ορφέα. Ο Ορφέας ήταν ο ιερέας του θεού της Θράκης Διόνυσου. Ίδιο με το ησιόδειο Χάος είναι εδώ η Νύχτα. Μετά παρουσιά­ζονται η Γη και ο Ουρανός. Εδώ συναντά­ται επίσης η έννοια Χρόνος, για την αλλα­γή της Μέρας σε Νύχτα.
     Οι μυθικές αντιλήψεις των Ορφικών εί­ναι δογματικές. Η δογματική τους όμως είναι κάτι το ιδιαίτερο είναι ένα σπάνιο ανακάτεμα απο άσκηση και μυστικισμό. Η ψυχή ήλθε από έναν άλλον κόσμο. Δέ­θηκε σε αυτή τη γη για τιμωρία, για μια παλιά ενοχή. Έxει φυλακιστεί στο σώμα και πρέπει με αυτό να κάνει ακόμη ένα ταξίδι μέχρι να απολυτρωθεί στην τρυφήΣτην κοσμογονία των Ορφικών η δι­καιοσύνη κάθεται δίπλα στο θρόνο του Δία και κοιτάζει όλες τις ανθρώπινες πρά­ξεις.

Ο Ισοκράτης κατηγορεί τον Όμηρο, τον Ησίοδο και τους Ορφικούς, ότι μίλησαν έτσι για τους θεούς τους, όπως δεν είχε κανένας ποτέ το θάρρος να μιλήσει για τους εχθρούς του. Έχουμε συνηθίσει να τοποθετούμε το τέλος της μυθικής εποχής στην εμφάνιση των πρώτων φιλοσόφων, δηλ. στο έτος 600 π.Χ. Ένα μέρος της μυ­θικής εποχής συμπίπτει με την κάθοδο των Δωριέων. Οι Δωριείς εγκατέλειψαν το έτος 1200 π.Χ. την περιοχή της Δαλματίας και μπήκαν στην Ελλάδα, στην περιοχή της Πελοποννήσου, από εδώ στην Κρήτη, στη νοτιοδυτική παραλία της Μικράς Ασίας, στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία.

Η βάση τους όμως ήταν η Σπάρτη . Οι Δω­ριείς διέφεραν από τους άλλους 'Ελληνες για τον απλό τρόπο ζωής, την αυστηρότη­τα, την εργατικότητα και την πειθαρχία. Αυτό είχε μεγάλη επιρροή στους Σπαρ­τιάτες οι οποίοι συνεταιρίστηκαν σε μια μεγάλη στρατιωτική συμμαχία. Πολλοί από τους παλιούς κατοίκους αναγκάστη­καν κάτω από την πίεση να φύγουν ή να ασχοληθούν με τη γεωργία και την κτηνο­τροφία. Η κάθοδος των Δωριέων συνεχίστηκε με μια κίνηση, που ονομάζεται ελληνικός αποικισμός. Οι 'Ελληνες έμαθαν το αλφάβητο και την τέχνη της γρα­φής, με τα μέτρα, τα σταθμά και τα νο­μίσματα άρχισαν την τέχνη της αριθμητι­κής και της μετρήσεως και με την ακτοπλοΐα έγινε και η αστρονομία τελειότερη.

Οι Ίωνες, οι οποίοι μαζί με τους Αχαι­ούς ανήκουν στους παλαιότερους Έλληνες αποίκους, αποίκησαν κυρίως τα νησιά και το μέσο της δυτικής ακτής της Μικράς Ασίας. Στις Κυκλάδες επιβλήθηκαν με σκληρούς αγώνες και κέρδισαν στη συνέ­χεια τη Χίο και τη Σάμο και την πίσω εσωτερική ακτή. Ήταν πράγματι μια ανο­μοιογενής κοινωνία, η οποία στα 1000 π.Χ. επιχείρησε το ταξίδι της μεγάλης πε­ριπέτειας.

Τους Αιολείς αποτελούσαν όλες εκτός από τις δωρικές και τις ιωνικές φυλές των Ελλήνων. Αυτοί εγκαταστάθηκαν στα βό­ρεια νησιά του Αιγαίου Πελάγους και στη βορειοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας.

