Η ΙΚΕΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η Ικεσία ήταν θεσμός στην Αρχαία Ελλάδα και οι ικέτες προστατεύονταν από έναν άγραφο νόμο. Προστάτης των ικετών θεωρούνταν ο Ικέσιος Δίας.

Ο ικέτης είχε διαπράξει συνήθως έγκλημα ή σοβαρό αδίκημα, είχε παραβιάσει πολιτικό ή ηθικό νόμο. Για ασυλία προσέτρεχε στον βωμό ενός ναού ή στην εστία της οικίας ενός ισχυρού άνδρα. Στο χέρι του κρατούσε σύμβολο της δυστυχής του θέσης, ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με άσπρο μαλλί προβάτου, την Ικετηρία.


Ο ικέτης τοποθετούσε την ικετηρία πάνω στον βωμό του ναού και παρέμενε εκεί όσο εκκρεμούσε η αίτηση για ικεσία. Όταν ο άρχων της πόλης αποδεχόταν την αίτηση, ο ικέτης έπαιρνε από το βωμό το κλαδί ελιάς και έφευγε περιμένοντας συνήθως να εκδικαστεί η υπόθεσή του από κάποιο δικαστήριο. Στην περίπτωση που προσέτρεχε για προστασία σε κάποια οικία, τοποθετούσε την ικετηρία στην εστία της οικίας και καθόταν εκεί μέχρι ο οικοδεσπότης να δεχτεί να του δώσει προστασία.
Μερικές φορές ο ικετευόμενος δυσκολευόταν να κάνει δεκτή την αίτηση της ικεσίας και ο ικέτης αναγκαζόταν να γονατίσει μπροστά του και να τον ικετεύσει στο όνομα του πατέρα του, της μητέρας του και των παιδιών του, για να τον σώσει. Αξιοσημείωτη είναι η ικεσία του Θεμιστοκλή προς τον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών [Θουκ. Α΄136]. Για να γίνει δεκτή η ικεσία του Θεμιστοκλή, η γυναίκα του Άδμητου του πρότεινε να κάτσει δίπλα στην εστία και να πάρει στην αγκαλιά του, το μικρό παιδί του βασιλιά.

Σε κάποιες περιπτώσεις ο ικέτης γονατιστός φύλαγε τα χέρια, άγγιζε τα γένια και τα γόνατα του ικετευόμενου.

[Ιλιάδα Α΄ στιχ. 500] Η Θέμιδα για χάρη του γιού της Αχιλλέα, έγινε ικέτιδα στον Δία. Με το αριστερό της χέρι του έπιασε τα γόνατα και με το άλλο το πιγούνι και ικετεύοντας του ζήταγε να τιμήσει τον γιό της, που τον ατίμασε ο Αγαμέμνονας παίρνοντας του το πολεμικό γέρας.

Ο Πρίαμος, ο πατέρας του νεκρού Έκτορα, πήγε κρυφά ικέτης στον Αχιλλέα. Γονατιστός, αγκαλιάζοντας τα γόνατα του και φιλώντας τα χέρια του φονιά, ικέτευε να του δώσει το σώμα του νεκρού Έκτορα για να το θάψει. Ο Αχιλλέας φέρθηκε με σεβασμό στον Πρίαμο. Πρόσταξε τις δούλες να πλύνουν το σώμα του νεκρού και ζήτησε από τον Πρίαμο να δειπνήσει μαζί του. Του έστρωσε να κοιμηθεί στην σκηνή και του υποσχέθηκε ενδεκαήμερη ανακωχή, για να ταφεί ο Έκτορας.

Κάποιοι κατέφευγαν να γίνοντε ικέτες των πατρώων τάφων του ικετευόμενου, όπως στην περίπτωση των Πλαταιών που κινδύνευαν να θανατωθούν από τους Λακεδαιμόνιους [Θουκ. Γ΄ 59]«ἡμεῖς τε, ὡς πρέπον ἡμῖν καὶ ὡς ἡ χρεία προάγει, αἰτούμεθα ὑμᾶς, θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους καὶ κοινοὺς τῶν Ἑλλήνων ἐπιβοώμενοι, πεῖσαι τάδε· προφερόμενοι ὅρκους οὓς οἱ πατέρες ὑμῶν ὤμοσαν μὴ ἀμνημονεῖν ἱκέται γιγνόμεθα ὑμῶν τῶν πατρῴων τάφων ...».

