Ο ιερός χώρος των Δελφών

Οι Δελφοί, στη ΝΔ. πλευρά του Παρνασσού, υπήρξαν κατά την αρχαιότητα ένα σημαντικότατο πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο, σύμβολο της ενότητας του Αρχαίου Ελληνισμού επί πολλούς αιώνες, αποτέλεσαν δε την έδρα του περίφημου Μαντείου του Απόλλωνα.

Ο χώρος ονομαζόταν αρχικά Δελφύς (αρχαιοελληνική λέξη που σημαίνει «μήτρα, κοιλιά», από την οποία προέρχεται και η λ. «αδελφός» < α αθροιστικό + δελφύς) λόγω του σχήματός του ή επειδή εκεί λατρευόταν κατά τη Μυκηναϊκή Εποχή η μητέρα – θεά Γη. Επίσης, η ονομασία «Δελφοί» μάς παραπέμπει στον Δελφό, ο οποίος ήταν γιος ή του Ποσειδώνα ή του Απόλλωνα, και αδελφός του Παρνασσού. Ο μεν Δελφός είχε επινοήσει τη μαντική τέχνη με την εξέταση των σπλάχνων των θυσιαζομένων ζώων, ο δε Παρνασσός μάντευε από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά.

Στους Δελφούς, κατά τη Μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε από τα άκρα του σύμπαντος ο Δίας, τον ένα από την Ανατολή και τον άλλο από τη Δύση, για να βρεθεί το κέντρο του κόσμου. 

Η ιστορία των Δελφών χάνεται στα βάθη της προϊστορίας και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων.

Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ υπήρχε αρχικά Ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, φύλακας του οποίου ήταν το τερατόμορφο φίδι Πύθων, γιος και προστάτης της θεάς Γης. Ο Απόλλων, γιος του Δία, έφυγε από τον Όλυμπο, με σκοπό να σκοτώσει τον Πύθωνα και να κατακτήσει αυτό το όμορφο και ιερό μέρος. Ο θεός αυτός του φωτός, της χάρης, της μουσικής και της καλλιτεχνίας, σφάζοντας τον Πύθωνα, προσέφερε στους Έλληνες τον θρίαμβο της κατατρόπωσης του πρωτόγονου ενστίκτου, ωθώντας τους ταυτόχρονα στη δημιουργία καλλιτεχνημάτων σε όλους τους τομείς της μουσικής, της γλυπτικής και της συγγραφής. 

Μετά την σφαγή του Πύθωνα, ο Απόλλωνας αυτοεξορίστηκε, για να αυτοτιμωρηθεί και να εξαγνισθεί. Έπειτα επέστρεψε, μεταμορφωμένος σε δελφίνι και οδηγώντας ένα καράβι με Κρητικούς ναυτικούς, το οποίο έφθασε στην Κίρρα, επίνειο των Δελφών. Οι ναυτικοί έμειναν κι αυτοί στους Δελφούς, έχτισαν το Ιερό του Απόλλωνα και έγιναν ιερείς του. Ο Απόλλων στέφθηκε επισήμως άρχοντας και προστάτης των Δελφών, στο σημείο δε εκείνο, όπου έγινε η σφαγή του Πύθωνα, ο ύψιστος των θεών Δίας έριξε τον ιερό βράχο, μια τεράστια λευκή πέτρα σε σχήμα αυγού, κι έτσι οι Δελφοί έγιναν γνωστοί στα πέρατα του τότε κόσμου ως ο «ομφαλός της Γης».

Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών, σε μια θέση που μόνον οι θεοί μπορούσαν να διανοηθούν και να δημιουργήσουν, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαία κληροδοτήματα της πατρίδας μας. Το μέγεθος της συμβολής των Δελφών στην εξέλιξη του αρχαίου πολιτισμού είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστο.

Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο ιδιαίτερα υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πιο ξακουστό Μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας, το Μαντείο των Δελφών, το οποίο άκμασε από τον 6ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.. Ο χώρος του Μαντείου είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικός και από την πρώτη κιόλας ματιά καταλαβαίνει ο κάθε επισκέπτης για ποιο λόγο αυτός εδώ ο χώρος ήταν και θα είναι ο «ομφαλός της Γης».

