Το χάος - χώρος στην παράδοση
(Ησίοδος, «Θεογονία»)
Σε κάθε κοσμογονία, υπεράνω και πίσω από τον Δημιουργό, γύρω εντός και εκτός, βρίσκεται το Άγνωστο, το Ακατανόητο, η Πηγή και η Αιτία όλων. Το σύμπαν προβάλλει από αυτό το Μεγάλο Άγνωστο που κανένας ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει. Πολλά ονόματα έχουν δοθεί σε αυτό το μυστήριο που περιέχει εντός του το παν. Αποκαλείται «απύθμενη άβυσσος», «κενότητα», «χάσμα», «άβυσσος των υδάτων», «άγνωστο σκότος», «βυθός». Ο Δημόκριτος το ονόμαζε «Κενό» αλλά επίσης και βυθό. Ο Πλάτων «Άπειρο» και ο Αναξαγόρας «Απειρία». Τα Ορφικά μυστήρια μιλούσαν για το τρεις φορές Άγνωστο Σκότος από όπου ξεπήδησε ο Κρόνος-Ηρακλής, και ο Ησίοδος μάς μιλά για το Χάος με την έννοια του κενού αρχικά, διότι αργότερα η λέξη αυτή απέκτησε διαφορετική σημασία στη σκέψη των ανθρώπων. Το Χάος του Ησίοδου δεν είναι όμοιο με εκείνο του Αναξαγόρα που διακοσμήθηκε από το Νου. Κατά την ετυμολογία της λέξης από τη ρίζα ΧΑΥ ή ΧΑF, σημαίνει το χάσμα αλλά όχι κάτι που είναι εντελώς κενό.
Το Ησιόδειο Χάος είναι ο γενάρχης και η «οντότητα» από την οποία πρόβαλλαν όλα. Το ίδιο δεν ενώνεται ποτέ με τη Γαία, που είναι κατά κάποιο τρόπο μια διαφοροποίηση του Χάους, ένας εν δυνάμει χώρος που προβάλλει από τον αφηρημένο χώρο. Με το όνομα Γαία δεν εννοείται ο πλανήτης Γη διότι οι αρχαίοι Έλληνες την ονόμαζαν Χθόνα. Ο Ορφέας δίδασκε ότι το Ησιόδειο Χάος δεν είναι τόπος αλλά η άπειρη και γεμάτη αιτία των θεών και το κόσμου, και το ονόμαζε χάσμα πελώριο χωρίς τέλος ούτε πυθμένα ούτε βάση, αλλά «αζητές σκότος», διότι το ίδιο δεν έχει μορφοποιημένη φύση αλλά από αυτό προβάλλει το νοούμενο της ύλης ως Γαία. Αποτελεί κενό χώρο, αχανές σκοτεινό και μυστηριώδες διάστημα, έρεβος και νύκτα. Στο πεδίο της αφαίρεσης, ο αφηρημένος ή υπερβατικός χώρος αποτελεί την άγνωστη θεότητα που φαίνεται κενή μόνο στον πεπερασμένο νου. Είναι μια καθαρή υποκειμενικότητα που η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να συλλάβει, δίχως αυτό να σημαίνει ότι είναι κάτι μη υπάρχον.
Όταν ο Δημόκριτος μιλούσε για τα άτομα και το κενό, εννοούσε μεν το χώρο αλλά όχι έναν εντελώς κενό χώρο, δεδομένου ότι «η φύση αποστρέφεται το κενό» όπως έλεγαν οι Περιπατητικοί. Ο Δημόκριτος όριζε δύο αρχές: το ον που θεωρούσε πλήρες και το μη ον που θεωρούσε κενό, εντός του οποίου το πλήρες δημιουργούσε τα πάντα με τροπή και ρυθμό. Στο απόσπασμα Β117, ομολογεί ότι «στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτε γιατί η αλήθεια βρίσκεται στο Βυθό». Ο όρος αυτός αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην Ορφική παράδοση για το Χάος, και εδώ χρησιμοποιείται από τον Δημόκριτο με την έννοια τού αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου. Ο Δαμάσκιος περιγράφει το Βυθό ως «κρυφό κόσμο που συγκεντρώνει μέσα του όλους τους κόσμους, ως κόσμο των κόσμων που εγκυμονεί την Κοσμική Ιδέα». Η Κοσμική Ιδέα μπορούμε να πούμε ότι γίνεται η Κοσμική «Άτομος» του Δημόκριτου (απόσπ. Α 47), δηλαδή όχι απλώς ένα άτομο με διαστάσεις ενός κόσμου αλλά η αρχική συμπύκνωση όλων των κόσμων, όλων των αρχετυπικών ατόμων-ιδεών εντός του Βυθού πριν από την έναρξη κάθε δημιουργίας.
