Αναρχία στην Αρχαιότητα

Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΖΑΚΗ



ΑΝ κάποιος μας ζητούσε να πούμε τις πρώτες λέξεις που συνειρμικά θα έρχονταν στον νου μας με τη φράση «αρχαία Ελλάδα», οι περισσότεροι θα αναφέραμε, μεταξύ άλλων, τη δημοκρατία, τον Νόμο, τον πολυθεϊσμό, τη δουλεία. Τόσο άρρηκτα συνυφασμένες είναι οι έννοιες αυτές με τη σκέψη και τον τρόπο ζωής του αρχαίου Έλληνα, τόσο θεμελιώδης ήταν ο ρόλος τους στη γένεση και εξέλιξη του τελειότερου για την αρχαιότητα ελληνικού πολιτισμού. 

Κι όμως, μέσα στην ακλόνητη σταθερότητα των αξιών αυτών, μέσα στην αδιάλειπτη για αιώνες συνεχειά τους, ακούστηκαν σκόρπιες οι «παραφωνίες» λιγοστών ανθρώπων, που με το οξύ πνεύμα τους ξεπέρασαν την εποχή τους. Το κάλεσμά τους για μια διαφορετική θεώρηση του κόσμου έπεσε τότε στο κενό, «φωνή βοώντος εν τη ερήμω». Μάταια ο Αντιφών καταδίκαζε τη δουλεία διακηρύσσοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι φύσει όμοιοι. Tο ίδιο μάταια και ο Ξενοφάνης εκθρόνιζε τους 12 ανθρωπόμορφους θεούς του Oλύμπου, για να ανεβάσει στο βάθρο τους τον έναν και μοναδικό Θεό. Kαι είναι επίσης γνωστό ότι ο «προ Xριστού χριστιανός» Σωκράτης κατηγορήθηκε, γιατί αμφισβητούσε την παραδοσιακή θρησκεία των Eλλήνων.
O ρους της ιστορίας, ωστόσο, ανέδειξε τους «αιρετικούς» της αρχαιότητας σε απόστολους και προφήτες του σύγχρονου πολιτισμού. Tο δουλοκτητικό σύστημα, αν και όψιμα, κατέρρευσε και μόνο η ντροπή του έχει επιβιώσει στη μνήμη της ανθρωπότητας. O χριστιανικός μονοθεϊσμός έχει διαποτίσει στο πέρασμα είκοσι αιώνων όχι μόνο τις θεολογικές αντιλήψεις των δυτικών λαών, αλλά και τον πολιτισμό τους στο σύνολό του, παραμένοντας η κυρίαρχη θρησκεία του δυτικού κόσμου. Kάποιες άλλες παράταιρες αντιλήψεις αρχαίων φιλοσόφων εγκλωβίστηκαν στη λήθη, για να επανέλθουν όμως σφοδρότερες χιλιάδες χρόνια μετά, πάλι ως προκλήσεις και αποκλίσεις από τους σύγχρονους κοινωνικούς κανόνες.

O αναρχισμός στα νεώτερα χρόνια

Eδώ θα συναντήσουμε τη θεωρία του αναρχισμού, που αν και προσέλκυσε πολλούς στοχαστές και φιλοσόφους στο διάβα των αιώνων, παραμένει ακόμη στη σφαίρα της ουτοπίας. Kατά τη διάρκεια του 19ου αι. ο αναρχισμός ως θεωρία και κίνημα άνθησε στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες και απέκτησε τους σημαντικότερους υπερασπιστές του (Mπακούνιν, Kροπότκιν, Προυντόν). Tον επόμενο αιώνα ο αναρχισμός βρίσκει απήχηση στην Aμερική και στην Iαπωνία, η γεωγραφική, όμως, εξάπλωση δεν αποτρέπει την παρακμή του, που επήλθε λόγω του ανταγωνισμού από τον κομμουνισμό, της εμπλοκής οπαδών του σε βίαιες ενέργειες και της καχυποψίας των κυβερνώντων. Mε το τέλος του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αναρχισμός επιστρέφει δριμύτερος και δίνει το στίγμα του στην ειρηνικη αντίσταση του Γκάντι κατά της αγγλικής κυριαρχίας στην Ινδία, στα φοιτητικά κινήματα στην Ευρώπη, στις Η.Π.Α. και στην Ιαπωνία, στο ρεύμα αμφισβήτησης των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών από πολίτες ή οργανώσεις σε όλο τον κόσμο.

