Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα
Ο μύθος παίζει κι αυτός τον ρόλο του σ' αυτό το σύνολο, όπως και οι τελετουργικές πρακτικές και οι μορφές με τις οποίες εικονίζεται το θείον. Μύθος, τελετουργία, εικαστική αναπαράσταση, αυτοί είναι οι τρεις τρόποι - λόγος, δράση, εικόνα - μέσω των οποίων δηλώνεται η θρησκευτική εμπειρία των Ελλήνων.
Κάθε Πάνθεον, όπως το Ελληνικό Πάνθεον, προϋποθέτει ένα πλήθος θεοτήτων, κάθε θεότητα έχει το δικό της ρόλο, το δικό της πεδίο, τους ιδιαίτερους τρόπους δράσης της, τη δική της μορφή εξουσίας. Οι θεότητες αυτές, οι οποίες στις μεταξύ τους σχέσεις συγκροτούν μια ιεραρχημένη κοινωνία Θεών, όπου οι ιδιότητες και τα προνόμια αποτελούν αντικείμενο μιας αρκετά αυστηρής κατανομής, αναγκαστικά περιορίζουν η μία την άλλη, ενώ ταυτόχρονα αλληλοσυμπληρώνονται.
Το θείον στον Πολυθεϊσμό δεν συνεπάγεται τη μοναδικότητα, αλλά ούτε την και την παντοδυναμία, την παντογνωσία, την αιωνιότητα ή το απόλυτο. Το πλήθος αυτό των Θεών βρίσκεται εντός του κόσμου, αποτελεί μέρος του. Οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον κόσμο με μια πράξη η οποία, στην περίπτωση του ενός και μοναδικού θεού, δηλώνει την απόλυτη υπερβατικότητά του ως προς ένα έργο του οποίου η ύπαρξη εκπορεύεται ολοκληρωτικά από αυτόν. Οι Θεοί γεννιούνται από τον κόσμο. Το γένος εκείνων στους οποίους οι Έλληνες αφιερώνουν μια λατρεία, τη λατρεία των Ολύμπιων Θεών, εμφανίζεται ταυτόχρονα με το σύμπαν. Καθώς διαφοροποιείται και ταξινομείται, παίρνει την τελειωμένη μορφή του οργανωμένου κόσμου.
Υπάρχει, επομένως, μέρος του θείου στον κόσμο, όπως υπάρχει μέρος του κοσμικού στις θεότητες. Με τον τρόπο αυτό η λατρεία δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα ον ριζικά υπερκόσμιο, του οποίου ο τρόπος ύπαρξης δεν θα είχε τίποτα κοινό με οτιδήποτε ανήκει στη φυσική τάξη, στο φυσικό σύμπαν, στην ανθρώπινη ζωή, στην κοινωνική ύπαρξη. Αντίθετα, η (πολυθεϊστική) λατρεία μπορεί να απευθύνεται σε κάποια άστρα, όπως η Σελήνη, ή στην Αυγή, στο φως του Ήλιου, στη Νύχτα, σε μια πηγή, σε ένα ποτάμι, σε ένα δένδρο, στην κορφή ενός βουνού, όπως και σε ένα συναίσθημα, ένα πάθος (Αιδώς, Έρως), σε μια ηθική ή νομική έννοια (Δίκη, Ευνομία). Όχι ότι πρόκειται κάθε φορά για θεότητες στην κυριολεξία, αλλά όλες, στον χώρο που τους ανήκει, δηλώνουν το θείον με τον ίδιο τρόπο που παριστάνει την θεότητα το λατρευτικό είδωλο.
Με την παρουσία του σε έναν κόσμο πλήρη Θεών, ο Έλληνας άνθρωπος δεν διακρίνει ως δύο
αντίθετους χώρους το φυσικό και το υπερφυσικό. Και τα δύο παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένα. Μπροστά σε κάποια φαινόμενα του κόσμου βιώνει το ίδιο αίσθημα ιερότητας που δοκιμάζει στη συναλλαγή του με τους Θεούς, κατά τις τελετές που τον φέρνουν σε επαφή μαζί τους.