Η αρχή του αποικισμού συνέπεσε με την εποχή της αριστοκρατίας. Η κύρια εποχή του ήταν ανάμεσα στο 750-540 π.Χ. Αν κα­νείς συγκρίνει την αρχική κατάσταση με το αποτέλεσμα, συγκαταλέγεται στις μεγα­λύτερες επιτυχίες της ελληνικής ιστορίας. Ως αιτίες του αποικισμού θεωρείται η συ­νύπαρξη διαφορετικών παραγόντων, όπως το πρόβλημα του υπερπληθυσμού, το εμπορικό ενδιαφέρον κ.ά., οι οποίες ενι­σχύθηκαν από την κυκλοφορία του χρήμα­τος, από την αναγκαία πολιτική μετανά­στευση και από την αποτολμημένη επιθυ­μία για περιπέτεια, εξαιτίας των επιτυχιών και των εμπειριών.

Θεμελιωτής κάθε καινούργιας αποικίας ήταν ο «οικιστής». Αυτός έπρεπε να πά­ρει μαζί του στην καινούργια πόλη τον πολιτισμό, το ημερολόγιο και τη νομοθεσία της παλιάς του πατρίδας. Παρ' όλα αυτά η πολιτική επιρροή της μητρόπολης παρέμενε περιορισμένη. Ο οικιστής δεν ηταν αρχηγός ενός κόμματος, μιας κοινω­νικής ή θρησκευτικής ομάδας της πόλης του, αλλά ένα είδος μεγαλοεπιχειρηματία, ο οποίος ήξερε να χρησιμοποιεί τις ναυτι­κές γνώσεις και τα πλοία της πόλης του. «Από αυτή τη συγχώνευση των λαών», όπως γράφει ο Er. Bayer, «αναπτύχθηκαν οι πόλεις Μίλητος, Κολοφών, στις οποίες αρχικά ξεδιπλώθηκε η ιδιαιτερότητα του ελληνισμού, και με ισχυρότερους ανατολι­κούς συγκερασμούς η Έφεσος και η πόλη της νήσου Σάμου. Την ιδιομορφία τους ως Έλληνες δεν μπόρεσαν να τη συνειδητο­ποιήσουν στην αρχή. Αυτό συνέβηκε αργότερα από τις ομοιότητες, τις οποίες επέτυχε η εκπαίδευση, δηλ. μια κοινή διά­λεκτο και έναν κοινό τρόπο ζωής».

Με τις αποικίες είχαν οι Έλληνες τη δυ­νατότητα μιας ζωντανής επικοινωνίας με­ταξύ τους και με τους γείτονες τους. Έτσι αναπτύχθηκαν σε συσχετισμό με την αυξα­νόμενη ευημερία οι βάσεις μιας παιδείας, που «αυτή καθ' έαυτήν» και σε σχέση με την ιστορική επιρροή της είναι μοναδική.

Σε μερικές από αυτές τις αποικίες αντικαταστάθηκαν οι παλιές αριστοκρατίες με τυραννίες, σε άλλες παραμερίστηκαν από δημοκρατικές διευθετήσεις. Ακριβώς στις ιωνικές, στις ιταλικές-σικε­λικές πόλεις και στην Αθήνα αναπτύχθηκε στην πιο ελεύθερη μορφή της η αστική ζωή.

Στην εποχή του μύθου ίσχυαν παντού συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις. Αυτές αντιστοιχούσαν στις μυθικές παραστά­σεις, καθώς επίσης στις παραστάσεις σύμ­φωνα με τις οποίες ο ίδιος ο Δίας ήταν μονάρχης και δικτάτορας, και συχνά με τη θέλησή του μπορούσε ν' αλλάξει την τάξη του κόσμου, όπως π.χ. να εξαφανίσει τον ήλιο την ημέρα και να φέρει τη νύχτα. Την πτώση των βασιλέων και των τυ­ράννων ακολούθησαν ή ήπιες αριστοκρα­τικές νομοθεσίες ή ορισμένες νομοθεσίες από το «δήμο» (κοινωνία της πόλης), οι οποίες μπορούν να νοηθούν ως τα πρώτα στάδια της δημοκρατίας. Έτσι έγιναν αλλαγές, οι οποίες είχαν πολιτικό, κοινω­νικό, θρησκευτικό και όχι απλώς διανοητι­κό χαρακτήρα κι σήμαιναν μιαν απομάκρυνση από την κλειστή, παραδοσιακή κοινωνία. Η ανάπτυξη της πόλης-κράτους από παλαιότερες αριστοκρατικές δομές σε συσχετισμό με την επικοινωνία με ξέ­νους λαούς και την ανάπτυξη του νομισματικού συστήματος άλλαξε την ησιόδεια αντίληψη για την κοινωνία και οι πα­λιές θεϊκές και ηρωικές παραστάσεις ξε­περάστηκαν και έγιναν αοιάφορες. Η λατρεία των θεών της μυθικής εποχής είχε περάσει. Γενικά έγινε φανερό, ότι η τυ­ραννία δεν ήταν ο κατάλληλος τρόπος διακυβέρνησης για τους Έλληνες.

