Η ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ και η ΘΕΟΓΟΝΙΑ στους αρχαίους Έλληνες

Συνήθως, όταν αναφερόμαστε στις κοσμογονικές και θεογονικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων μέσα από την Μυθολογία, αναφερόμαστε στον Ησίοδο.
Ο Ησίοδος στη Θεογονία του μας παρέχει πλήθος πληροφοριών για τους θεούς και τις άλλες θεϊκές ή μυθικές οντότητες του ελληνικού 12θεου, "γεννεαλογικά δένδρα", ερμηνείες και εξηγήσεις μ' ένα τέτοιο "επιστημονικό τρόπο" που ξεχνάς ότι πρόκειται για μια μυθολογική προσέγγιση και αφοσιώνεσαι στην αφήγησή του. Σημαντικές πληροφορίες μας παρέχει επίσης και ο Όμηρος στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια και μάλιστα, πάρα πολλά στοιχεία κυρίως για τις σχέσεις μεταξύ των θεών του Ολύμπου. Γενικά, σαν θέμα η Κοσμογονία και η Θεογονία φαίνεται πως ήταν ένα πολύ αγαπητό θέμα για τους αρχαίους και αυτό φαίνεται τελικά και από τις απόψεις πολλών φλοσόφων και σοφών που ασχολήθηκαν μ' αυτό, μέσα από το πέρασμα των αιώνων.

Για μας τους νεώτερους, όλα αυτά είναι απλά ένας Μύθος, ένα παραμύθι, που όμως μέσα του κρύβει όλο το μεγαλείο και τη λαμπρότητα του ελληνικού πνεύματος, τις αντιλήψεις του και τις κοσμοθεωρίες των προγόνων μας. Οι αρχαίοι Έλληνες πρώτοι - και ίσως οι μόνοι -  έπλασαν τους θεούς τους στα δικά τους μέτρα. Τους απέδωσαν μεν υπερφυσικές δυνάμεις και την κυριαρχία των στοιχείων και της φύσης, αλλά παράλληλα τους "κόσμησαν" και με ανθρώπινα ελλαττώματα, ανάγκες και αρετές. Οι θεοί τους είχαν ανθρώπινη μορφή ενώ όλα τα "τέρατα" τελικά είτε κλείστηκαν στα έγκατα της γης (στον Τάρταρο, θάφτηκαν κάτω από βουνά, κλπ) είτε εξοντώθηκαν από τους ίδιους τους θεούς και -αργότερα- από τους Ήρωες των αρχαίων. Οι ελληνικοί θεοί δεν ζητούν ανθρωποθυσίες. Αναμειγνύονται με τους ανθρώπους, ζουν μαζί τους, πολεμούν μαζί τους, γλεντούν μαζί τους, τους βοηθούν ή τους τιμωρούν, όμως, δεν ελέγχουν -δεν αποφασίζουν- τη μοίρα τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι στη πραγματικότητα ένας ορθολογικός και απόλυτα ανθρωποκεντρικός πολιτισμός. Χρειάζεται μεν τους θεούς για να συμπληρώσει το "μεταφυσικό κενό" της ανθρώπινης φύσης αλλά ταυτόχρονα φροντίζει να κρατάει τους θεούς μακριά, στον Όλυμπο, άλλοτε σαν συμμάχους και βοηθούς κι άλλοτε σαν πολέμιους ή αδιάφορους στο ανθρώπινο δράμα.

Αλλά καλό είναι να αφήσουμε τον ίδιο τον Μύθο να μας τα διηγηθεί όλα αυτά και ας απολαύσουμε τις πανέμορφες αυτές ιστορίες που μάγεψαν ολόκληρη την ανθρωπότητα με τον πλούτο τους, την ομορφιά τους και την υπέροχη αφηγηματική τους συνέπεια και συνέχεια. 

Η σελίδα αυτή αναφέρεται στην θεογονία και στους θεούς των αρχαίων Ελλήνων, στη γέννησή τους, στον χαρακτήρα τους, στα χαρίσματά τους, στις δυνάμεις και στις αδυναμίες τους, στις "σκανδαλιές" και στα απίθανα καμώματά τους. Ας μην ξεχνάμε παράλληλα ότι οι θεοί αυτοί είναι τα δημιουργικά "γεννήματα" ενός αεικίνητου και πρόσχαρου λαού, γεμάτο από φαντασία και λυρισμό. Μέσα από την κοσμογονία τους οι αρχαίοι Έλληνες προσπάθησουν να εξηγήσουν τα μεγάλα ερωτήματα που αιώνια ταλανίζουν την ανθρώπινη φύση (όπως π.χ., την προέλευση του σύμπαντος και του κόσμου, την προέλευση των ειδών στον πλανήτη, τα φυσικά καιρικά φαινόμενα, τις κοινωνικές δομές, την προέλευση των Νόμων και των Ηθών, τη μεταφυσική του θανάτου, κλπ ), ενώ ταυτόχρονα καταγράφουν σαν ιστορίες τις μετακινήσεις πληθυσμών, την πρόελευση - καταγωγή και τις προσμίξεις των φυλών,  και τόσα άλλα ανθρωπολογικά και ιστορικά στοιχεία. Σηκώνοντας τα πέπλα του Μύθου, ανακαλύπτουμε τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον πλανήτη γη...