Το σημαντικό στο θεσμό της ικεσίας ήταν ότι ο ικετευόμενος δεν μπορούσε να αρνηθεί να δώσει ασυλία, γιατί αυτό θα προκαλούσε την οργή των Θεών. Μόλις γινόταν δεκτή η αίτηση του ικέτη, θεωρούνταν ιερός και απαραβίαστος. Μπορούσε να εξέλθει από το ναό ή την οικία παίρνοντας μαζί του την ικετηρία. Κανείς δεν μπορούσε πλέον να τον βλάψει, μιας και αυτό θα κινούσε την μήνη των Θεών , το λεγόμενο «άγος».

Το «άγος» επιβάρυνε όχι μόνο αυτόν που το διέπραται αλλά και τους απογόνους του, που τους αποκαλούσαν «αγιείς και αλιτήριους». Πίστευαν ακόμα ότι στην χώρα που παρέμεναν, προκαλούσαν πολλά δεινά και καταστροφές.

[Θουκ. Α’126] Όταν ο Κύλων προσπάθησε να καταλάβει την Ακρόπολη και δεν τα κατάφερε, μπόρεσε να διαφύγει από την πολιορκία των Αθηναίων μαζί με τον αδερφό του. Οι οπαδοί του κατέφυγαν ικέτες στον βωμό της Αθηνάς. Οι Αθηναίοι τους είχαν υποσχεθεί ότι δεν θα τους κακοποιήσουν, αφού όμως τους απομάκρυναν από τον ναό, τους φόνευσαν (Κυλώνειο άγος). Τότε ξέσπασε ένας τρομερός λοιμός στην Αθήνα και κάλεσαν τον Επιμενίδη από την Φαιστό (φημισμένο εξαγνιστή) να καθαρίσει το «Κυλώνειο άγος». Χρησιμοποιώντας κλαδιά ελιάς εξάγνισε την πόλη και οι Αθηναίοι για να τον ευχαριστήσουν θέλησαν να του προσφέρουν δώρα. Αυτός ζήτησε μονάχα ένα κλαδί από την Ιερή ελιά και έφυγε.

[Θουκ. Α΄128] Οι Λακεδαιμόνιοι όταν φόνευσαν τους είλωτες ικέτες του Ποσειδώνα στο Ταίναρο, εξόργισαν τον Θεό και προκάλεσε μεγάλος σεισμός στην Σπάρτη.

Η Ιλιάδα ξεκινάει με την ικεσία του Χρυσής (Ιερέα του Απόλλωνα) προς τον Αγαμέμνονα. Ο Χρυσής ικετεύει τους Αχαιούς, να σεβαστούν τον Απόλλωνα, να δεχτούν τα λύτρα που τους δίνει και να του παραδώσουν την κόρη του Χρυσηίδα, που την κρατάνε ως πολεμικό γέρας. Όλοι συμφωνήσανε να σεβαστούν τον ιερέα και να δεχτούν τα λύτρα, εκτός από τον Αγαμέμνονα, που με απειλές έδιωξε τον δύστυχο ιερέα. Σιωπηλός και υπάκουος αποχώρησε από το στρατόπεδο των Αχαιών, μα ικέτευσε τον Απόλλωνα να τιμωρήσει τους Δαναούς. Ο Απόλλωνας εισάκουσε τις παρεκκλίσεις του ιερέα και θέρισε με τα θεϊκά του βέλη τον στρατό.

Ο Σοφοκλής ξεκινάει την τραγωδία του «Οιδίπους Τύραννος» με μία ικεσία. Μια ομάδα νεαρών ικετών μαζί με τον Ιερέα του Διός έχουν πάει να καταθέσουν τις ικετηρίες τους στον βωμό των ανακτόρων. Την ίδια στιγμή ο υπόλοιπος κόσμος της Θήβας έχει μαζευτεί στους ναούς της πόλης και κάνουν ικεσίες στους Θεούς. Ο λόγος της ταυτόχρονης ικεσίας στον βασιλιά και στους Θεούς είναι ο φοβερός λοιμός που θερίζει την πόλη. Ο βασιλιάς Οιδίποδας ζήτησε από το μαντείο των Δελφών χρησμό, για να μάθει την αιτία του κακού. Ο χρησμός του φανέρωσε ότι αιτία του λοιμού είναι ένα μίασμα που υπάρχει στην χώρα, ο φονιάς του Λάιου. Ο Λάιος ήταν βασιλιάς της Θήβας, πριν από τον Οιδίποδα, που τον δολοφόνησαν ληστές καθώς πήγαινε στο μαντείο των Δελφών. Ο Οιδίποδας τους υποσχέθηκε ότι θα βρεί τον φονιά και πρόσταξε τους ικέτες να φύγουν παίρνοντας μαζί τους τις ικετηρίες τους.