Μέχρι την εποχή της γεωργικής ζωής οι άνθρωποι προσωποποίησαν τη φύση και την θεοποίησανΗ σκέψη τους βρισκόταν ακόμη σε λήθαργοΟ σχηματισμός της πόλης-κράτους και η τεχνική ανάπτυξη βοήθησαν, στην απελευθέρωση της ανθρώπινης σκέψηςΣτη ζωή της πόλης ζούσαν οι άνθρωποι ο ένας δίπλα στον άλλοΔεν ήταν απομονωμένοιΣυζητούσαν, αντάλ­λαζαν γνώμες και ασκούσαν κριτική σε αυτέςΈτσι δημιουργήθηκαν οι κατάλλη­λες προϋποθέσεις για τη γέννηση της φι­λοσοφίας.

Μια άλλη αιτία γι' αυτό ήταν, ότι μετά τη μεγάλη μετακίνηση των λαών (το έτος 1200 π.Χ.) πέρασαν πολλοί αιώνες με ει­ρήνη, αν εξαιρέσει κανείς τους περσικούς πολέμους (546-479 π.Χ.). Και στην εσω­τερική πολιτική παρέμειναν οι Έλληνες ει­ρηνικά, με εξαίρεση τους Σπαρτιάτες στη Μεσσηνία. Οι άλλες πόλεις είχαν λύσει, με τον αποικισμό, τα προβλήματα του υπερ­πληθυσμού και της οικονομίας.

Εκτός από τους Ορφικούς ο πατριαρχι­κός τύπος κοινωνίας είχε διαλυθεί. Τα ιερατεία και η παλιά θρησκευτική παράδοση αντικαταστάθηκαν από δύο μαντεία, στους Δελφούς και στη Δωδώνη. Αυτό οδήγησε στο να εγκαταλειφθεί η ιε­ρατική γραφή. Τώρα υπάρχει μόνο ένα είδος γραφής. Επίσης η επιστημονική σκέψη δεν ήταν πια υπόθεση του ιερατείου. Παρ’ όλα αυτά επικρατούσαν στην Ασία ακόμη μοναρχικοί τύποι διακυβέρνησης. Στην Ελλάδα, αντίθετα, υπήρχε, με λίγες εξαιρέσεις, δημοκρατία μόνο για τους ελεύθερους πολίτες και όχι για τους σκλάβους. Αλλά αυτή ήταν ο πιο προχω­ρημένος δημοκρατικός τρόπος διακυβέρ­νησης, ο οποίος υπήρχε τότε σε ολόκληρο τον παλιό κόσμο.
Αυτές οι κοινονωνικοπολιτικές αλλαγές μαζί με τις τεχνολογικές αναπτύξεις, τη δυνατότητα της επικοινωνίας με άλλους πολιτισμούς, την περιέργεια, την ανάγκη για νέους προσανατολισμούς και πληρο­φόρηση, ήταν οι προϋποθέσεις για την ελεύθερη σκέψη και τη γέννηση της φιλο­σοφίας. Η απεριόριστη και σήμερα ακόμη ανεξήγητη δημιουργικότητα της ατομικής ανθρώπινης σκέψης, που σημαίνει της ανοιχτής στον κόσμο κριτικής σκέψης του ενεργητικού και δραστήριου ανθρώπου, μπορεί να είναι η αιτία για τον ερχομό της φιλοσοφίας. Το ελληνικό κοινωνικό περι­βάλλον την έκανε ανεκτική και την προώ­θησε. Έτσι η μυθολογική σκέψη των Eλλήνων αντικαταστάθηκε βήμα προς βήμα με την ορθολογική. Ο Μύθος, που ήταν συνδεμένος με τη θρησκεία και τους υπερφυσικούς τρόπους επίδρασης, στέκε­ται αντιμέτωπος στο Λόγο, που προσπα­θεί να εξηγήσει τις φυσικές αιτίες των πραγμάτων με σωστή ακολουθία αιτιολο­γικής σκέψης.
Στις κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες κάθε εποχής ανάλογη είναι η παιδεία. Στην Oμηρική  Iλιάδα ο Αχιλλέας, μαθαίνει από τον παιδαγωγό του Φοίνικα, την τέ­χνη του ιππικού αγώνα, της ομιλίας και των αγώνων. Στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος μαθαίνει την πολεμική αλλά επίσης την κοιινωνική τέχνη του Μέντορα .