Η έννοια του αφηρημένου ή υπερβατικού χώρου μπορεί να εξεταστεί με δύο, φαινομενικά, διαφορετικούς τρόπους. Από τη μια πλευρά, ως το απεριόριστο διάστημα στην πλέον αφηρημένη όψη του δίχως όρια ή χαρακτηριστικά, δηλαδή ως κενότητα. Αλλά από την άλλη, ως η άπειρη πληρότητα του παντός.
Στην πρώτη περίπτωση είναι το σύμπαν με όλα όσα υπάρχουν σε αυτό από την άποψη του πνευματικού κόσμου ή των υπερβατικών για εμάς καταστάσεων, παρόλο που στη δική μας περιορισμένη αντίληψη φαίνεται ως το Μεγάλο Κενό δίχως καμία πνευματική υπόσταση. Ως κενότητα, είναι το εσωτερικό μυστηριώδες διάστημα που αναφέρεται και ως Βυθός.
Στη δεύτερη περίπτωση ταυτίζεται με το Πλήρωμα των Γνωστικών και είναι μια πληρότητα. Είναι το εκδηλωμένο ψυχικό διάστημα που προβάλλει από το Βυθό ή Προπάτορα, και σ’ αυτόν επιστρέφει όταν ολοκληρωθεί ο κύκλος της δημιουργίας. Κανένας από τους μεγάλους Διδασκάλους δεν απέδωσε ποτέ ιδιότητες στον υπερβατικό χώρο, παρότι όλες οι ιδιότητες και όλες οι δυνάμεις εμπεριέχονται σε αυτόν και προβάλλουν από αυτόν. Ούτε μίλησαν για φυσικές διαστάσεις του αφηρημένου χώρου, διότι για τη φιλοσοφία οι φυσικές διαστάσεις αφορούν μόνο το συγκεκριμένο χώρο ή το φυσικό σύμπαν. Το μόνο που ειπώθηκε ή μάλλον υπαινίχθηκε είναι η υπόθεση της αιωνιότητάς του και η ακατάπαυστη κίνησή του, που δεν σταματά ποτέ ούτε και στα μεσοδιαστήματα «δημιουργίας – ανάπαυσης». Γι’ αυτό και θεωρήθηκε ως θείος και αιώνιος.
Ο Τίμαιος έλεγε ότι καθετί που υπάρχει είναι απαραίτητο να υπάρχει κάπου και να κατέχει κάποιο χώρο. Αυτό το «κάπου» ή αυτός ο «χώρος» στη αντίληψή μας λαμβάνει την έννοια του «εκεί έξω», δηλαδή κάτι που βρίσκεται πολύ μακριά από εμάς. Αυτό όμως συμβαίνει διότι είμαστε παρατηρητές τού έξω κόσμου ή του διαστημικού χώρου που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας. Στην αρχαιότητα ωστόσο, ο χώρος ή το διάστημα δεν ήταν απαραιτήτως κάτι αποκλειστικά εξωτερικό και απτό, αλλά συχνά θεωρούταν πως περιείχε βαθμίδες εσωτερικών διαστάσεων. Ο όρος «εσωτερική διάσταση» είναι μεταφορικός και όλα όσα ανήκουν στη διάσταση αυτή δεν είναι ορατά από τις αισθήσεις μας. Περιέχει όλα τα μη ορατά, για εμάς, πράγματα και τις μη ορατές ενέργειες και δυνάμεις του σύμπαντος, τις οποίες συχνά αντιλαμβανόμαστε από τη δράση τους στο φυσικό περιβάλλον.