1. Ο Ουρανός και η Γη


Η Γαία (Γη), Μητέρα όλων των θεών και των πραγμάτων στη γη
Η Γαία ή Γη ή Γραία ή Μητέρα, των αρχαίων Ελλήνων

Όπως λέει ο Ησίοδος, στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα. Πριν απ' όλα υπήρχε το Χάος, το απόλυτο "τίποτα". Κανένας ήχος ή θόρυβος, καμιά κίνηση. Όλα ήταν άμορφα και σκοτεινά και οι αιώνες κυλούσαν σιωπηλοί και σκοτεινοί ο ένας μετά τον άλλο. Μετά το Χάος φάνηκε το Έρεβος και ύστερα η Νύχτα. Το σκοτεινό Έρεβος απλωνόταν μαζί με το πηχτό σκοτάδι της Νύχτας παντού πάνω και γύρω από το Χάος. Το Έρεβος και η Νύχτα έφεραν στην συνέχεια τον Αιθέρα και την Ημέρα. Από αυτά έλαμψαν και φωτίστηκαν όλα, πήραν ζωή και ημέρεψαν.

Κι ενώ το Έρεβος και η Νύχτα υποχώρησαν και μαζεύτηκαν στα σκοτεινά τους βασίλεια, ο Αιθέρας παντρεύτηκε την Ημέρα και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Γη (Γαία). Αυτή που για τους αρχαίους ήταν η "παγκόσμια μητέρα", η αρχή όλων των πραγμάτων, θνητών και αθανάτων, το "αιώνιο στήριγμα". Μητέρα κάθε ζωής και ευτυχίας! Η Γη παντρεύτηκε τον Ουρανό και από αυτή την ένωσή τους κατάγεται όλη η γενιά των θεών. Ο Ουρανός κι η Γη απόκτησαν πάρα πολλά παιδιά, πολλά από αυτά παράξενα και φοβερά πλάσματα, με τεράστια δύναμη και ικανότητες.

Πρώτα απ' όλα τα παιδιά γεννήθηκαν οι 12 Τιτάνες, έξι Τιτάνες και έξι Τιτανίδες. Οι Τιτάνες ήταν :ο Ωκεανός, ο Κοίος, ο Κρείος, ο Υπερίωνας, ο Ιαπετός και τελευταίος ο Κρόνος. Οι Τιτανίδες ήταν : η Τηθύς, η Θεία, η Θέμιδα, η Μνημοσύνη, η Φοίβη και η Ρέα. Μετά γεννήθηκαν οι Γίγαντες. Αυτά ήταν τρομερά πλάσματα,μεγάλωναν αμέσως, θέριευαν, έκαναν μεγάλα πηδήματα κι έφερναν τον κόσμο πάνω-κάτω. Ακόμη κι ο Ουρανός τρόμαξε με τα παιδιά του αυτά. Μαζί με τον φόβο τον κυρίευσε και η ιδέα ότι μπορεί κάποτε κάποιο από τα παιδιά του αυτά να προσπαθήσει να του πάρει και τον θρόνο.  Έτσι αποφάσισε και μόλις γεννιόταν, ένα-ένα, τα έπιανε και τα πετούσε στο σκοτεινό βασίλειο του Ταρτάρου.

[Ο Τάρταρος (ή Τάρταρα), είναι η φυλακή των θεών που νικιόνταν! Μια υπόγεια, μαύρη και κατασκότεινη σπηλιά, βαθειά μέσα στη γη που, όπως λέει ο Ησίοδος, αν έριχνες ένα χάλκινο τσεκούρι θα έκανε εννιά μερόνυχτα για να φθάσει. Σε εκείνο το υγρό και θλιβερό μέρος που ήταν γεμάτο ατμούς, μέσα σε μια φυλακή από χάλκινο τείχος και με σιδερένιες πόρτες έριχνε ο Ουρανός τα παιδιά του, τους Τιτάνες και τους Γίγαντες. Έξω από το τείχος ήταν ένα τεράστιο βάραθρο που χρειαζόταν ένα χρόνο να περπατά κάποιος για να φθάσει στην άκρη του, αν τον άφηναν ποτέ οι δυνατοί ανεμοστρόβιλοι που φυσούσαν εκεί. Πάνω από τον Τάρταρο είναι οι ρίζες της γης και της θάλασσας. Και κάπου εκεί βρίσκεται και ο Άδης, ο τόπος που πηγαίναν οι ψυχές κατά τους αρχαίους Έλληνες]