Στην Οδύσσεια διαφαίνεται ένας υψη­λός κοινωνικός πολιτισμός. Ο κόσμος των βασιλέων Φαιάκων είναι μια αυλή με όλες τις λεπτομέρειες της ετικέτας και της ιε­ραρχίας.

Το ουσιώδες της πόλης της Σπάρτης ήταν αυτό μιας πόλης-κράτους, η οποία εκπαίδευε τους νέους της γι' αυτή. Οι νέ­οι δεν γίνονταν πια αξιαγάπητοι νικητές με τους αγώνες, αλλά στρατιώτες. Ζού­σαν πάντα με το άγχος της τιμωρίας. Η μoυσική ήταν στρατιωτική. Η παιδευτική μέθοδος ήταν αυτή του ηρωικού προτύ­που. Η σπαρτιατική αγωγή ήταν αδιά­σπαστα δεμένη με την πολιτική ζωή της πόλης. Οι Σπαρτιάτες έπρεπε οπωσδήπο­τε να υπακούουν στους νόμους, διαφορε­τικά διέτρεχαν τον κίνδυνο να χάσουν τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Στην Aθήνα οι προϋποθέσεις για μια δημοκρατική παιδεία ήταν ευνοϊκότερες. Εδώ άνθισε η φιλοσοφία μέσα από τη ζωή της μικρής πόλης-κράτους. Σε παλαιότε­ρες εποχές ήταν οι Αθηναίοι πολεμιστές, όμως επηρεάστηκαν από τις ιδέες της ιω­νικής φιλοσοφίας και έμαθαν να βλέπουν την πόλη και τον κόσμο, τον κόσμο και τον άνθρωπο ως μια «κοινωνία δικαίου». Δίπλα στη γυμναστική αγωγή (στο γυ­μνάσιο και στην παλαίστρα) ήταν και η μουσική αγωγή (με τους δασκάλους της μουσικής) σημαντική. Τα τραγούδια δεν εξυμνούν τον ηρωισμό, αλλά τη δικαιοσύ­νη. Στην κλασική εποχή έγιναν τα πρώτα σχολεία για διάβασμα, γράψιμο και λογα­ριασμούς. Ιδιαίτερη προώθηση απολάμβανε η ελληνική «παιδεία». Όροι όπως: παιδεία για παιδιά, παιδεία για αγόρια, μόρφωση για αγόρια, σήμαιναν γενικότε­ρα για τους Έλληνες τη σύμφωνη με τη φύση και αρμoνική προώθηση των σωμα­τικών και πνευματικών δυνάμεων παι­δεία, με σκοπό να διαθέσει στην πόλη και την κοινωνία τέλεια μορφωμένους και ικανούς πολίτες (καλοί καγαθοί). Ο «καλός καγαθός» κατείχε την αρετή, της οποίας τα κύρια στοιχεία ήταν η ανδρεία, η δικαιοσύνη και ιδιαίτερα η σωφροσύνη. Από τη γενική παρουσίαση συμπεραί­νεται, ότι η ανάπτυξη της σκέψης από το Μύθο στο Λόγο είναι στενά δεμένη με τις κoινωνικooικoνoμικές αλλαγές. Η οικονο­μική ευημερία, που προέκυψε από τον απoικισμό και το εμπόριο είχε ως επακόλουθο την αλλαγή του τρόπου διακυβέρ­νησης. Όταν όμως οι κοινωνίες έγιναν δη­μοκρατικότερες, άρχισε να αναπτύσσεται ένας ορθολογικός τρόπος παρατήρησης και εξήγησης του κόσμου και των ανθρώ­πων, ο οποίος από την πλευρά του επηρέ­ασε πολύ την παραπέρα ανάπτυξη και την παιδεία. Αυτό γίνεται αντιληπτό πά­νω απ' όλα στην αθηναϊκή δημοκρατία του ονομαζόμενου «χρυσού αιώνα».

  (Από το βιβλίο «ΦΥΣΙΚΗ – ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ». 
Σοφία Κανάκη – Πρωτόπαπα).
   