Η γένεση του αναρχισμού στην αρχαία Ελλάδα Αλλά το διφορούμενο δόγμα του αναρχισμού, που δέχτηκε τις μεγαλύτερες επικρίσεις και τους μεγαλύτερους επαίνους, δεν είναι γέννημα και πρωτοτυπία των Ευρωπαίων στοχαστών του 19ου αι. Πολύ πριν από αυτούς, Έλληνες φιλόσοφοι είχαν διακηρύξει τις βασικές αρχές μιας αναρχικής κοινωνίας και είχαν προτείνει έναν τρόπο ζωής εναρμονισμένο όχι με τους νόμους του κράτους, αλά με το φυσικό δίκαιο που κάθε άνθρωπος κατέχει. Είναι βέβαια απορίας άξιο πώς γεννήθηκαν τέτοιες αντιλήψεις σε έναν λαό που είχε συγκροτήσει δεκάδες τέλεια οργανωμένα κράτη (τις πόλεις –κράτη) και που είχε τάξει τη ζωή του στην υπηρεσία του Νόμου, του υπέρτατου για τους Έλληνες άρχοντα. 

Το ανήσυχο ελληνικό πνεύμα, η πολυφωνία, η ελευθερία σκέψης και λόγου, που σφράγισαν τον αρχαίο πολιτισμό μας, δίνουν βέβαια εύλογες εξηγήσεις για το παράδοξο αυτό. Σ’ αυτά πρέπει να προστεθεί και η αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για το νόημα του Νόμου. Ο Νόμος, λοιπόν, για τον αρχαίο Έλληνα, είναι δισυπόστατος: είναι το σύνολο των γραπτών νόμων που εξασφαλίζουν την ευρυθμία και την ευημερία της πόλης και των πολιτών, αλλά και το άγραφο δίκαιο που είναι έμφυτο και επιβάλλεται όχι από τον φόβο κυρώσεων, αλλά από το αίσθημα της αιδούς, που, όπως διαβάζουμε στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνα, μοίρασε ο Ερμής σε όλους τους ανθρώπους. Η σχέση ανάμεσα στο γραπτό και άγραφο δίκαιο και η υπεροχή του ενός έναντι του άλλου απασχόλησαν στην αρχαιότητα πολλούς ανθρώπους του πνεύματος και αποτέλεσαν την αφετηρία για τους αναρχικούς φιλοσόφους.

Πριν γνωρίσουμε τους πρώτους αυτούς «αναρχικούς», είναι χρήσιμο να δούμε τι πρεσβεύει γενικά το δόγμα του αναρχισμού. Ο αναρχισμός, λοιπόν, απορρίπτει τους νόμους που έχουν θεσπιστεί από ανθρώπους, καταδικάζει την ατομική ιδιοκτησία και την ύπαρξη εξουσίας, θεωρεί μάλιστα και τις δύο γενεσιουργές αιτίες του εγκλήματος. Αντίθετα, η ανυπαρξία νόμων, ιδιοκτησίας και εξουσίας, οδηγεί στην πραγματική δικαιοσύνη και στη δημιουργία μιας ελεύθερης, φυσικής κοινωνίας που βασίζεται στην αλληλοβοήθεια. 
 
Αυτές τις αντιλήψεις θα τις συναντήσουμε και στη φιλοσοφική σκέψη αρχαίων Ελλήνων, διάσπαρτες όμως ή παραλλαγμένες ή ειπωμένες με ηπιότερο τόνο. Κι αυτό, γιατί στην αρχαιότητα δεν δημιουργήθηκε κάποιο φιλοσοφικό κίνημα αμιγώς αναρχικό με τη σημερινή έννοια του όρου, ούτε κάποιος φιλόσοφος προσδιόρισε τον εαυτό του ως τέτοιον. Επομένως, οι όροι «αναρχικός» και «αναρχισμός» είναι αδόκιμοι για την εποχή που θα εξετάσουμε και ίσως ξενίζουν, ωστόσο μόνο αυτοί μπορούν να αποδώσουν με τον όσο πιο δυνατόν εύστοχο τρόπο ανάλογες ιδέες της αρχαιότητας.