Πυθία ονομαζόταν η εκάστοτε Πρωθιέρεια του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών, μέσω της οποίας ο θεός έδινε τους χρησμούς του. Το όνομα Πυθία μάς παραπέμπει στη λέξη Πυθώ, αρχαία ονομασία της πόλης των Δελφών και της τοποθεσίας της. Επίσης, οι αρχαίοι συνέδεαν το όνομα Πυθία με το ρήμα πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι), αλλά και με το ρήμα πύθομαι (= σαπίζω), επειδή εκεί αποσυντέθηκε ο Πύθων που φόνευσε ο Απόλλων.

Πριν από κάθε χρησμοδότηση, η Πυθία πλενόταν, έπινε νερό από την Κασταλία πηγή, μασούσε φύλλα δάφνης και ανέβαινε σε έναν τρίποδα, από τη βάση του οποίου έβγαιναν αναθυμιάσεις από την καύση διαφόρων βοτάνων εμπλουτισμένων με υψηλές ποσότητες μεθανίου. 


Η Πυθία, ερχόμενη σε έκσταση και βγάζοντας ασυνάρτητες κραυγές και λόγους, μετέφερε τη χρησμοδότηση του θεού Απόλλωνα προς τον ενδιαφερόμενο, με τρόπο συνήθως λακωνικό, δυσνόητο και αινιγματικό. Οι ιερείς του Μαντείου μετέτρεπαν τα άναρθρα αυτά λόγια σε έμμετρους χρησμούς, με διφορούμενη σημασία. Ο χρησμός π.χ. για τα ξύλινα τείχη, που θα έσωζαν την Αθήνα από τον Ξέρξη, από άλλους ερμηνεύτηκε ως καταφυγή στην Ακρόπολη, και από άλλους ως ναυμαχία , επειδή τα καράβια ήταν ξύλινα. Συνήθως η Πυθία εκλεγόταν από τις ευγενικής καταγωγής παρθένες των Δελφών. Έπρεπε να είναι αγνή και να διατηρήσει την παρθενία της. Αργότερα, όμως, αποφασίστηκε να είναι ηλικίας άνω των 50 χρόνων, επειδή κάποτε είχε απαχθεί μια νεαρή ιέρεια. Στα παλαιότερα χρόνια η Πυθία έδινε μόνον έναν χρησμό, κάθε Φεβρουάριο. Πρώτη Πυθία του Μαντείου των Δελφών, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν η Φημονόη.

Οι χρησμοί του Μαντείου των Δελφών θεωρούνταν ως οι πιο αξιόπιστοι. Πόλεις, ηγεμόνες και απλοί άνθρωποι έσπευδαν να συμβουλευθούν τον θεό κι έπειτα έκφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με λαμπρά αφιερώματα, που σταδιακά κατέκλυσαν το Ιερό. Η φήμη του Μαντείου έφθασε στα πέρατα του κόσμου, η δε έναρξη της λειτουργίας του χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας και του μύθου. Πιστεύεται ότι το Δελφικό Μαντείο διατύπωσε καθοριστικές προβλέψεις σχετικά με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ επιβεβαιωμένος θεωρείται ο σπουδαίος ρόλος του στην ίδρυση των ελληνικών αποικιών.

Ο μεγάλος φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) υποστήριξε ότι το Μαντείο των Δελφών ούτε απέκρυπτε ούτε απεκάλυπτε την αλήθεια, παρά μόνο την υπαινισσόταν. Για παράδειγμα, όταν ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας ρώτησε το Μαντείο αν ήταν σωστό να επιτεθεί στην Ελλάδα, η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Αν επιτεθείς, θα καταστρέψεις ένα μεγάλο Βασίλειο». Ο Κροίσος επιτέθηκε, πιστεύοντας ότι το μεγάλο Βασίλειο που επρόκειτο να καταστραφεί θα ήταν η Ελλάδα. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν ήταν το αναμενόμενο. Η στρατιά του Κροίσου ηττήθηκε, και το μεγάλο βασίλειο που καταστράφηκε ήταν το δικό του. Σημειωτέον ότι έκτοτε ο Κροίσος δεν έπαψε να υποστηρίζει την σοφία και τη διορατικότητα του Δελφικού Μαντείου.

Η παρακμή του Μαντείου επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του Ορθολογισμού, τον 3ο αι. π.Χ., ωστόσο το τυπικό στη λειτουργία του έμεινε αναλλοίωτο έως τον 2ο αι. μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε επισκέφθηκε το Μαντείο ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτηρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.