Αρκετά χρόνια αφού ο Ουρανός έκλεισε τους Τιτάνες στον Τάρταρο, η Γη γέννησε άλλα παιδιά. Πρώτα τους τρεις Κύκλωπες. Ήταν σωστά τέρατα με απαίσα μορφή και παράξενο σώμα. Είχαν μόνο ένα μάτι στο μέσο του μετώπου τους και τα ονόματά τους ήταν: Βρόντης, Στερόπης και Άργης. Ο Ουρανός μόλις είδε κι αυτά τα παιδιά του, όρμησε και τα πέταξε κι αυτά στον Τάρταρο. Ύστερα οι Γη γέννησε τους Εκατόγχειρες. Αγριωπά, τεράστια και παράξενα πλάσματα, με εκατό χέρια στους ώμους τους και εκατό κεφάλια πάνω από αυτά. Τα ονόματά τους ήταν: Αιγαίωνας, Κότος και Γύγης. Ο Ουρανός ανατρίχιασε όταν τους είδε. Αμέσως έστειλε μια ισχυρότατη θύελλα και σπρώχνοντάς τους και αυτός μαζί τους έριξε κι αυτούς στον Τάρταρο, όπου βρισκόταν τα υπόλοιπα αδέρφια τους. 

Η Γη, απαρηγόρητη που γέννησε στον Κρόνο 18 παιδιά αλλά δεν είχε κανένα κοντά της, δεν έτρωγε πια τίποτα και τα βράδια δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Όσο και αν παρακαλούσε τον Ουρανό να αφήσει τα παιδιά της, αυτός της απαντούσε ότι "δεν ήθελε παιδιά τέρατα"! Και άλλα παιδιά να γεννούσε, σκεφτόταν, την ίδια τύχη θα είχαν κι αυτά...


2. Η εκδίκηση της Γης

Μαζί με την πίκρα και την απελπισία της φώλιασε στην ψυχή της και η έχθρα για τον άντρα της, τον Ουρανό. Κατά τον Ησίοδο "σχεδιάζει μια σκληρή και δόλια εκδίκηση". Έβγαλε μέσα από τις φλέβες της ένα κομμάτι σκληρό σίδερο και καθώς ήταν ακόμη ζεστό, το λύγισε και έφτιαξε από αυτό ένα γυαλιστερό και κοφτερό δρεπάνι. Με το δρεπάνι αυτό στα χέρια της έτρεξε ολονυχτίς, για να μην την καταλάβει ο Ουρανός και έφτασε στον Τάρταρο. Εκεί, γονάτισε μπροστά στα παιδιά της και τα θερμοπαρακαλούσε να τιμωρήσουν τον άκαρδο και σκληρό πατέρα τους:

   "- Είναι κρίμα κι άδικο", τους έλεγε, "να βρίσκεστε κλεισμένα εδώ στο σκοτάδι. Ο πατέρας σας σας φέρθηκε σα κακούργος και πρέπει να τον εκδικηθούμε. Ποιανού από σας το λέει η καρδιά του να με βοηθήσει;"


Όλα την κοίαζαν παραξενεμένα και τρομαγμένα και κανένα δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Φοβόταν τον τρομερό θυμό του Ουρανού αν τους έπιανε. Μόνο ο μικρότερος απ' όλους, ο Κρόνος, την πλησίασε και πήρε από τα χέρια της το δρεπάνι και την ακολούθησε.

Σε λίγο έφθασαν στο παλάτι του Ουρανού. Ήταν ακόμη νύχτα. Πρώτη πλησίασε στον κοιμισμένο Ουρανό η Γη, ξάπλωσε πλάι του και προσποιήθηκε πως κοιμάται. Ύστερα πλησίασε και ο Κρόνος. Σηκώνει το κοφτερό δρεπάνι και με μιας ρίχνεται επάνω στον κοιμισμένο Ουρανό και τον ακρωτηριάζει ευνουχίζοντάς τον. Ανήμπορος πια να τον σταματήσει ο Ουρανός, ο Κρόνος ξεκίνησε για τον Τάρταρο να ελευθερώσει τα αδέλφια του. Στο πέλαγος πέταξε ένα κομμένο μέλος του Ουρανού κι από εκεί, μέσα από τα αφρισμένα κύματα, γεννήθηκε η Αφροδίτη. Και από μερικές σταγόνες αίμα του Ουρανού που έσταξαν κάπου αλλού στη γη γεννήθηκαν οι Ερινύες.