 
·        Από τις κοσμογονίες στην κοσμολογία
 
            Αν υπάρχει μια φιλοσοφία που βλέπει τον κόσμο ως πρόβλημά της κεντρικό και σχεδόν αποκλειστικό, είναι η αρχαία Ελληνική φιλοσοφία στην πρώτη περίοδο της ιστορίας της, πριν από το Σωκράτη. Ο φιλόσοφος της κλασσικής Αθήνας θεωρείται όριο, γιατί, όπως σημειώνει ο Αριστοτέλης "ἐπί Σωκράτους τοῦτο μεν ηὐξήθη (τό ὁρίσασθαι τήν οὐσίαν), τό δέ ζητεῖν τά περί φύσεως ἔληξε". Η φυσική πραγματικότητα γίνεται για τον Έλληνα των αρχαϊκών κυρίως χρόνων το πρώτο ερέθισμα που βάζει σε κίνηση το πνεύμα του και το οδηγεί στη γέννηση της φιλοσοφίας. Έτσι μπορούμε να πούμε από την αρχή ότι στην ιστορία του Ευρωπαϊκού ανθρώπου η συνειδητοποίηση του κοσμολογικού προβλήματος και η γέννηση της φιλοσοφίας συμπίπτουν. Η Ελληνική κοσμολογία που εγκαινιάζεται με την έννοια του «νερού» και ολοκληρώνεται με την έννοια του «ατόμου», σημαδεύεται από μια σειρά σταθμούς, που διαμορφώνουν συστήματα και σχολές στο χώρο του προβληματισμού της. Ο πρώτος από αυτούς τους σταθμούς είναι η σχολή της Μιλήτου, που διατύπωσε την υλοζωϊστική ερμηνεία του κόσμου.
            

Λέγοντας ότι η προσωκρατική φιλοσοφία έχει τον κόσμο ως πρόβλημά της κεντρικό και σχεδόν αποκλειστικό, δεν παραθεωρούμε το γεγονός ότι οι εκπρόσωποί της έχουν απόψεις και για τον άνθρωπο, την κοινωνία, το κράτος, τη γνώση και την πράξη. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε ότι οι απόψεις αυτές αποτελούν προεκτάσεις της φυσικής φιλοσοφίας τους. Ο άνθρωπος και η συμπεριφορά του εδώ εξετάζονται ως άμεσα εξαρτήματα του φυσικού κόσμου. Δεν έχουν γίνει ακόμα αντικείμενα ειδικών κλάδων του επιστητού.

            Με την απλή δήλωση ότι οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι προσπάθησαν πρώτοι να εξηγήσουν τη σύσταση του κόσμου ασφαλώς δεν γίνεται φανερό σε όλες του τις διαστάσεις το μέγεθος του εγχειρήματος. Όταν αυτοί οι στοχαστές ξεκινούν, ο δρόμος της επιστήμης δεν έχει ακόμα χαραχθεί, και πρέπει να τον ανοίξουν οι ίδιοι. Στην εποχή τους το μόνο δεδομένο είναι η διάχυτη απορία μπροστά στην ποικιλία των φυσικών φαινομένων, στην αδιάκοπη γένεση και φθορά, σε όλα όσα συμβαίνουν στη στεριά και στη θάλασσα, στον ουρανό ψηλά και μέσα στη ζωή των ζώων και των φυτών, απορία που έχει πηγή της την εφηβική ορμή για γνώση του αρχαίου Έλληνα. Αλλά το παραστατικό υλικό είναι φτωχό, τα όργανα λείπουν και η κριτική για το κύρος της γνώσης είναι ανύπαρκτη. Έτσι οι πρωτοπόροι της κοσμολογίας πρέπει μαζί με τη θεωρία να οικοδομήσουν τη γλώσσα της φιλοσοφίας, την ορολογία της επιστήμης και τον κριτικό λόγο. Η συνέχεια του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού πνεύματος έδειξε την επιτυχία αυτών των στοχαστών. Σήμερα όλοι ξέρουμε ότι οι βάσεις της φιλοσοφίας και της επιστήμης βρίσκονται στην προσωκρατική σκέψη και ότι από αυτήν διατυπώθηκαν οι κυριώτερες έννοιες όλων των κλάδων του επιστητού. Ειδικά για το πρόβλημά μας πρέπει να θυμηθούμε ότι οι αυτονόητες πια έννοιες κόσμος, φύση, άπειρο, χώρος, χρόνος, άτομο, κενό, ύλη, δύναμη, μέγεθος, κίνηση, αριθμός, συνεχές, μέρος, όλο, φθορά, ένωση, διάλυση και ένα πλήθος άλλες έννοιες της φυσικής πέρασαν στη γλώσσα της επιστήμης και καθιερώθηκαν, αφού τις εισηγήθηκαν οι Προσωκρατικοί.