Αντιφών ο Αθηναίος

Ο πρώτος που αμφισβήτησε τους θεσμούς της πολιτείας ήταν ο Αντιφών ο Αθηναίος. Στην καρδιά της κλασικής εποχής (μέσα 5ου αι. π.Χ.) ο σοφιστής αυτός διατύπωσε δύο αδιανόητες για τότε απόψεις: α) όλοι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους όμοιοι, β) οι νόμοι της πολιτείας είναι αυθαίρετοι κανονισμοί. Για τον Αντιφώντα οι νόμοι της πολιτείας είναι αμοιβαίες συμφωνίες ανάμεσα στους ανθρώπους και επίκτητοι. Απέναντί τους στέκονται, σαφώς ανώτεροι, οι νόμοι της φύσης, που υπαγορεύονται από την ανάγκη. Η φύση, περισσότερο από τον νόμο, βρίσκεται κοντά στην αλήθεια και σ’ αυτήν οδηγεί τον άνθρωπο με αρωγό τον ορθό λόγο. Ως εδώ, οι ιδέες του Αντιφώντα δεν ακούγονται και τόσο ακραίες. Προχωρώντας όμως ακόμη πιο πέρα, ο Αντιφών ταυτίζει τον νόμο με τον ανθρώπινο πολιτισμό, τον οποίο επίσης απορρίπτει. Διότι ο πολιτισμός αντιτίθεται στην ισότητα που υπαγορεύει η φύση και παραβιάζει τη φυσική δικαιοσύνη, αφού χαρακτηρίζεται από εθνικές και κοινωνικές διακρίσεις. Από αυτή την άποψη, οι πρωτόγονες φυλές, κατά τον Αντιφώντα, βρίσκονται πιο κοντά στην ευτυχία απ’ ό,τι οι πολιτισμένοι λαοί. 
 
Μόνο η φύση και ο πρωτογονισμός, βέβαια, δεν αρκούν, για να εξασφαλίσουν στους ανθρώπους έναν τρόπο ζωής ομαλό και εποικοδομητικό. Προϋποθέσεις απαραίτητες που ορίζει ο Αντιφών είναι η ομόνοια ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας, δηλαδή η σύμπνοια αντιλήψεων, και η παιδεία. Σχετικά με τη σημασία της τελευταίας στην εξέλιξη του ανθρώπου, ο Αντιφών χρησιμοποιεί ως σημείο αναφοράς ―τι άλλο;― τη φύση: όπως και η ποιότητα του σπόρου που φυτεύεται καθορίζει την ανάπτυξη του φυτού και το θωρακίζει απέναντι στη βροχή ή στην αμβροσία, όμοια και το είδος της παιδείας επιδρά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας και δημιουργεί στον άνθρωπο ισχυρές εσωτερικές αντιστάσεις απέναντι σε εξωτερικούς αλλοτριωτικούς παράγοντες.

Ζήνων ο Κιτιεύς

Τη φύση ως πρότυπο ζωής προέβαλε και ο Ζήνων ο Κιτιεύς (από το Κίτιο της Κύπρου, 335-263 π.Χ.), ιδρυτής τους Στωικισμού. Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν «ομολογουμένως τη φύσει», δηλαδή ανάλογα προς τη φύση, η οποία είναι και ο γενικός νόμος του κόσμου. Ο Θεός, που είναι η ψυχή του κόσμου αυτού και ταυτίζεται με τον ορθό λόγο, μεριμνά με την απόλυτη σοφία του για την τάξη και τον ρυθμό του Σύμπαντος. Συγκεκριμένα ο Ζήνων έλεγε: «Ως σκοπός ορίζεται η ζωή σε συμφωνία με τη φύση, ή, μ’ άλλα λόγια, σε συμφωνία με την ίδια μας την ανθρώπινη φύση, όπως επίσης και μ’ εκείνη του Σύμπαντος, μια ζωή στην οποία αποφεύγουμε κάθε πράξη που απαγορεύεται από τον κοινό για όλα τα όντα νόμο, δηλαδή τον ορθό λόγο, που διαποτίζει όλα τα όντα και ταυτίζεται με τον Δία, αφέντη και κυρίαρχο των πάντων».

Ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει την ευδαιμονία, όταν η ζωή του εναρμονίζεται με τη φύση και τον θείο λόγο και όταν θέτει ως μοναδικό σκοπό της ζωής του την αρετή. Τα εξωτερικά αγαθά, όπως η υγεία και ο πλούτος, ελάχιστη σημασία έχουν και είναι μάλλον άξια περιφρόνησης. Αναφέρεται μάλιστα και κάποιο περιστατικό από τη ζωή του Ζήνωνα: Όταν το καράβι με το οποίο ταξίδευε ναυάγησε και έχασε όλη την περιουσία του, ο Κύπριος φιλόσοφος είπε την περίφημη ρήση: «Τώρα που ναυάγησα, έχω καλό ταξίδι». Την επιζήμια επίδραση του πλούτου και το άδικο της ατομικής ιδιοκτησίας στιγμάτιζε επίσης, όταν έλεγε πως «η πολυτέλεια κάνει φτωχό τον πλούσιο και διπλασιάζει τη δυστυχία των φτωχών» και πως «οι καρποί ανήκουν σε όλους, η γη σε κανέναν».
Ακόμη πιο κοντά στα ιδεώδη του αναρχισμού μας φέρνει η «Πολιτεία» του Ζήνωνα, έργο από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί. Στον κόσμο που φαντάζεται ο Ζήνων δεν υπάρχουν δικαστήρια, όργανα τάξης, στρατός, ναοί, χρήματα, ούτε καν σχολεία και γάμοι. Οι άνθρωποι ζουν όλοι μαζί, σαν αγέλη, σε μία οικουμενική κοινότητα που λειτουργεί με τα ίδια ήθη και τους ίδιους φυσικούς νόμους. Σε αυτήν την «ακρατική» κοινωνία, που διέπεται από πλήρη ελευθερία και ισότητα, δεν υπάρχει περιουσία ούτε οικογένεια. Το πώς οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν με αυτές τις συνθήκες ειρηνικά εξηγείται απλά και αυτονόητα: εκτός από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, κάθε άνθρωπος έχει μέσα του και το κοινωνικό ένστικτο, που τον οδηγεί στη σύνδεση και στη συνεργασία με τους συνανθρώπους του με σκοπό το κοινό καλό. Αν, λοιπόν, οι άνθρωποι ακολουθούν τα έμφυτα ένστικτά τους αλλά και τη λογική, η οποία μπορεί να καθορίσει την ηθικότητα, θα ζουν αρμονικά, και ο πειθαναγκαστικός ρόλος των νόμων και των θεσμών θα είναι πια άχρηστος.
Ο Κροπότκιν, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του αναρχισμού, απέδωσε στον Ζήνωνα τον τίτλο του «καλύτερου εκφραστή της αναρχικής φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα». Οι ιδέες του επιβίωσαν και στους πνευματικούς απογόνους του για αιώνες. Οι Στωικοί, που συνέχισαν την παράδοση της Σχολής που ίδρυσε ο Ζήνων, εμμένουν στη βασική αρχή ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει έλλογα και σύμφωνα με τη φύση, ενώ καταδικάζουν κάθε αυθαιρεσία του ατόμου. Θεωρούν την αρετή το ύψιστο αγαθό και τη σοφία απαραίτητο όρο για το λειτούργημα του πολιτικού, του ρήτορα, του παιδαγωγού. Εξακολουθούν βέβαια να πιστεύουν ότι όλα τα κράτη είναι κακά, επειδή ο πολιτικός, λόγω της ίδιας της φύσης του κράτους, κάποιες φορές θα πρέπει να δυσαρεστήσει ή τους θεούς ή τον λαό.