Μούγκριζε από τον πόνο ο Ουρανός, φώναζε, βογκούσε και φοβέριζε με το αίμα να τρέχει ποτάμι από πάνω του. Η Γη, συγκινήθηκε και τον λυπήθηκε. Μετάνιωσε για ότι έγινε βλέποντάς τον σ' αυτή την κατάσταση, έτρεξε και μάζεψε βότανα και του έδεσε την πληγή. Όμως η πληγή αυτή θα μείνει για πάντα αγιάτρευτη και ο Ουρανός θα είναι σακάτης σ' όλη του τη ζωή. Ο Ουρανός χάνει λοιπόν, τον θρόνο του και στη θέση του ανεβαίνει ο γιος του, ο Κρόνος...

3. Κρόνος και Ρέα

Από τα πρώτα μέτρα που πήρε ο Κρόνος για να εδραιώσει τον θρόνο του ήταν η αποφυλάκιση των αδελφών του από τη φυλακή του Ταρτάρου. Φοβήθηκε όμως να ελευθερώσει όλα τα αδέλφια του. Ελευθέρωσε μόνο τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες και άφησε φυλακισμένους στον Τάρταρο τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Και αυτοί, από το παράπονο και από τον θυμό τους μούγκριζαν και φοβέριζαν και ταρακουνούσαν ολόκληρη τη γη. Μάταια όμως, γιατί ο Κρόνος δεν νοιαζόταν για όλα αυτά. Η παντοδυναμία του πλέον στον θρόνο του εξασφάλιζε την ευτυχία.

Αφού λοιπόν, εξασφάλισε την ησυχία σ' όλο τον κόσμο, αποφάσισε να παντρευτεί την όμορφη Τιτανίδα αδερφή του, τη Ρέα. Ο γάμος τους έγινε με μεγάλες χαρές, φαγοπότια και γλέντια. Και σε λίγο καιρό, το ευτυχισμένο ζευγάρι απέκτησε τα πρώτα του παιδιά. Το πρώτο παιδί ήταν κορίτσι, η Εστία. Μετά γεννήθηκε η όμοφη Ήρα κι αργότερα γεννήθηκε η Δήμητρα. Όσο κι αν του κακοφάνηκε του Κρόνου στην αρχή που τα παιδιά του ήταν όλα κορίτσια, από την άλλη ήταν ήσυχος ότι τουλάχιστον δεν θα προσπαθούσαν να του πάρουν την εξουσία.  Ο Κρόνος ήταν ευτυχισμένος που οι θυγατέρες του ήταν όμορφες, καλόγνωμες και υπάκουες και η εξουσία του σαν βασιλιά των θεών εξασφαλισμένη!

Τα πράγματα όμως άλλαξαν για τον Κρόνο, όταν στην συνέχεια γεννήθηκε το πρώτο αγόρι, ο Πλούτωνας. Έχοντας σαν παράδειγμα τη δική του σχέση με τον πατέρα του, τον Ουρανό, ο Κρόνος άρχισε να σκέφτεται ότι κάποια μέρα ο γιός του (ή οι γιοί του στο μέλλον) θα προσπαθήσουν να πάρουν την εξουσία απ' αυτόν. Έπρεπε λοιπόν να βρει ένα τρόπο να απαλλαγεί από τον Πλούτωνα κι απ' όλα τα αρσενικά παιδιά θα γεννιόταν μετά απ' αυτόν. Πως όμως; Αν τα έκλεινε στον Τάρταρο, όπως έκανε σ' αυτόν ο Ουρανός, θα μπορούσαν κάποτε να ξεφύγουν όπως ξέφυγε και αυτός, και επιπλέον θα συμμαχούσαν εκεί και με τα αδέλφια του τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες, που ήταν φυλακισμένοι ακόμη εκεί. Νύχτες ολόκληρες έμενε ξάγρυπνος φοβούμενος τι θα μπορούσε να πάθει και πως θα βρει λύση στο πρόβλημά του!

Κάποιο βράδυ, την ώρα που η Ρέα κοιμόταν ξένιαστη, πλησίασε τον μικρό Πλούτωνα στη κούνια του, τον σήκωσε στα χέρια του και ύστερα ξαφνικά άνοιξε το στόμα του και τον κατάπιε ολόκληρο. Έτσι, σκέφτηκε, ήταν πλέον σίγουρος ότι ο Πλούτωνας δεν θα μπορούσε ποτέ να βγεί και να απειλήσει την εξουσία του. Το πρωί που ξύπνησε η Ρέα και αναζήτησε τον μικρό Πλούτωνα, ο Κρόνος καμώθηκε τον ανήξερο και όταν αυτή άρχισε να κλαίει και να φωνάζει και να αναζητά παντού το παιδί της, αυτός την καθησύχαζε λέγοντάς της πως ο γιός τους, σαν θεός που ήταν, μεγάλωσε μονομιάς κι έφυγε για να δει και τον υπόλοιπο κόσμο. Μάταια η Ρέα έψαχνε και ρωτούσε παντού για το παιδί της. Δεν μπόρεσε να το βρει πουθενά!