Ο τελευταίος χρησμός που δόθηκε ήταν το 362 μ.Χ. στον Ορειβάσιο, γιατρό του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την ανύψωση του Μαντείου, μια προσπάθεια όμως που ο ίδιος ο θεός Απόλλων θεωρούσε πια περιττή: «Πήγαινε και πες στον βασιλιά ότι το καλά σφυρήλατο δωμάτιο έχει γεμίσει σκόνη. Ο Φοίβος Απόλλων δεν έχει πια οίκο ή δάφνη ή γάργαρη πηγή. Ακόμη και η πηγή των αερίων έχει στερέψει και δεν υπάρχει πια»…

Το 395 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του Μαντείου, με διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Έκτοτε, επί 100 και πλέον χρόνια οι Δελφοί εγκαταλείφθηκαν τελείως. Η ανθρώπινη βαρβαρότητα και η ισοπέδωση της φύσης ερήμωσαν τον ιερό αυτό χώρο, τον οποίο το έτος 500 μ.Χ. άρχισαν να κατοικούν μόνιμα Χριστιανοί, που γύρω στο 600 μ.Χ. σχημάτισαν την λεγόμενη από τις μεσαιωνικές πηγές ΠόληΗ πόλη αυτή δεν υπήρξε αξιόλογη στους αιώνες που ακολούθησαν. Το μόνο που αναφέρεται είναι το όνομα Καστρί, ονομασία του τελευταίου χωριού που υπήρχε εκεί…

Το Μουσείο των Δελφών βρίσκεται δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο του ναού και είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Στους χώρους του εκτίθενται σημαντικά αγάλματα και αντικείμενα τέχνης καθώς και ευρήματα αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Το κτήριο που στεγάζει το Μουσείο των Δελφών είναι κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, με λιτή γραμμή, σε πλήρη αρμονία με τον αρχαιολογικό χώρο και το φυσικό τοπίο των Δελφών.

Καθώς πλησιάζει κανείς στο Μουσείο, ερχόμενος από τον αρχαιολογικό χώρο, συναντά διάφορα ευρήματα και παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου υπάρχει ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό μωσαϊκό δάπεδο της παλαιοχριστιανικής περιόδου που σώζεται σχεδόν αυτούσιο.

Μπαίνοντας στο Μουσείο, στον πρώτο χώρο, βλέπουμε τον Τρίποδα των Δελφών, έναν χαρακτηριστικό τύπο του καθίσματος όπου καθόταν η ιέρεια Πυθία.Επίσης, στον πρώτο αυτό χώρο, υπάρχουν διάφορα αναθήματα και μία ασπίδα μεγέθους πραγματικά εντυπωσιακού από την Κύπρο, αφιέρωμα στον Απόλλωνα.

Ακολουθώντας τη διαδρομή των εκθεμάτων, μπορεί κανείς να δει διάφορα ευρήματα, όπως περικεφαλαίες, κοσμήματα και είδη καθημερινής χρήσης. Στον ευρύτερο χώρο του Μουσείου βρίσκονται εντυπωσιακά αγάλματα και απόψεις από τα αετώματα του Ναού και των Θησαυρών. Ανάμεσα σε όλα αυτά δεσπόζει η Σφίγγα της Νάξου, αφιέρωμα των Ναξίων, η οποία – αγέρωχη και επιβλητική – στέκει σαν φύλακας του μουσειακού χώρου. Επίσης, υπάρχουν τμήματα από τα αετώματα του Θησαυρού των Σιφνίων, στα οποία απεικονίζονται σκηνές από τη μάχη των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες.

Ακολουθώντας τη διαδρομή αυτού του μουσειακού χώρου, ο επισκέπτης θαυμάζει διάφορα ειδώλια και κοσμήματα, μέχρι να φθάσει στην αίθουσα όπου εκτίθενται οι περίφημοι δίδυμοι Κούροι του Άργους, φιλοτεχνημένοι από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη (6ος αι. π.Χ.). Τα αγάλματα αυτά βρέθηκαν σε αρίστη κατάσταση, και κατά την επικρατέστερη άποψη απεικονίζουν τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, δυο νεαρά αδέλφια από το Άργος, τα οποία, επειδή η μητέρα τους Κυδίππη – ιέρεια της Ήρας – είχε καθυστερήσει να πάει στον ναό της θεάς, σήκωσαν την άμαξα με τα ίδια τους τα χέρια και την μετέφεραν μέχρι τον ναό, διανύοντας απόσταση 8 χλμ. Η Κυδίππη προσευχήθηκε στην Ήρα να τους χαρίσει ό,τι είναι πολυτιμότερο στον άνθρωπο. Κουρασμένοι οι δύο νέοι αποκοιμήθηκαν στον περίβολο του ναού, αλλά δεν ξύπνησαν ποτέ. Η ηρωική τους πράξη, η αγάπη προς τη μητέρα τους και η ευσέβειά τους προς τη θεά Ήρα τούς εξασφάλισε τη δόξα, την τιμή και σίγουρα την αθανασία. Σημειωτέον ότι την ιστορία αυτή των δύο Αργείων νέων αφηγείται ο Ηρόδοτος στο Α΄ Βιβλίο των «Ιστοριών» του (κεφ. 29 – 33), όπου ο «Πατέρας της Ιστορίας» κάνει λόγο για τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Λυδό βασιλιά Κροίσο και τον Αθηναίο σοφό Σόλωνα σχετικά με το ποιος θεωρείται ως ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι δίδυμοι αυτοί Κούροι απεικονίζουν τους Διόσκουρους, που λατρεύονταν από τους Πελοποννησίους.

