Λαϊκή κυριαρχία στην αρχαία Αθήνα
Ο σοφός Σόλων, από το 594 π.Χ., είχε ήδη επιβάλει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία σε Ασία και Αφρική οι απόλυτοι μονάρχες ούτε καν διανοούνταν να ρωτήσουν κάποιον, πέρα από τους επαγγελματίες συμβούλους τους.
Ανάμεσα στα άλλα, ο Σόλων επέβαλε και την Εκκλησία του Δήμου, μια αναβίωση των συνελεύσεων της ομηρικής εποχής αλλά με καθορισμένα και καταλυτικά καθήκοντα. Τους νόμους πια τους ψήφιζε η Βουλή των 400 (εκατό από κάθε φυλή) αλλά κι αυτής οι αποφάσεις υπόκειντο στην έγκριση της Εκκλησίας του Δήμου, όπου δικαίωμα συμμετοχής είχαν όλοι οι ελεύθεροι πολίτες, ανεξάρτητα από το μέγεθος της περιουσίας τους.
Μεσολάβησε, βέβαια, η «τυραννίδα» του Πεισίστρατου, αλλά αφότου το 514 π.Χ. οι τυραννοκτόνοι Αρμόδιος και Αριστογείτων κατάφεραν να σκοτώσουν τον αδερφό του Ιππαρχο, ο Ιππίας, γιος και διάδοχος του τυράννου έγινε ακόμα πιο καταπιεστικός.
Ξεγελώντας τους Θεούς
Ο Κλεισθένης απάντησε: «Σκέφτηκα πως η κατοικία του θεού Απόλλωνα δεν μπορεί να είναι φτιαγμένη από ασήμαντο πωρόλιθο. Του πρέπει μαρμάρινη και μάλιστα από το πιο φημισμένο υλικό. Δεν θα σας κοστίσει ούτε μια μνα παραπάνω. Ομως, όποτε έρχονται εδώ Σπαρτιάτες για να ζητήσουν χρησμό, κάποιος να προσθέτει στα λόγια της Πυθίας μια φρασούλα: Η Σπάρτη να βοηθήσει τους Αθηναίους να διώξουν τον Ιππία». Συμφώνησαν.
Ο Κλεισθένης μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι ήταν ο πρώτος Αθηναίος που κατάφερε να δωροδοκήσει έναν θεό. Τον Απόλλωνα! Με το «πες, πες», λοιπόν, στη Λακωνία άρχισε να δημιουργείται ρεύμα κατά του Ιππία, παρ' όλο που ο ίδιος ήταν «κολλητός» με τους εκεί βασιλιάδες. Οργανώθηκε ένα εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Αγχίμολο, επιβιβάστηκε στα πλοία και κατευθύνθηκε στο Φάληρο.
Λαϊκή κυριαρχία στην αρχαία Αθήνα
Την ίδια στιγμή, ο Ιππίας ειδοποίησε τους φίλους στη Θεσσαλία με πρώτο να καταφτάνει τον ταγό Κινέα με χίλιους καβαλάρηδες. Οταν οι Σπαρτιάτες αποβιβάστηκαν, το θεσσαλικό ιππικό έπεσε πάνω τους και τους τσάκισε. Ο Αγχίμολος σκοτώθηκε στη μάχη και όσοι σώθηκαν, γύρισαν με τα πλοία στη Σπάρτη. Εκεί, ο λαός ζητούσε εκδίκηση.
Ο βασιλιάς Κλεομένης μπήκε επικεφαλής του στρατού και στη μάχη που έγινε στην Αττική οι Θεσσαλοί κατατροπώθηκαν. Ο Κινέας το έσκασε στην πατρίδα του και ο Ιππίας με τους μισθοφόρους του οχυρώθηκαν στην ακρόπολη όπου Σπαρτιάτες κι αθηναϊκός λαός τους πολιόρκησαν. Ο Ιππίας θέλησε να φυγαδεύσει την οικογένειά του αλλά τελικά τον συνέλαβαν και τον υποχρέωσαν να δεχτεί συμφωνία.
Αφού ο τύραννος έφυγε, οι φυγάδες και οι εξόριστοι ξαναγύρισαν στην Αθήνα. Μαζί τους και οι Αλκμεωνίδες με αρχηγό τον Κλεισθένη. Τρεις νόμοι πέρασαν με συνοπτικές διαδικασίες: Διαγραφή από τους καταλόγους πολιτών όλων εκείνων που είχαν γίνει Αθηναίοι παράνομα, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων όλων εκείνων που είχαν στηρίξει τη δικτατορία και απαγόρευση των βασανιστηρίων. Ομως, στις εκλογές για την ανάδειξη νέου επώνυμου άρχοντα, ο Κλεισθένης έχασε. Τις κέρδισε ο επικεφαλής των αριστοκρατών Ισαγόρας.
Ο Κλεισθένης δεν πτοήθηκε. Ως απλός πολίτης, εισηγήθηκε στην Εκκλησία του Δήμου σειρά μέτρων που καταργούσαν την οργάνωση του κράτους με βάση τις φατρίες κι αναδείκνυαν τον πολίτη ενεργό κύτταρο της πόλης, ενώ παράλληλα πρότεινε τη δημιουργία της Βουλής των 500, που θα εκλέγονταν και ουσιαστικά θα κυβερνούσαν. Οι προτάσεις του εγκρίθηκαν κι έγιναν νόμοι του κράτους. Ηταν το 508 π.Χ. κι έτσι γεννήθηκε στην Αθήνα η Δημοκρατία πριν από 2.515 χρόνια.