Επίκτητος

Στα μεταχριστιανικά χρόνια ο Επίκτητος, απελεύθερος δούλος, χάρισε στον Στωικισμό την τελευταία του αναλαμπή. Μαζί του και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος Αντωνίνος, που όμως πρόδωσε τις αρχές του με τον καθόλου στωικό διωγμό που εξαπέλυσε κατά των χριστιανών (2ος αι.). Ο Επίκτητος ταύτισε τη φυσική ζωή με την αρετή, διακηρύσσοντας ότι «το κατα φύσιν ζην, τουτ’ oστι κατ\ αρετήν ζην». Πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος πράττει πάντα κατά τη δική του θέληση και τον οποίο κανείς δεν μπορεί να εμποδίσει. Η ικανοποίηση των επιθυμιών μας δεν πρέπει ούτε να εναποτίθεται στα χέρια κανενός ούτε να μας υποτάσσει σε πράγματα και ανθρώπους.

Διογένης και Κυνικοί

Αν στους Στωικούς συναντούμε την αναρχική θεωρία, στους Κυνικούς θα βρούμε την αναρχική πράξη με την πανηγυρική και προληπτική διάλυση κάθε αξίας και θεσμού της οργανωμένης κοινωνίας. Ο περίφημος Διογένης ο Σινωπεύς (412-323 π.Χ.), ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του κινήματος των Κυνικών, δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ιδρυτής των Κυνικών, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος.

Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς». Είναι γνωστό πως ο Διογένης ζούσε σε ένα πιθάρι και ανάμεσα στα λιγοστά πράγματά του είχε και ένα ποτήρι. Κάποτε, όμως, που πήγε σε μια πηγή για να ξεδιψάσει, είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια του. Κατάλαβε τότε πως το ποτήρι ήταν κάτι περιττό, μια ψεύτικη ανάγκη, και το πέταξε μακριά. 

Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Θυμόμαστε εδώ την παρρησία με την οποία απάντησε σαν ίσος προς ίσο ο Διογένης στον Μέγα Αλέξανδρο, όταν τον ρώτησε τι επιθυμεί να κάνει γι’ αυτόν: «Να πας πιο πέρα, γιατί μου κρύβεις τον ήλιο».

 Το χρήμα είναι κι αυτό άχρηστο και επιζήμιο και απερίφραστα ο Διογένης πρόσταζε: «Καταστρέψτε το νόμισμα». Κι έχει σημασία να θυμηθούμε εδώ πως οι λέξεις «νόμισμα» και «νόμος» έχουν στην ελληνική την ίδια ρίζα. Και τον πόλεμο τον καυτηρίασε ο Διογένης με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω! Η ισχύουσα ηθική δεν θα ξέφευγε βεβαίως από το στόχαστρο του καυστικού φιλόσοφου και ήταν τέτοια η περιφρόνηση για τους κοινωνικούς κανόνες και η αναισχυντία του που δεν δίσταζε να συνευρίσκεται με κοινές γυναίκες στη μέση του δρόμου.

Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή τού επίσης Κυνικού Μητροκλή.

Ο Κυνισμός μας εκπλήσσει όχι μόνο με τις ανατρεπτικές αρχές του, αλλά και με τη μακροβιότητά του. Το 362 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός γράφει σε κάποιον σύγχρονό του Κυνικό, τον Ηράκλειο, αναφερόμενος στον επίσης Κυνικό Οινόμαο, που έζησε τα ρωμαϊκά χρόνια: «Αυτός λοιπόν είναι ο στόχος του, να υπονομεύσει κάθε σεβασμό προς τους θεούς, να γελοιοποιήσει όλη την ανθρώπινη σοφία, να ποδοπατήσει όλους τους νόμους για την τιμή και τη δικαιοσύνη και επιπλέον, να ποδοπατήσει εκείνους τους νόμους οι οποίοι χαράχτηκαν από τους θεούς στις ψυχές μας... Οι ληστές βρίσκουν καταφύγιο σε έρημες περιοχές, ενώ αντίθετα οι Κυνικοί πηγαινοέρχονται ανάμεσά μας, υπονομεύοντας τους κοινωνικούς θεσμούς».