Διερχόμενοι από την αίθουσα αυτή οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν άλλα εντυπωσιακά αγάλματα και μαρμάρινα μνημεία. Εδώ υπάρχουν μετώπες και αετώματα ναών που αναπαριστάνουν σκηνές από την Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία. Οι λεπτομέρειες των απεικονίσεων είναι πράγματι εντυπωσιακές και αποδεικνύουν περίτρανα την ανωτερότητα των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών.

Σε μία μεγαλύτερη αίθουσα οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται από αγάλματα παρατεταγμένα στον τοίχο, πολλά από τα οποία διατηρούνται σε αρίστη κατάσταση. Εδώ βρίσκεται και ο περίφημος ομφαλός, ο μεγάλος πέτρινος βράχος – τάφος του Πύθωνα, που υποδήλωνε τη θέση του κέντρου της Γης, καθώς εδώ συναντήθηκαν οι δύο αετοί που είχε στείλει ο Δίας από τα πέρατα του κόσμου. Αυτή είναι η τελευταία κύρια αίθουσα του Μουσείου, γεμάτη από τεραστίων διαστάσεων αγάλματα και εκθέματα. Καθώς οι έκπληκτοι επισκέπτες βρίσκονται περιτριγυρισμένοι απ’ αυτά τα γιγάντια αγάλματα, δεν μπορεί παρά να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους χιλιάδες χρόνια πίσω, τότε που ο Ναός ακέραιος μεσουρανούσε στον ελλαδικό χώρο και οι Δελφοί αποτελούσαν το κεντρικό και ιερότερο σημείο της Γης.

Τέλος, φθάνουμε στην αίθουσα η οποία έχει διαμορφωθεί, για να φιλοξενεί για πάντα το πασίγνωστο άγαλμα του Ηνιόχου – και μάλιστα μόνο αυτό – . Το χάλκινο αυτό άγαλμα βρέθηκε στους Δελφούς και αρχικά αποτελούσε μέρος ενός μεγαλυτέρου συμπλέγματος, που απεικόνιζε άρμα με τέσσερα άλογα, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά κομμάτια. Το ύψος του αγάλματος αυτού, που αποτελείται από 6 μέρη, είναι 1,80μ. Ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα από τον τύραννο της Γέλας Πολύζηλο, το 478 π.Χ., μετά τη νίκη του στις αρματοδρομίες των Πυθίων Αγώνων. Η λεπτομερής αναπαράσταση του προσώπου και της κίνησης του σώματος είναι εντυπωσιακή. Τα μάτια του Ηνιόχου, φιλοτεχνημένα από όνυχα, αναμφίβολα μαγνητίζουν το βλέμμα του επισκέπτη και του δίνουν την εντύπωση ότι ο Ηνίοχος παρακολουθεί αδιάκοπα την κάθε κίνηση μέσα σ’ αυτό τον υποβλητικό χώρο. Η απόδοση της έκφρασης του προσώπου υποδηλώνει αναμφισβήτητα την διατήρηση της αυτοκυριαρχίας του Ηνιόχου, καθώς βρισκόταν επάνω στο άρμα…

Ως κατακλείδα του κειμένου αυτού παραθέτω, με άφατη συγκίνηση, μερικά αποσπάσματα από το εκπληκτικό ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου «Επιστροφή από τους Δελφούς».