Η επιστήμη δέχεται ότι το φυσικό σύμπαν περιέχει δέκα διαστάσεις, από τις οποίες μόνο τέσσερις έχουν έως τώρα εκδηλωθεί, ενώ οι υπόλοιπες βρίσκονται «διπλωμένες εντός του» – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Ωστόσο, ο όρος «εσωτερική διάσταση» έχει και μια άλλη έννοια που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Θεωρούμε ότι η διάσταση αυτή υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ή μάλλον στην υποκειμενικότητά μας ή τον ψυχισμό μας και μόνο. Οι αρχαίο λαοί όμως θεωρούσαν ότι το «εσωτερικό διάστημα» είναι κάτι ή μάλλον, είναι χώρος αντικειμενικός αν και ανεξάρτητος από τον ανθρώπινο ψυχισμό. Ότι είναι ένα πεδίο ή μια κατάσταση μέσα στην οποία κινούμαστε μάλλον και η οποία μας περιβάλλει, ακριβώς όπως και το ορατό διάστημα, και δεν βρίσκεται περιορισμένο μέσα στον ψυχισμό τους. Επιπλέον, οι Ιδέες οι οποίες είναι πνευματικές εικόνες έχουν εσωτερικές διαστάσεις. Δηλαδή έχουν «έκταση» ή χώρο. Ο χώρος αυτός είναι καθαρά μορφή πνεύματος και δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει ποτέ αισθητό στοιχείο αλλά παραμένει καθαρά νοητό στοιχείο.
Ο Πλάτων έλεγε ότι αυτό που είναι ακίνητο δεν μπορεί να είναι θείο και αιώνιο. Δεν υπάρχει τίποτε ακίνητο μέσα στον Υπερβατικό Απόλυτο χώρο, που είναι η Παγκόσμια Ψυχή, διότι η Ψυχή είναι η ίδια η κίνηση και το αυτοκινούμενο, η μια πανταχούσα ουσία και ενέργεια, η απεριόριστη έκταση, η πρωταρχική ενσωμάτωση της Μονάδας, το άγνωστο δοχείο των πάντων.
Κατά το Χαλδαϊκό λόγιο, το χάος-χώρος είναι μήτρα «συνέχουσα τα πάντα», άπειρος κατάσταση κατά τον Δαμάσκιο, ενώ στην Ινδική παράδοση είναι το πρωταρχικό χάος που κρύβει μέσα του το θάνατο και την αθανασία που παρέχεται στους θεούς με τη μορφή της amrita, του ινδικού νέκταρος της αθανασίας.
Στη διαφοροποιημένη φύση του ως ψυχικός χώρος, αποτελεί την πηγή των λεπτοφυών ιδιοτήτων και τη ριζική φύση της ορατής ύλης. Στο πεδίο της αντίληψης ερμηνεύεται ως το δοχείο όσων υπάρχουν, ή αλλιώς η «υποδοχή» ή το «δεχόμενο» του Πλάτωνα.
Το Ησιόδειο Χάος διαφοροποιημένο ως Γαία γεννά τον Ουρανό που κατόπιν την γονιμοποιεί. Ο Χώρος γίνεται τώρα χώρα και σώμα της Ψυχής, φορέας των νοητών υποστάσεων, των θεών που μετέχουν στο «είναι» της. Συνεχής και άμορφος, απέραντος και απεριόριστος ο χώρος – Γαία, γεννά ύστερα τον Χρόνο (Κρόνο), αλλά κατόπιν γίνεται σύζυγός του και παράγοντας ροής με τη μορφή της Ρέας.
Ακόμη, γίνεται ο μεγάλος τάπητας, ο ψυχικός ιστός των άπειρων ιεραρχιών των δυνάμεων ή αρχών ή θεών, αν βέβαια οι δυνάμεις αυτές προσωποποιηθούν όπως στη Θεογονία του Ησίοδου.
Γίνεται το δοχείο που ο Πλάτων αποκαλεί «υποδοχή ή δεχόμενο» και το περιγράφει ως την έκταση που περιέχεται στο πνεύμα, και ως χώρο τον οποίο οι πνευματικές εικόνες ή ιδέες αποκαλύπτουν τόσο ως νοητό αλλά και ως γνωστικό στοιχείο. Εκτός από «υποδοχή» ή δοχείο των ιδεατών, αρχετυπικών μορφών, ο ψυχικός χώρος αποτελεί τη βάση, την ύπαρξη, και το πεδίο της απεριόριστης Ζωής και του άπειρου Νου, του Δημιουργού.
Ιφιγένεια Κασταμονίτη