Η αθηναϊκή δημοκρατία

Οι Κυνικοί λοιπόν, που ζούσαν σαν τα σκυλιά (κύων=σκύλος) και «γάβγιζαν» για την πλάνη των συνανθρώπων τους και τις ανόητες κοινωνικές συμβάσεις, υπήρξαν ξεκάθαρα, όπως και οι Στωικοί, οι «αναρχικοί» της αρχαιότητας. Ούτε όμως οι Κυνικοί ούτε οι Στωικοί κατάφεραν ν’ αλλάξουν την κοινωνία και να τη θεμελιώσουν πάνω σε αναρχικά ιδεώδη. Αυτό ωστόσο το είχε ήδη πετύχει πριν από αυτούς ο αθηναϊκός δήμος. Κι αν αυτό ακούγεται απίστευτο, αρκεί να αναλογιστούμε πώς λειτουργούσε η αθηναϊκή πολιτεία. Ποιοι έπαιρναν τις αποφάσεις; Ποιοι ψήφιζαν νόμους; Ποιοι δίκαζαν; Σε κάθε απάντηση θα βρούμε τους Αθηναίους πολίτες, τον ίδιο τον λαό.

Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, του Κλεισθένη (6ος αι. π.Χ.), του Εφιάλτη και του Περικλή (5ος αι. π.Χ.), η εξουσία πέρασε σταδιακά εξ ολοκλήρου στα χέρια του αθηναϊκού δήμου και μόνο το δικαστήριο του Αρείου Πάγου παρέμεινε στους ευγενείς, διατηρώντας ωστόσο περιορισμένες αρμοδιότητες. Από τον Σόλωνα ήδη θεσπίστηκε η Ηλιαία, λαϊκό δικαστήριο που το αποτελούσαν 6.000 πολίτες, εκλεγμένοι με κλήρο, και που απέκτησε μεγάλη δύναμη τα επόμενα χρόνια.
Με κλήρο πάλι ορίζονταν τα μέλη της Βουλής, η οποία επόπτευε και συντόνιζε οτιδήποτε αφορούσε τον δημόσιο βίο: θέματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, θρησκευτικές εκδηλώσεις, διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, πολεμική προπαρασκευή. Τέλος, επεξεργαζόταν τα θέματα που θα υποβάλλονταν για συζήτηση στην εκκλησία του δήμου. Για το αθηναϊκό πολίτευμα είχε τόσο μεγάλη σημασία το να μπορούν να συμμετέχουν στη Βουλή ακόμη και οι πιο απλοί πολίτες, ώστε είχε οριστεί και χρηματική αποζημίωση για τους βουλευτές κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
Η καρδιά βέβαια της αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν η εκκλησία του δήμου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες άνω των 20 ετών. Συνεδρίαζε τακτικά και εκτάκτως περίπου 40 φορές τον χρόνο και οι δικαιοδοσίες της ήταν περισσότερες και από αυτές μιας σύγχρονης δημοκρατικής κυβέρνησης: ψήφιζε νόμους, εξέλεγε κάποιους άρχοντες, επέβαλλε ποινές ακόμη και θανατικές, εξόριζε ή δήμευε την περιουσία επικίνδυνων πολιτών, ακύρωνε αποφάσεις δικαστηρίων, έλεγχε τα όργανα της διοίκησης, αποφάσιζε την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης, οργάνωνε τις πολεμικές επιχειρήσεις, καθόριζε την οικονομική πολιτική του κράτους. Η απεριόριστη δύναμη των πολιτών φαίνεται και από τη διαδικασία του οστρακισμού, με τον οποίο οι Αθηναίοι ύστερα από ψηφοφορία εξόριζαν για 10 χρόνια όποιον θεωρούσαν απειλή για τη δημοκρατία τους.