              Η κοσμολογία είναι ανάστημα της κοινωνίας του 6ου π.Χ. αιώνα. Τότε ο Έλληνας έχει αφήσει πίσω του τη γνωστή μας από την επική ποίηση παιδική ψυχολογία του, η συνείδησή του ευρύνεται και βαθαίνει, αιτήματα προσωπικά τον κατακλύζουν και τον χαρακτηρίζει πιο κριτική στάση απέναντι στη ζωή. 

Το ωρίμασμα αρχίζει όταν η ζωή στην Ελλάδα με τους αποικισμούς, τη ναυτιλία και το εμπόριο παίρνει μορφή αστική. Τότε στα λιμάνια της Μεσογείου διασταυρώνονται τα αγαθά της γης και οι ιδέες των ανθρώπων. Με τούτα οι Έλληνες πλουτίζουν τα σπίτια τους, μ’ εκείνες το μυαλό τους. Η ζωή προάγεται και εκλεπτύνεται. Οι δρόμοι της θάλασσας δείχνουν ακόμα στους φτωχούς πολίτες τον τρόπο να υψώσουν ανάστημα μπροστά στους κληρονομικούς κυρίους της γης τους. Έτσι σχηματίζεται μια ισχυρή μεσαία τάξη, που μπορεί ν’ αμφισβητεί στους ευγενείς το αποκλειστικό δικαίωμα στην εξουσία. 

Οι τελευταίες δεκαετίες του 7ου αιώνα και ολόκληρος ο 6ος χαρακτηρίζονται από σκληρούς πολιτικούς αγώνες και μεταπολιτεύσεις. Σ’ αυτή την περίοδο οι πιο πολλές και οι πιο σημαντικές Ελληνικές πόλεις περνούν από τη βασιλεία στη δημοκρατία, άλλες άμεσα, όπου οι λαϊκότερες τάξεις κατορθώνουν να επιβάλλουν ανόθευτη τη βούλησή τους, και άλλες έμμεσα, όπου ισχυρά πρόσωπα, οι τύραννοι, τις χειραγωγούν έναν καιρό, κρατώντας για προσωπική τους ωφέλεια τα προνόμια που αφαιρούν απ’ τους κληρονομικούς άρχοντες. Οπωσδήποτε όμως το φεουδαρχικό σύστημα παραχωρεί βαθμιαία τη θέση του στο κράτος του δικαίου. Το δίκαιο γίνεται ο νέος ανθρώπινος δεσμός. 

Η νέα μορφή του κράτους αφήνει στον πολίτη ολοένα πιο πλατιά περιθώρια ελευθερίας και ολοένα πιο πολλές δυνατότητες για συμμετοχή στα κοινά. Ακόμα και η θρησκεία την εποχή αυτή μπαίνει σε κάποιο κριτικό στάδιο. Τη δυναμωμένη συναισθηματική ζωή του Έλληνα δεν την ικανοποιούν πια οι παλιές ιεροτελεστίες, και γίνεται αισθητή η ανάγκη για πιο προσωπική σχέση με το Θεό. Την απομάκρυνση του Ελληνικού πνεύματος από το μυθικό κόσμο και τη στροφή του στο «εγώ», το «εδώ» και το «τώρα» την παρακολουθούμε κυρίως από τα κείμενα των λυρικών ποιητών, που εκφράζουν μια βαθμίδα πνευματικής ζωής μεταγενέστερη από τη επική ποίηση και προγενέστερη από την προσωκρατική φιλοσοφία. Στη λυρική ποίηση συναντούμε τα πρώτα προσωπικά ερωτήματα για τον κόσμο, το Θεό, τον άνθρωπο, την ψυχή, τη ζωή, τη γνώση και την πράξη, δηλαδή αυτά που οδηγούν στη φιλοσοφία.