Δεν πρόκειται για μια θρησκεία της φύσης, οι Θεοί των Ελλήνων δεν αποτελούσαν προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων ή φαινομένων. Είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο κεραυνός, η καταιγίδα, οι υψηλές κορυφές δεν είναι ο Δίας, αλλά του Διός. Του Διός που είναι πέραν αυτών, εφόσον τα περικλείει όλα στους κόλπους μιας Δύναμης που αγγίζει πραγματικότητες, όχι πλέον φυσικές, αλλά ψυχολογικές, ηθικές ή θεσμικές. Αυτό που κάνει μια Δύναμη θεότητα είναι το γεγονός ότι συγκεντρώνει υπό την εξουσία της μια πληθώρα «εκδηλώσεων», εντελώς διακριτών για μας, τις οποίες όμως ο Έλληνας οικειοποιείται διότι βλέπει σε αυτές την έκφραση μιας και μόνης εξουσίας που ασκείται στα πιο διαφορετικά πεδία. Αν ο κεραυνός ή υψηλές κορυφές είναι του Διός, αυτό συμβαίνει διότι ο Θεός εκδηλώνεται στο σύνολο του σύμπαντος κόσμου με όλα εκείνα τα στοιχεία που φέρουν την σφραγίδα μιας εμφανούς ανωτερότητας, μιας υπεροχής. Ο Δίας δεν είναι φυσική δύναμη. Είναι άρχων κυρίαρχος, κάτοχος εξουσίας με όλες τις μορφές που αυτή μπορεί να λάβει.
Ο πολυθεϊσμός των Ελλήνων δεν στηρίζεται σε κάποια «θεϊκή αποκάλυψη».
Η προσκόλληση στη θρησκευτική παράδοση στηρίζεται στη χρήση (στα προγονικά ανθρώπινα έθιμα, τους νόμους). Όπως η γλώσσα, ο τρόπος ζωής, τα έθιμα του φαγητού και της ένδυσης, η στάση και η συμπεριφορά των ανθρώπων στις ιδιωτικές και δημόσιες συναναστροφές τους, έτσι κι η λατρεία δεν έχει ανάγκη άλλη αιτιολόγηση από την ύπαρξή της. Από την στιγμή που οι άνθρωποι την ασκούν, είναι ήδη αιτιολογημένη. Εκφράζει τον τρόπο με τον οποίο οι Έλληνες κατάφεραν εξαρχής να οργανώσουν τη σχέση τους με το θείον. Το να αποκλίνουν από αυτό θα σήμαινε αυτομάτως ότι παύουν ξαφνικά να είναι ο εαυτός τους.
Ανάμεσα στο θρησκευτικό από τη μία και το κοινωνικο-ιδιωτικό και πολιτικό από την άλλη, δεν υπάρχει, επομένως, αντίθεση ή ξεκάθαρη τομή, όπως επίσης δεν υπάρχει ανάμεσα σε υπερφυσικό και φυσικό, θεϊκό και κοσμικό. Η Ελληνική θρησκεία δεν συνιστά ένα τμήμα ξεχωριστό, κλεισμένο στα όριά του, το οποίο θα ερχόταν να επιβληθεί πάνω στην οικογενειακή, επαγγελματική, πολιτική ζωή ή πάνω στον ελεύθερο χρόνο των ανθρώπων, δίχως να συγχέεται με αυτά. Αν έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε, όσον αφορά την αρχαϊκή και κλασσική Ελλάδα, για «θρησκεία της πόλεως», είναι διότι σε αυτήν το θρησκευτικό περιλαμβάνεται μέσα στο κοινωνικό και, αντίστοιχα, το κοινωνικό, σε όλα τα επίπεδα και στην ποικιλία των εκφάνσεών του, διαποτίζεται από το θρησκευτικό.
Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο συνέπειες. Σε αυτόν τον τύπο θρησκείας το άτομο ως άτομο δεν κατέχει κεντρική θέση. Δεν μετέχει στη λατρεία ως πρόσωπο, ως ένα ιδιαίτερο ον υπεύθυνο για τη σωτηρία της ψυχής του. Αναλαμβάνει τον ρόλο που του αναθέτει η κοινωνική του υπόσταση, άρχων, πολίτης, μέλος της φατρίας, γυναίκα ηλικιωμένη, νεαρό άτομο (αγόρι ή κορίτσι) στα διάφορα στάδια της ένταξής του στην ωριμότητα. Θρησκεία που καθιερώνει μια συλλογική τάξη και η οποία ενσωματώνει σε αυτήν, στη θέση που τους αρμόζει, τα διάφορα συστατικά της στοιχεία. Θρησκεία όμως που αφήνει εκτός πεδίου της την μέριμνα για τον καθένα ξεχωριστά ως πρόσωπο, την πιθανή αθανασία του, την μοίρα του πέραν του θανάτου.