Ο τελευταίος μοχλός του αθηναϊκού πολιτεύματος ήταν οι δέκα στρατηγοί. Εκλέγονταν από την εκκλησία του δήμου και είχαν μονοετή θητεία, στο τέλος της οποίας λογοδοτούσαν ενώπιον του λαού. Αν και είχαν τέτοιο δυναμισμό και κύρος, ώστε να μπορούν να πείθουν τα πλήθη, ήταν απλώς εκτελεστικά όργανα της λαϊκής βούλησης, την οποία έπρεπε να ικανοποιούν, καθώς ο έλεγχος από τους πολίτες και τη Βουλή ήταν διαρκής και ασφυκτικός.

Αν και το αθηναϊκό πολίτευμα ονομαζόταν δημοκρατία, καταλαβαίνουμε από τα παραπάνω ότι λειτουργούσε πολύ διαφορετικά από τη δημοκρατία των σύγχρονων κρατών. Βεβαίως, στην Αθήνα υπήρχαν εξουσίες, νόμοι και ιδιοκτησία, υπήρχαν δηλαδή όλοι εκείνοι οι θεσμοί που έχουν συγκεντρώσει τα πυρά των αναρχικών. Από την άλλη πλευρά, όμως, η αθηναϊκή δημοκρατία βασίστηκε στην ολοκληρωτική και παντοειδή συμμετοχή του λαού στη δημόσια ζωή ―το κύριο αίτημα των αναρχικών έφτασε κοντά στην πραγμάτωση του αναρχισμού περισσότερο από κάθε άλλο πολίτευμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή

Αυτή η πολιτεία ήταν που ενέπνευσε την πνευματική της αφρόκρεμα να υμνήσει την αναρχική φύση του ανθρώπου που εκδηλώνεται πανίσχυρη, όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις. Ο Σοφοκλής δημιούργησε μια Αντιγόνη που δεν φοβάται να συντρίψει την έπαρση του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θέλησε να καταπατήσει το φυσικό δίκαιο με μία ανόσια διαταγή (να μείνει άταφος ο Πολυνείκης, αδελφός της Αντιγόνης). Η Αντιγόνη επιλέγει χωρίς δεύτερη σκέψη να υποταγεί στους άγραφους νόμους και να θάψει τον αδελφό της, θυσιάζοντας τη ζωή της. Κι όταν έκπληκτος ο Κρέων τη ρωτά πώς είχε το θράσος να παραβεί τη διαταγή του, εκείνη, πάντα αγέρωχη μα και ανθρώπινη, του απαντά: 
 
Δεν ήταν ο Δίας που με διέταξε
ούτε η Δίκη που κατοικεί μαζί με τους θεούς του κάτω κόσμου
όρισε τέτοιους νόμους στους ανθρώπους.
Ούτε και πίστευα πως οι δικές σου διαταγές έχουν τόση δύναμη ώστε εσύ, αν και θνητός,
να μπορείς να περιφρονείς τους άγραφους κι ακλόνητους νόμους των θεών.
Γιατί αυτοί δεν υπάρχουν μόνο σήμερα και χθες, αλλά από πάντα κι ούτε κανείς γνωρίζει πότε φάνηκαν. 

Εγώ λοιπόν, δεν είχα σκοπό από φόβο μπροστά στην έπαρση ενός ανθρώπου, να τους παραβώ και να τιμωρηθώ ενώπιον των θεών.

Η Αντιγόνη οδηγείται στον θάνατο με ηρωικό μεγαλείο, ενώ ο Κρέων, ολοκληρωτικά συντετριμμένος, απομένει μια άθλια σκιά του εαυτού του, κραυγάζοντας σιωπηλά ότι η σύγκρουση με το άγραφο δίκαιο είναι μονόδρομος που οδηγεί στην καταστροφή.

Αριστοφάνης

Αναρχική διαμαρτυρία βρίσκουμε και στα τρία αντιπολεμικά έργα του Αριστοφάνη.
Στους «Αχαρνής» ο καυστικός κωμωδιογράφος απευθύνει έκκληση στους συμπολίτες του για μαζική πολιτική ανυπακοή ως πίεση για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην «Ειρήνη» οι άνθρωποι του λαού απελευθερώνουν την έγκλειστη σε σπηλιά ειρήνη και βάζουν τέλος στον πολυετεή πόλεμο. Στη «Λυσιστράτη», τέλος, οι γυναίκες όλης της Ελλάδας κηρύσσουν σεξουαλική απεργία ως αντίποινα για τον πόλεμο και αναγκάζουν τους άνδρες σε ειρήνη. Οι πολεμοκάπηλοι και οι πολιτικοί, που «για να βρίσκουν τον τρόπο να κλέβουν / ξεσηκώνουν γι’ αυτό αναμπουμπούλες», μπαίνουν στην άκρη και ο ίδιος ο λαός με επαναστατικό οίστρο παίρνει τη ζωή στα χέρια του και ορίζει τη μοίρα του.

Σωκράτης και Πλάτωνας

Τέλος, Αθηναίοι φιλόσοφοι άφησαν στη σκέψη τους και μια χαραμάδα για τον αναρχισμό, παρότι ο στοχασμός και ο τρόπος ζωής τους απείχαν πολύ από ανάλογα ιδεώδη. Ο Σωκράτης δεν πρόδωσε την ατομική του συνείδηση ούτε όταν άκουσε από το στόμα των δικαστών του την καταδικαστική απόφαση σε βάρος του. Δεν προσπάθησε με την απολογία του να ευχαριστήσει το ακροατήριό του ούτε και ζήτησε άφεση αμαρτιών, αντίθετα στους δικαστές που τον καταδίκασαν σε θάνατο απάντησε με νηφάλια αξιοπρέπεια: «Δεν θεώρησα πως για τον κίνδυνο του θανάτου έπρεπε να κάνω οτιδήποτε ανελεύθερο, ούτε τώρα μετανιώνω για την απολογία μου, αλλά προτιμώ πολύ περισσότερο να πεθάνω με τέτοια απολογία, παρά να ζήσω με άλλο τρόπο». 

Και ο Πλάτων, αν και στην ιδεατή Πολιτεία του δέχεται τη διάκριση των πολιτών και την εξουσία, απαγορεύει εντούτοις την προσωπική περιουσία και παραγκωνίζει τους νόμους. Στη θέση των τελευταίων δεν βάζει φυσικά την αναρχία ούτε καν τη δημοκρατία που επίσης αντιπαθούσε, αλλά τους άρχοντες. Και όμως, το επιχείρημα που χρησιμοποιεί στον «Πολιτικό» του θα μπορούσαμε κάλλιστα να το ακούσουμε από το στόμα ενός αναρχικού: «Δεν θα μπορούσε ποτέ ο νόμος να συμπεριλάβει το καλύτερο και ταυτόχρονα το δικαιότερο για όλους με ακρίβεια, έτσι ώστε να εκδίδει τις πιο ωφέλιμες διαταγές... (δεν μπορεί) να βγάζει για ένα ζήτημα κάποιον απλό κανόνα που να ισχύει για όλες τις περιπτώσεις και για πάντα». Ψήγματα αναρχικής σκέψης συναντούμε και σε άλλους Έλληνες φιλοσόφους, όπως στον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και στον Επίκουρο. 

 Κοινός παρονομαστής παραμένει η υπεροχή της φυσικής εξουσίας του ατόμου έναντι της κρατικής, με έμφαση όμως εδώ στη σημασία της ηδονής. Με όλες πάντως τις διαφορές και τα γενικότερα φιλοσοφικά πλαίσια που περιβάλλουν τα αναρχικά κηρύγματα της αρχαιότητας, γεγονός είναι ότι ο αναρχισμός βρήκε την αρχή και δόμησε τις αρχές του χάρη στο όχι πάντα αναρχικό, αλλά οπωσδήποτε άναρχο πνεύμα των Ελλήνων.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
―Αδριανόπουλος Αντώνιος, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Alvin Redman Hellas, Αθήνα 1971.
―Κωσταράς Γρηγόριος, Φιλοσοφική προπαιδεία, Αθήνα 1991.
―Στεφανόπουλος Κάδμος, Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, Αθήνα 1976.
―Ferrero-Nevinson-Marshal κ.ά., Αρχαία Ελλάδα και αναρχισμός, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1996.    


                  istoria.gr