Τελευταία στον κόσμο της έρευνας σημειώνεται ιδιαίτερος ζήλος στην προσπάθεια να εξηγηθεί η γέννηση της Ελληνικής κοσμολογίας μέσα από τον παραστατικό κύκλο των κοσμογονικών μύθων του Ελληνικού και του εξωελληνικού χώρου. Έτσι αναζητούν σ’ αυτούς τους μύθους τα σπέρματα των προβλημάτων και τα στοιχεία της μεθόδου της προσωκρατικής φιλοσοφίας. Η τάση αυτή δικαιώνεται βέβαια από την ανάγκη να αξιολογήσουμε το υπόστρωμα της φιλοσοφίας, να γνωρίσουμε την αφετηρία της, αλλά δεν ερμηνεύει καθεαυτό το φαινόμενο της μετάβασης από το μύθο στο λόγο. 

Εκείνο που συχνά παραθεωρείται από τους νεότερους ερευνητές είναι το γεγονός ότι οι ομοιότητες των Ελληνικών κοσμολογικών θεωριών με τις κοσμογονικές δοξασίες, ντόπιες και ξένες, είναι στην επιφάνεια, όχι στο βάθος : Οι δοξασίες έχουν να κάνουν με παραστάσεις, ενώ οι θεωρίες λειτουργούν με έννοιες, οι πρώτες αποτελούν μυθικές επινοήσεις, ενώ οι δεύτερες συνθέτουν λογικές εξηγήσεις. Αν το στοιχείο του μύθου μόνο ήταν ικανό να γεννήσει την επιστημονική σκέψη, θα έπρεπε όλοι οι λαοί του αρχαίου κόσμου, αφού είχαν μύθους, να φτάσουν και στη φιλοσοφία.

 Όμως είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι λαοί πριν από τους Έλληνες Δε μπόρεσαν να οδηγηθούν ποτέ σε αφαιρέσεις, γενικεύσεις και ανακαλύψεις φυσικών και ιστορικών νόμων. Έμεινα σε επιδόσεις πάνω σε ορισμένους πρακτικούς τομείς του επιστητού, μετρήσεις αθροίσεις και γενικά εμπειρικές γνώσεις. Οι Έλληνες πήραν βέβαια από τους λαούς της Μέσης Ανατολής και μυθολογικό υλικό και πρακτικές γνώσεις, άγνωστο όμως σε ποιο βαθμό, αφού Δε μπορούμε να υπολογίσουμε τι ανήκε άμεσα στον αιγαίο πολιτισμό. Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι τα στοιχεία, που πήραν οι Έλληνες από τους άλλους λαούς, τα επεξεργάστηκαν με το δικό τους πνεύμα, που βασικά γνωρίσματά του είναι η σαφήνεια και η οξυδέρκεια. Από αυτή τη διεργασία προέκυψε ο ορθός λόγος, που εκδηλώνεται ως αφαίρεση και θεώρηση του όλου, ως τάση για γενίκευση, ως μεταμόρφωση της εικόνας σε έννοια και ως η διατύπωση νόμων. Θα λέγαμε μαζί με το W. Guthrie ότι αν ο Έλληνας της αρχαϊκής περιόδου κατατριβόταν με μετρήσεις και παρατηρήσεις πάνω σε μεμονωμένα θέματα, όπως τότε ο ανατολίτης και όπως σήμερα ο ειδικός επιστήμων, η φιλοσοφία δε θα γεννιόταν ποτέ. 

Δεν ξέρει κανείς αν η σαφήνεια των γραμμών, η πλαστικότητα των σχημάτων, η διαφάνεια, η καθαρότητα και η εποπτικότητα, που είναι γνωρίσματα του Ελληνικού χώρου, δεν έγιναν με τον καιρό γνωρίσματα και του νου των κατοίκων του και δεν του έδωσαν την ευχέρεια σε κάποια στιγμή της ιστορίας του να αναστήσει από τις νεφελογεννημένες μυθικές μορφές τις πλαστικές έννοιες και από τις προσωποποιημένες φυσικές δυνάμεις τους τετράγωνους νόμους του πνεύματος.
             
Η ιστορική στιγμή που συντελέστηκε η γέννηση του ορθού λόγου είναι ο 6ος αιώνας π.Χ. Προηγήθηκε μακρόχρονη εξελικτική διαδικασία, που τα σημάδια της είναι φανερά και μέσα στην ίδια τη μυθολογία των Ελλήνων. Πολύ πριν εκδηλωθεί η επιστημονική σκέψη τους, οι Έλληνες βαθμιαία φορτίζουν με λόγο τους μύθους, που παίρνουν από τους άλλους λαούς, και με τη σαφήνεια και τη οξυδέρκεια του νου τους προσδίδουν σ’ αυτούς πλαστικότητα, άγνωστη στην εξωελληνική μορφή τους. 