Ήρθε όμως ο καιρός και η Ρέα γέννησε ακόμη ένα αγόρι, τον Ποσειδώνα. Όση ήταν η χαρά της Ρέας, τόσο ήταν το μίσος του Κρόνου. Στο τέλος, με τρομερό ύφος απαίτησε από την Ρέα να του δώσει το παιδί, αν ήθελε κι αυτή τη ζωή της, γιατί φοβόταν τι θα συμβεί όταν ο Πσειδώνας θα μεγάλωνε. Μάταια η Ρέα προσπάθησε να τον μεταπείσει. Φιλούσε και ξαναφιλούσε το παιδί της, το μοιρολογούσε και το έκλαιγε, μα δεν μπορούσε με τίποτα να αλλάξει την απόφασή του. Αφού της πήρε το παιδί, άνοιξε το στόμα του και το κατάπιε κι αυτό όπως και τον άτυχο Πλούτωνα. Ύστερα, επειδή βάρυνε κάπως, τόριξε στον ύπνο, ενώ πιο εκεί η Ρέα δεν ήξερε τι να κάνει από τον καημό της και ξαγρυπνούσε απαρηγόρητη ...


4. Η Γέννηση του Δία

 Πέρασαν αρκετά χρόνια πριν η Ρέα μείνει πάλι έγκυος. Από τη μια χαιρόταν που θα έκαμε ακόμη ενα παιδί, από την άλλη όμως έτρεμε στην ιδέα στο τι θα συνέβαινε και ποιά θα ήταν η τύχη που θα είχε από τον Κρόνο αν ήταν αγόρι. Μέσα στην αγωνία της αυτή, έψαχνε απελπισμένα ένα τρόπο για το γλιτώσει. Στο τέλος, πήγε στον Ουρανό και την Γη για να ζητήσει την δική τους βοήθεια και συμβουλή. Και αυτοί, την συμβούλευσαν και της είπαν τι έπρεπε να κάνει !... 

Όταν πλησίζαν οι μέρες που θα γεννούσε η Ρέα το παιδί, προσποιήθηκε στον Κρόνο ότι ήταν πολύ κουρασμένη και του ζήτησε να την αφήσει να πάει μερικές μέρες μια βόλτα μέχρι την Κρήτη για να ξεσκάσει. Ο Κρόνος την πίστεψε και αυτή ξεκίνησε για την Κρήτη. 

Στην Κρήτη η Ρέα φιλοξενήθηκε στο παλάτι του βασιλιά Μελισσέα. Κάποια νύχτα, ήρθε η ώρα για να γεννηθεί το παιδί. Η Ρέα, που φοβόταν μήπως το παιδί ήταν αγόρι και το μάθει ο Κρόνος, ζήτησε από τον βασιλιά Μελισσέα να ορκιστεί ότι θα το κρατήσει μυστικό και να της δώσει μια συντροφιά να πάει να γεννήσει το παιδί σε μια ερημιά, που να μην μπορεί να την βρει ο Κρόνος. Κι έτσι και έγινε. Ο Μελισσέας της έδωσε γα συντροφιά τις δυο κόρες του και όλες μαζί ξεκίνησαν για το βουνό Ίδη, όπου βρήκαν μια βαθιά σπηλιά, ιδανικό μέρος γι' αυτό που έψαχναν. Η σπηλιά αυτή ονομαζόταν Ιδαίο Άντρον. Εκεί η Ρέα γέννησε τον Δία. Τον μελλοντικό βασιλιά θεών και ανθρώπων. 

Μόλις γεννήθηκε το μωρό άρχισε τα κλάματα. Η Ρέα και οι βασιλοπούλες φοβήθηκαν ότι ο Κρόνος θα άκουγε τις φωνές του μικρού και θα ξεσπούσε επάνω τους την οργή του. Έτρεξαν λοιπόν οι κόρες του Μελισσέα και έφεραν τους Κουρήτες, κάποια δαιμονικά και άγρια πλάσματα που όλη τη μέρα τραγουδούσαν, χόρευαν και πάλευαν μεταξύ τους. Αυτοί άρχισαν να χορεύουν έξω από την σπηλιά τον πολεμικό τους χορό, τον Πυρρίχιο όπως τον έλεγαν, χτυπώντας τις ασπίδες με τα όπλα τους και να φωνάζουν δυνατά. Μ' αυτό τον "χαλασμό" ήταν αδύνατο να ακούσει ο Κρόνος τα κλάματα του μικρού Δία.

Καθώς άρχιζε να ξημερώνει η Ρέα αποφάσισε να γυρίσει πίσω στον Όλυμπο και στον Κρόνο πριν αυτός αρχίσει να υποψιάζεται τίποτα. Η κοιλιά της όμως, θα την πρόδιδε ότι πλέον είχε γεννήσει, και έτσι εφάρμοσε το παρακάτω τέχνασμα που την είχε συμβουλέψει ο Ουρανός: Πήρε μια μακρουλή πέτρα ίσα μ' ένα νεογέννητο μωρό, την τύλιξε με πολλά ρούχα και φασκιές να μοιάζει με αληθινό μωρό και την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Ο Κρόνος, μόλις την είδε να φθάνει στον Όλυμπο μ' ένα μωρό -όπως νόμισε- στην αγκαλιά της, όρμησε και πριν την καλωσορίσει καλά-καλά άρπαξε το μωρό και το κατάπιε. Ούτε καν σκέφτηκε να κοιτάξει αν το μωρό ήταν τελικά αγόρι ή κορίτσι! Δεν πέρασε πολύ ώρα και το στομάχι του Κρόνου άρχισε να πονάει. Γύριζε από εδώ, ξαναγύριζε από την άλλη, αλλά το ίδιο έκανε κι η πέτρα! Κάποια στιγμή δυνάμωσαν οι πόνοι και τον έπιασε εμετός. Πιάνοντας τότε ο Κρόνος την κοιλιά του καταλαβε τι είχε συμβεί. Έβαλε τις φωνές και μουγκρίζοντας όρμηξε να πνίξει τη Γη. Αυτή όμως, πρόφτασε και του ξέφυγε. Ο Κρόνος σαν τρελλός άρχισε τότε αγριεμένος να ψάχνει το μικρό παιδί για να το καταπιεί και αυτό, μάταια όμως! Πουθενά δεν μπορούσε να το βρει.

Οι δυο βασιλοπούλες της Κρήτης, με εντολή της Γης, φρόντιζαν για την ασφάλεια και την ανατροφή του Δία. Έφτιαξαν μια κούνια ψηλά σ' ένα δένδρο για να κοιμάται  Δίας και έφεραν κοντά του μια γίδα, την Αμάλθεια, για να πίνει το γάλα της. Επειδή δεν είχαν δοχείο να βάζουν μέσα το γάλα της γίδας, της έκοψαν το ένα κέρατο και το κούφιαναν και μ' αυτό έδιναν στο Δία να πίνει γάλα. Ένας αετός πάλι, κουβαλούσε από τα αγριομελίσσια του δάσους στον Δία μέλι. Και έτσι μεγαλωνε ο Δίας στην Κρήτη, μακριά από τον Κρόνο που ζούσε πια μόνο με την έγνοια και τον φόβο του γιού του, που θα ερχόταν κάποια στιγμή να του αρπάξει την εξουσία και τον θρόνο, ότι έκανε δηλαδή κι αυτός στον πατέρα του Ουρανό...

[Όταν ψόφησε πια η Αμάλθεια και ο Δίας ήταν τότε κυβερνήτης όλου του κόσμου, για να την ευχαριστήσει, την έβαλε ανάμεσα στα άστρα και σχημάτισε τον αστερισμό του Αιγόκερου. Με το άτρωτο δέρμα της (τομάρι), την Αιγίδα που τίποτα δεν την διαπερνούσε,  κάλυψε την θεϊκή του ασπίδα του και αργότερα την έδωσε στην κόρη του Αθηνά. Το κέρατο της Αμάλθειας, από το οποίο έπινε ο Δίας το γάλα του - το γνωστό κέρας της Αμάλθειας - απόκτησε μυθική δύναμη και έγινε σύμβολο του πλούτου και της αφθονίας και πίστευαν ότι όποιος το είχε στα χέρια είχε και όλα τα αγαθά του κόσμου.
Ακόμη, ο αετός που φρόντισε τον Δία, μπήκε στην προστασία του θεού κι έγινε το αιώνιο σύμβολό του.]


5. Δίας και Κρόνος

Μόλις ο Δίας ένιωσε ότι μεγάλωσε αρκετά και τον πλημμύρισε μια ανίκητη θεϊκή δύναμη, ετοιμάστηκε και ανέβηκε στον Όλυμπο να συναντήσει τον πατέρα του τον Κρόνο. Χωρίς να χάσει χρόνο παρουσιάστηκε μπροστά του:
   - Είμαι ο γιος σου ο Δίας, είπε στον Κρόνο, και θέλω να ελευθερώσεις τα αδέλφια μου!


Ο Κρόνος σάστισε με το θάρρος, την τόλμη και την δύναμη του Δία. Προσποιήθηκε πως χάρηκε που είδε τον Δία και υποσχέθηκε - ψεύτικα - πως θα του έκανε το χατήρι να βγάλει από μέσα του τ' αδέλφια του Δία. Όμως, ο Κρόνος προσπαθούσε έτσι να κερδίσει χρόνο για να βρει τρόπο να ξεφορτωθεί τον Δία και οι μέρες περνούσαν χωρίς να πραγματοποίηση την υπόσχεσή του και να ελευθερώσει από μέσα του τον Πλούτωνα και ον Ποσειδώνα.


Ο Δίας τότε μεταχειρίστηκε κάποιο τέχνασμα για να αναγκάσει τον Κρόνο να ελευθερώσει τα αδέλφια του. Πήρε από την Νύμφη Μήτιδα ένα βότανο που προκαλούσε εμετό και με παρακάλια έπεισε την μητέρα του Γη να ρίξει το τριμμένο βοτάνι στο φαγητό του πατέρα του Κρόνου. Όταν τέλειωσε ο Κρόνος το φαγητό του αισθάνθηκε πονόκοιλο και αδιαθεσία που δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα. Όσο και αν φώναξε και αν ζήτησε βοήθεια κανείς πια δεν μπορούσε να τον βοηθήσει. Σε λίγο τον έπιασε εμετός και έβγαλε από μέσα του το φαγητό που έφαγε και μαζί την πέτρα που κατάπιε αντί του Δία και -φυσικά- τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα.

[ Λέγεται ότι η πέτρα εκείνη υπάρχει ακόμη και σήμερα στο Μαντείο των Δελφών. Είναι λένε, ο "ομφαλός της γης" που έφερε εκεί ο ίδιος ο Δίας για ενθύμιο.]


6. Η Τιτανομαχία

[Η Τιτανομαχία αναφέρεται ουσιαστικά στην προσπάθεια των τριών αδερφών Δία, Πλούτωνα και Ποσειδώνα να πάρουν την εξουσία από τα χέρια του πατέρα τους Κρόνου.]

Πέρασε αρκετός καιρός μέχρι να συνέλθουν και να μεγαλώσουν λίγο ακόμη ο Δίας και τα αδέρφια του και τότε αποφάσισαν να ζητήσουν από τον Κρόνο να τους παραδώσει την εξουσία. Όμως ο Κρόνος δεν είχε χάσει ούτε τη δύναμή ούτε τη σκληρότητά του αλλά και ούτε σκόπευε να τους παραχωρήσει έτσι απλά την εξουσία. Μια μέρα, και τα τρία αδέρφια μαζί, όρμηξαν στον Κρόνο και τον ανάγκασαν να φύγει από τον θρόνο του και τον Όλυμπο. Ο Κρόνος φώναξε σε βοήθεια τα αδέρφια του τους Τιτάνες και τις Τιτανίδες και όλοι μαζί ξεκίνησαν να πάρει πίσω τον θρόνο του ο Κρόνος. Το ίδιο έκανε όμως κι ο Δίας, μαζεύοντας κοντά του τα αδέλφια και τις αδελφές του. Και ανάμεσα στις δυο ομάδες των θεών ξέσπασε ένας φοβερός πόλεμος!

Ο Κρόνος με τα δικά του αδέλφια, τους Τιτάνες, ήταν στο όρος Πήλιο και ο Δίας με τα δικά του αδέλφια στον Όλυμπο. Επειδή όμως το Πήλιο ήταν χαμηλότερο από τον Όλυμπο, οι Τιτάνες σώριασαν στίβες τεράστιους βράχους και έφτιαξαν το βουνό Όσσα (Κίσσαβος) και ανεβαίνοντας εκεί πλέον, πετούσαν πάνω στον Όλυμπο βράχους και γιγάντιες πέτρες. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι θεοί από τον Όλυμπο, και ο φοβερός πόλεμος μεταξύ των θεών κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια! Στο τέλος οι Τιτάνες του Κρόνου κατέβηκαν από την Όσσα και ξεκίνησαν ν' ανέβουν στον Όλυμπο και να πιαστούν στα χέρια με τον Δία και τα αδέλφια του. Όμως ο Δίας και τ' αδέλφια του κυλούσαν πάνω στους Τιτάνες βράχους από τις κορυφές και δεν τους άφηναν να πλησιάσουν!