Ακόμα και στα μυστήρια, όπως για παράδειγμα στα Ελευσίνια μυστήρια, όπου οι μυημένοι λαμβάνουν από κοινού την υπόσχεση για μια καλύτερη τύχη στον Άδη, δεν ασχολούνται με την ψυχή, δεν υπάρχει τίποτα που να φανερώνει έναν προβληματισμό γύρω από τη φύση της ψυχής ή μια σειρά πνευματικών ασκήσεων για τον εξαγνισμό της.
O πιστός δεν συνάπτει, επομένως, μια προσωπική σχέση με την θεότητα. Ένας Θεός υπερβατικός, ακριβώς επειδή βρίσκεται εκτός του κόσμου τούτου, μακριά από την επίγεια ζωή, μπορεί να βρει στα βάθη της ψυχής κάθε πιστού, αν η ψυχή του έχει κατάλληλα προετοιμαστεί από την θρησκεία, έναν χώρο πρόσφορο για επαφή και επικοινωνία. Οι Θεοί των Ελλήνων δεν είναι πρόσωπα αλλά Δυνάμεις. Η λατρεία τούς αποδίδει τιμές επειδή ακριβώς κατέχουν μια θέση υπεροχής. Αν και ανήκουν στον ίδιο κόσμο με τους θνητούς, αν κι έχουν κατά κάποιον τρόπο κοινή την καταγωγή τους, αποτελούν ένα γένος που, απαλλαγμένο από όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τα θνητά όντα -αδυναμία, μόχθους, πάθη, αρρώστιες, θάνατο-, δεν ενσαρκώνει το απόλυτο ούτε το αιώνιο, αλλά το σύνολο των αξιών που αποτελούν τα αγαθά της ύπαρξής μας πάνω σ' αυτήν την γη, την ομορφιά, τη δύναμη, την αιώνια νεότητα, μια ζωή γεμάτη δόξα και λαμπρότητα.
Το να λέει κανείς ότι η σφαίρα του πολιτικού είναι διαποτισμένη από το θρησκευτικό στοιχείο, ισοδυναμεί με το να αναγνωρίζει ταυτόχρονα ότι και η σφαίρα του θρησκευτικού είναι συνδεδεμένη με το πολιτικό στοιχείο. Κάθε αξίωμα έχει έναν χαρακτήρα ιερό, αλλά και κάθε ιερατικό αξίωμα προέρχεται από την κοσμική εξουσία. Αν οι Θεοί είναι Θεοί της πόλεως, εντούτοις είναι η συνέλευση του λαού που έχει τον πρώτο λόγο στη διοίκηση των Ιερών, των υποθέσεων δηλαδή που αφορούν τους Θεούς, όπως και τη διοίκηση των ανθρώπων. Αυτή είναι που καθορίζει το θρησκευτικό ημερολόγιο, που εκδίδει νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τα Ιερά, που αποφασίζει για την διοργάνωση των εορτών, για τη διοίκηση των Ναών, για την προσφορά των Θυσιών, για την ένταξη νέων Θεών, καθώς και για τις τιμές που πρέπει να τους αποδοθούν.
Ακόμα και κατά τον 6ο και 5ο αιώνα π.χ., όταν η επίσημη λατρεία κυριαρχεί στο σύνολο της θρησκευτικής ζωής των πόλεων, δεν απουσιάζουν από κοντά της, στις παρυφές της, τάσεις λίγο ως πολύ περιθωριακές με προσανατολισμό διαφορετικό. Η ίδια η θρησκεία της πόλεως, αν και υπαγορεύει τις θρησκευτικές συμπεριφορές, δεν μπορεί να διασφαλίσει πλήρως την κυριαρχία της παρά παραχωρώντας, μέσα στους κόλπους της, έναν χώρο στις μυστηριακές λατρείες και ενσωματώνοντας, για να συμπεριλάβει και αυτήν, μια θρησκευτική εμπειρία όπως είναι η διονυσιακή λατρεία, της οποίας το πνεύμα είναι τελείως αντίθετο από το δικό της.
Αποσπάσματα μέσα από το βιλβίο του Ζαν-Πιέρ Βερνάντ:
«Μύθος και θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα», εκδόσεις ΣΜΙΛΗ, 2000