Το καλό το παλικάρι...
Ο Ισαγόρας γρήγορα κατάλαβε ότι βρέθηκε με έναν τίτλο χωρίς αντίκρισμα αφού η εξουσία είχε περάσει στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου, έτσι, κατέφυγε κι αυτός στη δωροδοκία. Η σύζυγος του βασιλιά της Σπάρτης, Κλεομένη, ανήκε στην κατηγορία των γυναικών που δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να τις πει όμορφες. Αντίθετα, η σύζυγος του Ισαγόρα ήταν ονομαστή για τα κάλλη της. Ο Κλεομένης εντυπωσιάστηκε όταν την είδε και ο Ισαγόρας δεν είχε κανένα ενδοιασμό. Σ ελάχιστο χρονικό διάστημα, το «παράνομο ζευγάρι» ήταν γεγονός και ο Ισαγόρας πήρε την εξουσία της Αθήνας με τα όπλα του Σπαρτιάτη βασιλιά.
Αρχικά, εξόρισε την οικογένεια των Αλκμεωνίδων και τον αρχηγό της, μαζί με ακόμη 700 οικογένειες αντιπάλων του. Μετά, θέλησε να καταργήσει την εκλεγμένη Βουλή και να διορίσει τριακόσιους δικούς του. Ομως, η νεαρή Δημοκρατία δεν κατέθεσε τα όπλα. Βουλευτές και λαός ξεσηκώθηκαν και πολιόρκησαν τους δύο βασιλείς και τους δικούς τους που οχυρώθηκαν στην ακρόπολη.
Ο Κλεομένης σκέφτηκε το ζήτημα. Καλή η κυρία του Ισαγόρα αλλά αυτός είχε μπλέξει άσχημα και καμία όρεξη δεν είχε να βλέπει τους άνδρες του να σκοτώνονται για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στην εξουσία της Αθήνας. Δυο μέρες μετά το κλείσιμό του στον ιερό βράχο, ήρθε σε επαφή με τους πολιορκητές οι οποίοι δέχτηκαν να τον αφήσουν να επιστρέψει με τον στρατό του στη Σπάρτη. Μέσα στη σύγχυση, ο Ισαγόρας βρήκε ευκαιρία να το σκάσει αλλά οι οπαδοί του πέρασαν από δίκη και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Κλεισθένης ξαναγύρισε θριαμβευτής. Με τις εισηγήσεις του που ψηφίστηκαν χωρίς τροπολογίες, το νέο πολίτευμα, η Δημοκρατία, ολοκληρώθηκε και παγιώθηκε, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι ξεπέρασε και τους κινδύνους.
Στη Σπάρτη, ο Κλεομένης δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ουσιαστικά έγινε υποχείριο των Αθηναίων που τον χρησιμοποίησαν για να απαλλαγούν από τον φίλο του, Ιππία. Συνεννοήθηκε με τους Βοιωτούς και τους Χαλκιδείς να χτυπήσουν από τα βόρεια, ενώ ο ίδιος με τους Πελοποννήσιους πέρασε τον Ισθμό. Η αθηναϊκή Δημοκρατία για ακόμη μια φορά αποδείχτηκε ατσάλινη. Ο Κλεομένης γύρισε στη Σπάρτη και ξεκάθαρα, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παλινορθώσει τον Ιππία.
Ο εκπρόσωπος των Κορινθίων, Σωσικλής, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους λέγοντας: «Αν σας αρέσει τόσο πολύ η τυραννίδα, εφαρμόστε την πρώτα στη Σπάρτη και μετά προσπαθήστε να την επιβάλετε και αλλού». Το συνέδριο διαλύθηκε. Ηταν το 506 π.Χ. Ο Κλεισθένης έζησε τιμημένος την υπόλοιπη ζωή του. Η εγγονή του, Αγαρίστη, παντρεύτηκε τον Ξάνθιππο. Στα 490 π.Χ. το ζευγάρι ευτύχησε να αποκτήσει ένα γιο. Ηταν ο Περικλής, ο άνθρωπος που οδήγησε την Αθηναϊκή Δημοκρατία στον χρυσό της αιώνα.
Σε άλλη περίπτωση, ο Θεμιστοκλής εισηγήθηκε έναν νόμο. Ο Αριστείδης θύμωσε, επειδή δεν το είχε σκεφτεί εκείνος. Σηκώθηκε κι άρχισε να ρητορεύει εναντίον της εισήγησης του Θεμιστοκλή. Η εκκλησία πείστηκε και τον απέρριψε. Μετά τη συνεδρίαση, ο Αριστείδης είχε τύψεις. Το απόγευμα, τον άκουσαν να φωνάζει: «Αθηναίοι, ένας μόνον τρόπος υπάρχει να γλιτώσετε. Να πάρετε και τον Θεμιστοκλή κι εμένα και να μας φουντάρετε στη θάλασσα».
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εφηύραν το λάδωμα, εφηύραν τα κόμματα και το ρουσφέτι αλλά εφηύραν και την ειλικρίνεια.