Η Γη, η γιαγιά του Δία, τον συμβούλεψε τότε πως για να νικήσει τον πατέρα του έπρεπε να ελευθερώσει τα υπόλοιπα παιδιά της που βρισκόταν ακόμη φυλακισμένα στον Τάρταρο και μισούσαν τον Κρόνο και τους Τιτάνες. Ο Δίας δεν έχασε καθόλου καιρό και έτρεξε στον Τάρταρο για να ελευθερώσει τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες από τα δεσμά τους. Φύλακας όμως του Τάρταρου από τον Κρόνο είχε ορισθεί ένα φοβερό τέρας ο Κάμπης, με πενήντα κεφάλια και πύρινα μάτια που ήταν διαρκώς άγρυπνο. Μόλις είδε τον Δία του ρίχτηκε, αλλά ο Δίας πιο γρήγορος, άρχισε να πετάει τεράστιους βράχους επάνω του μέχρι που ο Κάμπης υποχώρησε τραυματισμένος και αποκαμωμένος. Ο Δίας ελευθέρωσε τότε τους Κύκλωπες και τους φοβερούς Εκατόγχειρες και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να νικήσει τον Κρόνο και τους Τιτάνες και όλοι μαζί πέταξαν αμέσως στον Όλυμπο.

Οι Κύκλωπες αναγνωρίζοντας σαν ελευθερωτή τους τον Δία του χάρισαν την βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό που έγιναν από τότε τα όπλα - σύμβολα του Δία. Στον Ποσειδώνα χάρισαν την φοβερή του τρίαινα και στον Πλούτωνα χάρισαν ένα σιδερένιο κράνος που τον έκανε αόρατο στα μάτια θεών και ανθρώπων όταν το φορούσε.

Στο μεταξύ, ο Κρόνος και οι Τιτάνες είχαν φθάσει πια στην κορυφή του Ολύμπου και ετοιμάζονταν για την τελική αναμέτρηση όταν έφθασε στον Όλυμπο και ο Δίας με τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες. Ο Δίας φώναξε τότε στους Τιτάνες να σταματήσουν τον πόλεμο και να υποχωρήσουν αλλά εκείνοι το αγνόησαν και συνέχισαν να προχωρούν. Η απάντηση του Δία δόθηκε με ένα φλογισμένο κεραυνό που εξακόντισε εναντίον τους, το δώρο των θείων του Κυκλώπων. 
Και άρχισε έτσι μια τέτοια φοβερή μάχη μεταξύ των θεών που σείστηκε ολόκληρη η γη, ο ουρανός και η θάλασσα.
Λέει ο Ησίοδος: "... Ο ψηλός Όλυμπος έτρεμε από τα θεμέλιά του καθώς χτυπιόταν μεταξύ τους οι αθάνατοι. Του Ωκεανού το ρέμα και η πελώρια θάλασσα όλα κόχλαζαν. Η πυρκαγιά έφθανε ίσαμε το Χάος κάτω, κι απ' ότι βλέπουνε τα μάτια κι όσα ακούγουνε τα αφτιά, λες και ανακατώνονται η γη και ο ουρανός, η μια τραντάζεται στη βάση της, ο άλλος πέφτει από ψηλά ...". Από την ένταση της μάχης πήραν φωτιά τα δάση, έλιωναν οι πέτρες και όλα τυλίχτηκαν σε μαύρους καπνούς. Καθώς φυσούσαν οι άνεμοι σήκωναν πυκνά σύννεφα σκόνης που ανακατεύονταν με τις αστραπές, τους κεραυνούς και τις φωνές των αθανάτων και τους καπνούς και τις στάχτες... Μια αληθινή κόλαση και θεομηνία...

Όμως το αποτέλεσμα της μάχης γύρισε τελικά με το μέρος του Δία και των συμμάχων του. Οι τρεις Εκατόγχειρες, με τα τριακόσια χέρια τους, εκσφενδόνιζαν τους βράχους και τις πέτρες επάνω στους Τιτάνες με τέτοια ταχύτητα και δύναμη, που οι Τιτάνες αναγκάστηκαν στο τέλος να παραδοθούν. Οι Κύκλωπες αφού τους αλυσόδεσαν με βαριές αλυσίδες τους οδήγησαν στον Τάρταρο και τους έκλεισαν μέσα στη σκοτεινή φυλακή. Διπλομαντάλωσαν τις σιδερένιες πόρτες και εκεί απ' έξω στάθηκαν φύλακες οι τρομεροί Εκατόγχειρες μήπως και κάποιος τολμήσει ποτέ να τους απελευθερώσει. 
Έτσι τέλειωσε η Τιτανομαχία και ο Δίας με τα αδέλφια του πήραν την εξουσία και έγιναν απόλυτοι κυρίαρχοι του Ολύμπου και του κόσμου ολόκληρου...