Δίπλα μας, πάνω στο άρμα του, ταξίδευε ο Ηνίοχος. 
Ακολουθούσαν πίσω μας οι Φαιδριάδες.
Αντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μες στη νύχτα,
μια νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες νύχτες
του κόσμου· τόσο που, μπρος της, παραμερίσαν
ακόμα κι οι βασιλικές νύχτες των παιδικών μου χρόνων.
Ήτανε τόσο διάφεγγα όλα και ξεχωρίζαν
τα βουνά τόσο φωτεινά, που έμοιαζε σάμπως κάποιος
συμπαντικός λαμπαδηφόρος, του Πυθίου Απόλλωνος
αποσταλμένος, τρέχοντας στα ύψη, να μας συνόδευε
φωτίζοντας μ’ έναν πυρσό πάνω μας τον ορίζοντα.

Πάνω απ’ τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο, παιχνιδίζοντας,
έτρεχε ανάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού,
σαν αλαφάκι, ώσπου έδυσε τέλος κι ο κόσμος άλλαξε
σάμπως να γύρισε ο Θεός σελίδα. Σάμπως να ’γινε
πάνω μας μια παράξενη άνοιξη, ο ουρανός
έμοιαζε με κλαδί ανθισμένο. Όρθιος ο Ηνίοχος
στο πλάι μας πάντα, λάσκαρε κάθε τόσο τα γκέμια,
κοίταζε πάνω του το σύμπαν και χαμογελούσε.

Βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
Δεν ξέραμε αν ήτανε νύχτα στη γη ή μέρα,
κάπου, σε κάποιον κόσμον άλλο. Και δεν ξέραμε
τι είχε συμβεί πάνω στη γη. Νιώθαμε την ψυχή μας
θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οι καρδιές μας
χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες. Θα τελειώσει;
Μέσα μας ζούσαμε ένα φόβο. Τούτο τα ταξίδι
μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει;
Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται
και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μιαν αδιάκοπη
άμπωτη, σα να μη χωράει; Τα πάντα έλαμπαν σάμπως
και βάδιζαν σιγά – σιγά, βαστάζοντας αστέρια
και λουλούδια στα χέρια τους.
(Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είν’ έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή).
Ας μην τελειώσει!
Χωρίς κουβέντα, χωρίς ψίθυρο, σα να ’χαν
οι λέξεις όλες ειπωθεί, σα να μην έκανε,
σα να μην ξέραμε καμιά γλώσσα, όπως τ’ αστέρια
και τα έλατα του Παρνασσού, σιωπούσαμε. Ένα δάκρυ
είναι μια γλώσσα που μιλεί μ’ αναρίθμητες λέξεις,
κάτω απ’ την αγιοσύνη του στερεώματος,
όταν γυρνάς απ’ τους Δελφούς, με μόλις
συγκρατημένους τους λυγμούς. Νομίζαμε
πως κάτι ακούονταν απαλά, σάμπως πάνω απ’ τ’ αστέρι της
να ’παιζεν η Σαπφώ τη λύρα της∙ ενώ, όλα σιωπούσανε
κ’ εμείς, και τ’ άστρα, κ’ οι ποιητές των αιώνων, και τ’ αγέρι
το κοιμισμένο στις ελιές πάνω και δεν ακούγονταν
παρά μόνον οι αντίλαλοι των Φαιδριάδων,
που βούιζαν κι αντιβούιζαν μέσα σε όλη τη νύχτα,
τη νύχτα αυτή την πιο όμορφη της ζωής μας που ποτέ
δεν θα ξανάρθει, αντίλαλοι που έμοιαζαν σάμπως κάποιος
πρωτάγγελος μες στη σιωπή, όρθιος, να επαναλάβαινε:

«Ω, μα τον Δία! Τι χρειάζονται οι λέξεις στην αγάπη;»

Πέφταν σαν κρίνα οι διάττοντες, οι αντίλαλοι σαλεύαν
τις γιασεμιές των ουρανών. Δεν είχε μείνει πόρτα
κλειστή. Λουλούδι ανάνθιστο. Άστρο σβυστό. Χαμήλωνε
ντυμένη όλες τις χάρες της η παντοδυναμία!
Και καθώς ταξιδεύαμε, νιώθαμε ως να μην ήταν
δρόμος κάτω απ’ τα πόδια μας και γης. Σα να μας πήγαινε
λικνίζοντάς μας πάνω του ένα τρελό ποτάμι!

Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!

Ν. Βρεττάκος

Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.
Βιβλιογραφία:
1. Jean Richepin "Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία" (Τόμοι Α΄ και Β΄). Μετάφραση Κοσμά Πολίτη.
2. Σημειώσεις από τις παραδόσεις μου στα Τμήματα Φιλολογίας και Ιστορίας - Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών