Σπαρτιάτες
Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες |
Μετά την κατάληψη της Λακεδαίμονος από τους Δωριείς,
γύρω στο 1125 π.Χ. οι νέοι κυρίαρχοι της περιοχής θα εγκατασταθούν
κυρίως στις εκτάσεις της εύφορης κοιλάδας του μέσου ρου του ποταμού
Ευρώτα, όπως αποκαλύπτουν τα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι κατακτημένοι
πληθυσμοί θα μετατραπούν σε δουλοπάροικους, οι οποίοι ονομάζονταν Είλωτες,
ονομασία που προήλθε είτε από τους υποδουλωθέντες κατοίκους του Έλους,
μιας κώμης στην νότια Λακωνική, είτε από την ρίζα μιας λέξης που
σημαίνει «αιχμάλωτος» (βλ. Oswyn Murray: Early Greece – “Fontana Press” London 1993, σελ. 163).
Σύμφωνα με την παράδοση, αρχηγός του τμήματος των Δωριέων που κατέλαβαν την Λακωνική, ήταν ο Αριστόδημος (Αριστόδαμος, στην Δωρική διάλεκτο), ο οποίος θα αποβιώσει την εποχή της εισβολής. Θα τον διαδεχθούν οι δίδυμοι γιοι του, Ευρυσθένης και Προκλής και στην συνέχεια οι γιοι τους, Άγις και Ευρυπών αντίστοιχα, που θα βασιλεύσουν ο καθένας στην περιοχή του, με έδρες στις κώμες Πιτάνη και Λίμνες.
Η Σπάρτη θα δημιουργηθεί αργότερα, με την συνένωση αρχικά τεσσάρων
γειτονικών οικισμών (κώμες). Σε πρώτη φάση η Πιτάνη θα συνενωθεί με τις
Λίμνες. Έτσι ερμηνεύεται και ο θεσμός της διπλής Βασιλείας, που
προέκυψε από την συμφωνία του βασιλικού Οίκου των Αγιαδών, που είχαν
έδρα τους την Πιτάνη, με τον βασιλικό Οίκο των Ευρυπωντιδών των Λιμνών, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την παραδοσιακή ταφή των βασιλέων στα κοιμητήρια που υπήρχαν στις αντίστοιχες κώμες (Ιστορία Ελληνικού Έθνους - "Εκδοτική Αθηνών" τομ. Β΄, σελ. 31).
Στην συνέχεια, θα προστεθεί και μια τρίτη κώμη, η Μεσόα,
μεταξύ Λιμνών και Πιτάνης, ενώ ένα μέρος των Δωριέων κατοίκων της και
των Αχαιών που είχαν απομείνει, θα μεταναστεύσουν στην Αχαΐα, όπου θα
ιδρύσουν την Μεσόα ή Μεσάτιδα (βλ. λήμμα Αχαιοί). Στην
διάρκεια της βασιλείας των γιων του Άγιδος και Ευρυπώντος, του
Εχέστρατου και του Πρυτάνεως αντίστοιχα, οι κάτοικοι ενός άλλου
γειτονικού οικισμού (κώμης), της Κυνόσουρας ή
Κονόουρας, οι οποίοι ήσαν μάλλον Αχαιοί και δημιουργούσαν προβλήματα, θα
εκδιωχθούν και οι νέοι κάτοικοι που θα εγκατασταθούν εκεί, θα
συγχωνευθούν ως πολίτες της τέταρτης κώμης στην Σπάρτη.
Αργότερα, μεταξύ 800-750 π.Χ. θα κατακτηθούν και οι Αμύκλες και οι Δωριείς που θα εγκατασταθούν εκεί θα συμφωνήσουν να αποτελέσουν την πέμπτη κώμη (ωβή), που θα συναποτελέσει την αρχαία Σπάρτη (βλ. Cartledge, 2002, σελ. 90-93).
Αυτοί υπήρξαν οι πραγματικοί Σπαρτιάτες. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της Λακωνικής, οι Περίοικοι,
δεν είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα όπως οι Σπαρτιάτες και η προέλευσή
τους δεν ήταν ενιαία. Κυρίως όμως ήσαν απόγονοι των Δωριέων κατακτητών,
που διέμεναν σε κώμες εκτός της Σπάρτης. Περίοικοι και Σπαρτιάτες αποτελούσαν τους Λακεδαιμόνιους των κλασσικών χρόνων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχαν προηγηθεί κατακτήσεις εδαφών στα βόρεια
της περιοχής που εξουσίαζαν οι Σπαρτιάτες, πιθανόν για αμυντικούς
λόγους έναντι των Αρκάδων που απειλούσαν τα βόρεια σύνορα της Λακωνικής.
Αυτήν την υπόθεση ενισχύει και το γεγονός ότι μετά την κατάκτηση της
Πελλάνας και της Σελλασίας (β΄ μισό του 10ου αιώνα π.Χ.) και αργότερα
της περιοχής της Αιγύτιδος (τέλη 9ου αιώνα π.Χ.), οι Σπαρτιάτες όχι
μόνον δεν οικειοποιήθηκαν τις γαίες τους, αλλά κατέστησαν τους κατοίκους
«περιοίκους».
Αρχαία Λακωνική και επεκτάσεις
Κατά την παράδοση (Ηρόδοτος Α΄ 65, Θουκυδίδης
Α΄ 18), η περίοδος μέχρι το 800 π.Χ. περίπου, χαρακτηριζόταν από
εσωτερικές διαμάχες και έριδες (στάσις), που είχαν ως αποτέλεσμα να
επικρατεί αναρχία (κακονομία). Τότε, με μια εσωτερική μεταβολή, που θα
μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως επανάσταση, θεσπίσθηκαν αυστηροί Νόμοι και
επικράτησε επιτέλους εσωτερική ηρεμία (ευνομία). Αυτοί οι Νόμοι είχαν
αποδοθεί σε μια σπουδαία προσωπικότητα, στον περίφημο Νομοθέτη Λυκούργο, αλλά σήμερα αμφισβητείται η ύπαρξή του ως ιστορικού προσώπου.
Το γεγονός αυτό (η μετατροπή της Σπάρτης σε ευνομούμενη Πολιτεία),
τοποθετείται από τον Θουκυδίδη «λίγο περισσότερο από 400 χρόνια» από την
έκρηξη του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) δηλ. γύρω στο 810 π.Χ.
περίπου. Με αυτήν την χρονολογία συμφωνούν και οι νεώτεροι ερευνητές,
αλλά υποστηρίζουν ότι η κατάκτηση των Αμυκλών προηγήθηκε αυτού του
γεγονότος, με αποτέλεσμα να τοποθετούν τα δύο γεγονότα στο διάστημα
μεταξύ των ετών 830-810 π.Χ. (βλ. Cambridge Ancient History Vol. III part 1, σελ. 737).
Η περίοδος 775-650 π.Χ. θεωρείται η εποχή της αναδιοργάνωσης και της
αναγέννησης του Σπαρτιατικού κράτους. Με τις πολιτειακές, πολιτικές και
στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν, η Σπάρτη θα αναδειχθεί στα
μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. «σε μια από τις πλέον προηγμένες κοινότητες της
ηπειρωτικής Ελλάδος» (Cartledge, 2002 σελ. 99).
Συνοψίζουμε τις σπουδαιότερες μεταβολές:
α. Η παραδοσιακή διαίρεση των Δωριέων σε Υλλείς, Δυμάνες και Παμφύλους,
αντικαταστάθηκε με την υποδιαίρεση των Σπαρτιατών σε πέντε «Φυλές»,
στους Λιμναείς, Κυνοουρείς, Πιτανάτες, Μεσοάτες και Αμυκλαείς που
αντιστοιχούσαν στις πέντε κώμες (ωβές) που συναπετέλεσαν την Σπάρτη.
Κάθε «Φυλή» εξέλεγε έναν Έφορο, που την εκπροσωπούσε στην διακυβέρνηση της πόλης.
β. Δημιουργήθηκε ο θεσμός της 30μελούς Γερουσίας, την οποία αποτελούσαν 28 ισόβια μέλη που εκλέγονταν από τις αριστοκρατικές οικογένειες της Σπάρτης και 2 «αρχαγέτες», δηλ. οι δύο βασιλείς.
γ. Ο λαός συμμετείχε στην διακυβέρνηση με την υποχρεωτική σύγκληση μιας Συνέλευσης όλων των πολιτών, την «Απέλλα», που συνεδρίαζε τακτικά σε καθορισμένο χρόνο και τόπο.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι ουσιαστικές μεταβολές στο πολίτευμα της Σπάρτης (εκτός του μετέπειτα θεσμού των 5 Εφόρων), οι «Νόμοι του Λυκούργου», προέκυψαν μετά από έναν χρησμό του Μαντείου των Δελφών, που είναι γνωστός ως η «Μεγάλη Ρήτρα»:
«Διός Συλλανίου και Αθανάς Συλλανίας ιερόν ιδρυσάμενος, φυλάς
φυλάξαντα και ωβάς ωβάξαντα τριάκοντα γερουσίαν συν αρχαγέταις
καταστήσαντα, ώρας εξ ώρας απελλάζειν μεταξύ Βαβύκας και Κνακιώνος.
ούτως εισφέρειν τε και αφίστασθαι. δάμω ταν κυρίαν ήμεν και κράτος. αι
δε σκολιάν ο δάμος έροιτο, τως πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας
ήμεν»
«Ίδρυσε (ώ, Σπάρτη) ένα ιερό του Διός των Ελλήνων και της Αθηνάς των
Ελλήνων. Δημιούργησε (νέες) φυλές και κώμες, ίδρυσε μια Γερουσία με
τριάντα μέλη μαζί με τους αρχηγέτες (βασιλείς), διατήρησε την Σύναξη από
εποχή σε εποχή μεταξύ Βαβύκας και Κνακιώνος και κάτω από αυτές τις
συνθήκες φρόντισε οι συζητήσεις και οι αποφάσεις να παραμείνουν δικαίωμα
των πολιτών» (βλ. την ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα ανάλυση για την «Ρήτρα
του Λυκούργου» στο Παράρτημα VI του κλασσικού έργου της Kathleen Chrimes: Ancient Sparta, Manchester University Press 1949).
Με την νίκη των Σπαρτιατών στον Α΄ Μεσσηνιακό πόλεμο
(735-715 π.Χ.), η Σπάρτη θα προσαρτήσει ορισμένα μεσσηνιακά εδάφη και θα
δώσει έτσι κάποια διέξοδο στον πλεονάζοντα πληθυσμό της. Οι νικημένοι
Μεσσήνιοι θα υποβιβασθούν σε Είλωτες και πολλοί θα προτιμήσουν να
μεταναστεύσουν στην Ιταλία όπου θα λάβουν μέρος στον αποικισμό του
Ρηγίου και του Μεταποντίου.
Η Σπάρτη όμως είχε ήδη καταλάβει την κάτω κοιλάδα του Ευρώτα και μέχρι
το 750 π.Χ. περίπου, είχε αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της περιοχής
μεταξύ του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στο
σημείο αυτό, ότι το ισχυρότερο Δωρικό κράτος εκείνης της εποχής ήταν το Άργος,
το οποίο κατείχε την Θυρεάτιδα (σημερινή περιοχή του Άστρους της
Κυνουρίας), την Κυνουρία και την χερσόνησο μέχρι το ακρωτήριο Μαλέας,
καθώς και τα Κύθηρα.
Οι Αργείοι θα κατατροπώσουν τους Σπαρτιάτες στην μάχη των Υσιών
(669 π.Χ.) και σε συνδυασμό με τα εσωτερικά προβλήματα που είχαν
προηγηθεί (αρχές 7ου αιώνα π.Χ.), θα δώσουν πιθανόν μια εικόνα
αδυναμίας, γεγονός που ενεθάρρυνε τους Μεσσηνίους να επαναστατήσουν.
Αυτή η εκτεταμένη εξέγερση αποτελεί την αρχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου,
για τον οποίον όμως δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία. Φαίνεται ότι η
Σπάρτη διέτρεξε μεγάλο κίνδυνο, αλλά θα καταφέρει στο τέλος να
επιβληθεί. Ο πόλεμος έληξε στα μέσα περίπου του 7ου αιώνα π.Χ. αλλά η
αναταραχή θα συνεχισθεί μέχρι το 600 π.Χ. οπότε θα υποκύψουν και οι
τελευταίες εστίες αντιδράσεως (Ι.Ε.Ε. τομ. Β΄ σελ. 222).
Η περίοδος μετά το 650 π.Χ. αποτελεί την εποχή της σταθεροποίησης του
Σπαρτιατικού κράτους και η εποχή που θα τεθούν τα θεμέλια του μετέπειτα
«Σπαρτιατικού θαύματος». Ήδη από τα τέλη του 7ου αιώνα διαπιστώνεται
άνοδος των Τεχνών και της οικονομικής δραστηριότητος μέσα στην Λακωνική.
Οι χάλκινοι λέβητες και τρίποδες αποτελούν τα ωραιότερα
προϊόντα των αρχαϊκών ελληνικών χαλκουργείων. Τα λακωνικά αγγεία, που
συνδύαζαν απλότητα στην διακόσμηση και αντοχή, θα αποκτήσουν μεγάλη
φήμη.
Εκεί όμως που οι Σπαρτιάτες καλλιτέχνες θα αποδειχθούν ανυπέρβλητοι ήταν η επεξεργασία του ελεφαντόδοντος,
που το προμηθεύονταν από τις αγορές της Μέσης Ανατολής. Το δεύτερο μισό
του 7ου αιώνα π.Χ. θα σημειωθεί το απόγειο της γλυπτικής σε
ελεφαντόδοντο (Cartledge, 2002 σελ. 117), ενώ παράλληλα τα προϊόντα της
Σπάρτης θα γίνουν περιζήτητα όχι μόνον στις ελληνικές πόλεις και
αποικίες, αλλά και στις ξένες χώρες της Μεσογείου.
Η οικονομική ευμάρεια και η βαθμιαία στρατιωτική ισχυροποίηση της
Σπάρτης θα έχει ως αποτέλεσμα να αποσπάσει από το Άργος τα Κύθηρα και
την Κυνουρία αρχικά και στην συνέχεια την Θυρεάτιδα, μετά από την
συντριπτική νίκη των Σπαρτιατών επί των Αργείων το 547/546 π.Χ. Στους
κατοίκους των νέων κτήσεων δόθηκε το καθεστώς των Περιοίκων.
Έχοντας αποκτήσει και τον πλήρη έλεγχο της Μεσσηνίας, το Σπαρτιατικό
κράτος θα κατέχει πλέον άμεσα τα 2/5 ολόκληρης της Πελοποννήσου, ενώ
μέσω της «Πελοποννησιακής Συμμαχίας» θα ελέγχει όλη την υπόλοιπη Πελοπόννησο (εκτός της Αχαΐας), μέχρι τα σύνορα της Αττικής.
Στην διάρκεια των Περσικών πολέμων στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα, η
Σπάρτη θα αποδείξει στα πεδία των μαχών τις αρετές της και την
ανυπέρβλητη στρατιωτική ισχύ της (στην ένδοξη ήττα των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. και ιδίως στην μάχη των Πλαταιών,
479 π.Χ.) και με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) θα
αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη ολόκληρου του ελληνικού κόσμου.
Τα εσωτερικά όμως προβλήματα του σπαρτιατικού κράτους, που θα επιτείνουν
οι εξεγέρσεις των Ειλώτων (όπως στην αιματηρή εξέγερση μετά τον
καταστρεπτικό σεισμό του 464 π.Χ.), δεν θα αργήσουν να φανερωθούν. Η
εσωτερική κρίση θα ξεσπάσει κυρίως μετά την μάχη των Λεύκτρων (371 π.Χ.), όπου οι Σπαρτιάτες και οι Σύμμαχοί τους θα υποστούν μια ταπεινωτική ήττα από τους Θηβαίους,
την νέα ανερχόμενη δύναμη στον ελλαδικό χώρο. Ο βασιλεύς Κλεόμβροτος, ο
γιος του Κλεώνυμος, οι στρατηγοί Δείνων και Σφοδρίας, καθώς και 1000
Λακεδαιμόνιοι και 400 Σπαρτιάτες θα πέσουν στο πεδίο της μάχης. Ως άμεση
συνέπεια της ήττας, η Μεσσηνία θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της μετά
από τέσσερις περίπου αιώνες, μια οδυνηρή εδαφική απώλεια για την Σπάρτη.
Η οριστική κατάρρευση της Σπάρτης όμως θα επέλθει μετά την μάχη της Μαντινείας
(362 π.Χ.), όπου οι Θηβαίοι, παρά τον θάνατο του Επαμεινώνδα, θα
θριαμβεύσουν. Το αποτέλεσμα της μάχης, αν και έθεσε οριστικά την Σπάρτη
στο περιθώριο και ανέδειξε την Θήβα ως αδιαφιλονίκητη Μεγάλη Δύναμη,
προκάλεσε δυστυχώς ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στα ελλαδικά πράγματα, κατά
την περίφημη εκτίμηση του Ξενοφώντος (Ελληνικά, Ζ΄ 5. 27).
Η Σπάρτη θα υποστεί επί πλέον εδαφικές απώλειες μετά την εχθρική στάση που κράτησε απέναντι στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, ο οποίος θα της αποσπάσει σημαντικές εδαφικές εκτάσεις, που θα αποδοθούν στους αντιπάλους των Σπαρτιατών.
Το μεγαλύτερο όμως πρόβλημα της Σπάρτης ήταν η δραματική μείωση
του αριθμού των πολιτών της (ολιγανθρωπία), που σύμφωνα με τον Πλούταρχο
(Άγις, 5. 6), ήσαν λίγο περισσότεροι από 700 όταν ο Άγις Δ΄ ανέβηκε στον θρόνο (244 π.Χ.).
Ακόμη χειρότερη ήταν η εσωτερική κοινωνική και οικονομική κατάσταση της
Σπάρτης, όπου το πολίτευμα του Λυκούργου είχε εκφυλισθεί και αποτελούσε
πλέον νεκρό γράμμα. Η προσπάθεια του Άγι Δ΄ να αναστηλώσει την χώρα με
μια μεγάλη αγροτική μεταρρύθμιση, που είχε χαρακτήρα κοινωνικής
επανάστασης, θα πέσει στο κενό και ο ίδιος θα εκτελεστεί (241 π.Χ.). Η
προσπάθεια θα συνεχισθεί μερικά χρόνια αργότερα από τον βασιλέα Κλεομένη Γ΄, αλλά χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Η χαριστική βολή στην Σπάρτη δόθηκε μετά την μάχη της Σελλασίας (222 π.Χ.), όπου τα μακεδονικά και συμμαχικά στρατεύματα επί κεφαλής των οποίων ήταν ο βασιλεύς Αντίγονος Γ΄ Δώσων, θα συντρίψουν τα στρατεύματα της Σπάρτης. Όπως αναφέρεται: " Ὁ
Κλεομένης Γ´ διέφυγε μέ λίγους ἱππεῖς στήν Σπάρτη καί ἀπό ἐκεῖ στήν
Αἴγυπτο, συμβουλεύοντας τούς κατοίκους τῆς πόλης νά παραδοθοῦν. Ὁ
θριαμβευτής Ἀντίγονος Γ´ Δώσων εἰσῆλθε στήν Σπάρτη καί συμπεριφέρθηκε μέ
ἐξαιρετικό τρόπο στούς κατοίκους".
Η πόλη της Σπάρτης θα καταληφθεί για πρώτη φορά από την Δωρική κατάκτηση
της περιοχής. Η χώρα θα υπαχθεί στην διοίκηση ενός Μακεδόνα κυβερνήτη.
Το άμεσο αποτέλεσμα της μάχης της Σελλασίας, εκτός από τις νέες απώλειες
εδαφών, ήταν δεκαπέντε χρόνια πολιτικού και κοινωνικού χάους
(Cartledge, 2002, σελ. 274).
Η ανάμειξη της Ρώμης στις ελληνικές υποθέσεις, θα περιπλέξει ακόμη
περισσότερο την κατάσταση για την Σπάρτη. Το 206 π.Χ. οι Σπαρτιάτες θα
πάρουν το μέρος των Ρωμαίων εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Την ίδια
χρονιά τις τύχες της Σπάρτης θα αναλάβει ένας νέος κοινωνικός
επαναστάτης, ο Ευρυπωντίδης βασιλεύς Νάβις, που θα
επιχειρήσει άμεσες και ριζοσπαστικές αλλαγές. Επί μια δεκαετία περίπου η
Σπάρτη θα απολαύσει κοινωνική γαλήνη και αξιόλογη πρόοδο.
Ο Νάβις όμως θα διαπράξει ένα σοβαρό λάθος με την ένταξή του στο
φιλομακεδονικό στρατόπεδο το 197 π.Χ. και την αποδοχή της παραχώρησης
του Άργους από τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας.
Η ήττα των Μακεδόνων στις Κυνός Κεφαλές θα συμπαρασύρει
την Σπάρτη και τις μεταρρυθμίσεις του Νάβιδος, με την απελευθέρωση όλων
των περιοχών των Περιοίκων και την αφαίρεση του ελέγχου τους από την
Σπάρτη.
Ο Νάβις θα αποβιώσει το 192 π.Χ. ενώ λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό
του, οι απελευθερωμένες πόλεις των Περιοίκων θα ταχθούν με το μέρος της
Ρώμης και θα ιδρύσουν το «Κοινόν των Λακεδαιμονίων». Η Σπάρτη
θα διατηρήσει το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς της Λυκούργειας
νομοθεσίας και τους ελάχιστους εναπομείναντες Είλωτες μέχρι το 188 π.Χ.
οπότε η Αχαϊκή Συμπολιτεία θα τα καταργήσει βιαίως.
Με την οριστική κατάκτηση της Ελλάδος από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. και
την διάλυση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, η Σπάρτη θα ευνοηθεί λόγω της
φιλορωμαϊκής στάσης που είχε κρατήσει και θα ανακτήσει ένα μικρό τμήμα
από τα παλαιά της εδάφη. Οι Σπαρτιάτες θα εμπλακούν στον εμφύλιο πόλεμο
μεταξύ Αντωνίου και Οκταβιανού, διαλέγοντας την σωστή παράταξη, γεγονός
που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν την εύνοια του Οκταβιανού Αυγούστου, ο
οποίος θα ανακηρυχθεί αυτοκράτωρ (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.). Πιθανόν το 27 π.Χ.
με απόφαση του αυτοκράτορος Οκταβιανού, η Λακωνία διαιρέθηκε σε δύο
πολιτικές οντότητες: Την διευρυμένη εδαφικά Σπάρτη και το «Κοινόν των Ελευθερολακώνων», αποτελούμενο αρχικά από 24 μέλη (κώμες).
Σύντομα η χώρα θα περιπέσει στην αφάνεια μιας ασήμαντης πολίχνης στην
περιφέρεια του ρωμαϊκού κόσμου και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά κάποιος
νεώτερος ερευνητής (Rawson 1969, παρατίθεται στον Cartledge, 2002, σελ.
277): «…ο μέσος Ρωμαίος ακούγοντας την λέξη Λακωνία, την συνέδεε
πρωταρχικά με τα κυνηγετικά σκυλιά, τα εξαίσια μάρμαρα και την πορφύρα
που εξήγαγε, δευτερευόντως δε, πιθανόν και με το δωμάτιο ζεστού αέρα των
λουτρών, που ονομάζονταν λακωνικόν…».
Από το «Λεξικό των Αρχαίων
Ελληνικών και περι-Ελλαδικών φύλων» (Θεσσαλονίκη 2002 - Β΄ έκδοση
συμπληρωμένη) του Δημήτρη Ε. Ευαγγελίδη