Οι Δαναΐδες για να γλυτώσουν το γάμο που τους επέβαλλε ο Αίγυπτος αυθαίρετα με τους γιούς του, κατέφυγαν ικέτιδες στο Άργος [Αισχ. Ικέτιδες]. Ο βασιλιάς του Άργους έδειξε διστακτικός στην αρχή να τις δεχτεί. Η ασυλία που θα τους παρείχε γνώριζε πως θα έβαζε σε κίνδυνο την πόλη του. Οι κόρες του Δαναού τον απείλησαν ότι εφόσον αρνηθεί την ικεσία τους, θα αυτοχειριαστούν. Ο βασιλιάς φοβήθηκε ότι η πράξη τους αυτή θα μιάνει το Άργος. Πρόσταξε λοιπόν τον πατέρας τους, τον Δαναό να γεμίσει με ικετηρίες τους ναούς της πόλης, ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των Αργειτών. Οι Αργείοι τελικά πείστηκαν και έδωσαν άσυλο στην Δαναΐδες.

Ο Ευριπίδης είναι ένας ακόμα ποιητής που έχει ασχοληθεί με το θέμα της ικεσίας. Στις «Ικέτιδες» μας παρουσιάζει το δράμα των μανάδων, των επτά νεκρών στρατηγών του Άργους. Οι Θηβαίοι είχαν απαγορεύσει στους Αργείους να παραλάβουν τα νεκρά σώματα των στρατηγών τους.

Έτσι αποφάσισαν οι μάνες τους, μαζί με τον βασιλιά του Άργους Άδραστο, να απευθυνθούν για βοήθεια στους Αθηναίους. Βρίσκουν την μάνα του Θησέα Αίθρα, σ’ ένα ιερό στην Ελευσίνα και την ικετεύουν να πείσει τον γιό της να συμβάλει στην ικανοποίηση του αιτήματός τους. Ο Θησέας που καταφτάνει στην Ελευσίνα μετά από απαίτηση της μητέρας του, αρνείται αρχικά να βοηθήσει τον Άδραστο, που ασύνετα οδήγησε τη χώρα του σε πόλεμο. Καταφέρνει τελικά η μάνα του και τον πείθει να βοηθήσει. Με την σειρά του πείθει και αυτός τους Αθηναίους και ετοιμάζει τον στρατό του, σε περίπτωση που οι Θηβαίοι αρνηθούν να του δώσουν τους νεκρούς. Ο Θηβαίος αντιπρόσωπος που έχει συναντήσει τον Θησέα, του μεταφέρει με θράσος τις αλαζονικές απαιτήσεις της Θήβας. Ο πόλεμος μεταξύ τους φαίνεται αναπόφευκτος. Οι Αθηναίοι κερδίζουν και παίρνουν από την Θήβα τους νεκρούς Αργείους. Ο Θησέας καίει τα σώματα και παραδίδει την τέφρα στους γονείς και στα παιδιά τους.

Από τις πηγές που αναφέραμε παραπάνω κατανοούμε ότι οι σημερινοί ικέτες - προσκυνητές , καμία σχέση δεν έχουν με τον Έλληνα. Ο χριστιανός, γίνεται ικέτης στους Ναούς του για να του εκπληρωθούν οι πόθοι του ή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του. Κάτι που όπως είδαμε δεν συνέβαινε στη Αρχαία Ελλάδα. Ο Ικέτης επιζητεί μόνο την προστασία – ασυλία, έχοντας επίγνωση του εγκλήματος και του αδικήματος που έχει διαπράξει. Ο χριστιανός θεωρεί ότι το αδίκημα ή έγκλημα του, μπορεί να διαγραφεί αγοράζοντας συγχωροχάρτια, ανάβοντας λαμπάδες και κάνοντας μετάνοιες.