Οι ιστορικοί όροι της διεργασίας που οδηγεί τους Έλληνες στην επιστήμη είναι μέσα στην ελευθερία, που γεννήθηκε στις ανθηρές πόλεις των αρχαϊκών χρόνων. Η σκέψη μέσα σ’ αυτές λειτουργεί χωρίς τους φραγμούς του δόγματος και η γνώση δεν φυλακίζεται πίσω από τα αδιαπέραστα τείχη ενός ιερατείου, αλλά προσφέρεται στο λαό ως θεία δωρεά και ανοίγει τη λεωφόρο της εθνικής του παιδείας. 

Η τάση για διαφωτισμό είναι περισσότερο αισθητή ακριβώς στους Έλληνες κοσμολόγους. Αυτοί αποτολμούν γενικότερα τόσο αμείλικτη κριτική του βασισμένου στο μύθο γνωσιακού, λατρευτικού, κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου της εποχής τους, ώστε ορισμένοι τουλάχιστο από αυτούς αντιμετώπισαν δυσμένειες και διώξεις. 

Στα κείμενά τους η απόσταση από το μύθο παρουσιάζεται συντελεσμένη και έχει αρχίσει ήδη η αντιμαχία επιστήμης και μύθου, που θα συνεχιστεί μέχρι το τέλος του Ευρωπαϊκού πολιτισμού ως αντίθεση της φαντασίας και της λογικής.

  (Άρθρο του Ευαγγέλου Ρούσσου στο 11ο τεύχος του περιοδικού  «ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ»)
       
           Αναμφίβολα η Ελληνική αντίληψη περί ανθρώπου και κόσμου προοδευτικά «εκκοσμικεύτηκε» ή «λαϊκοποιήθηκε» και το σύμπαν των Θεών εξαφανίστηκε σιγά – σιγά μπροστά στις πράξεις των ανθρώπων. Ενώ στους χρόνους που συμβατικά ονομάζουμε ομηρικούς η αφήγηση οργανώνεται γύρω από θεϊκά πρόσωπα, καθώς τα ίδια τα ανθρώπινα πρόσωπα έχουν καταντήσει ουσίες σε καθεστώς ημιεξάρτησης, στην κλασική εποχή - τον 5ο αιώνα π.Χ. -  , ο άνθρωπος, ως πολίτης – πολεμιστής, που πάει και μάχεται, εμφανίζεται ως παράγοντας που επωμίζεται τη μοίρα του. Αυτή την εποχή τα πολιτισμικά είδη αλλάζουν νόημα και ύφος : η τραγωδία, από θεμελιακά θρησκευτική, γίνεται πολιτική τελετουργία· η κωμωδία περνάει από το παιχνίδι για το γέλιο στην πολιτική κριτική· άλλα είδη ενισχύονται, όπως η ιστορική γεωγραφία : τις θρυλικές περιγραφές και τις μυθικές γενεαλογίες διαδέχονται τοπία και ήθη που περιγράφονται και αναλύονται επακριβώς, τα γεγονότα καταγράφονται λεπτομερειακά·  άλλα είδη γεννιούνται, όπως η ιατρική, που στο εξής επικαλείται περισσότερο την έρευνα των αιτιών της ασθένειας παρά τις αμφίβολες πηγές της μαντικής· ή όπως η «φυσική» που λίγο – λίγο μετατοπίζεται από τις μαγικές θεωρίες στη μελέτη των φαινόμενων σχέσεων· ή όπως η τέχνη του λόγου, που δεν είναι στο εξής κλήρος των ευγενών οικογενειών, αλλά γίνεται το μέσο που κάθε πολίτης διαθέτει, τυπικά τουλάχιστον, για να διακηρύξει τις γνώμες και τα ενδιαφέροντά του· ή όπως η «φιλοσοφία», που παύει να είναι μια επηρμένη και μυστηριώδης διακήρυξη για να διεκδικήσει, μέσα στο συντονισμένο παιχνίδι των ερωτήσεων και των απαντήσεων, το δικαίωμα της να καθορίσει, σε όλα τα πεδία, την υπέρτατη δικαιοδοσία.

                   (Απόσπασμα από το κεφ. «Από το μύθο στην έλλογη σκέψη»,του Francois Chatelet, στο 4τομο έργο «Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ»)