Πόρνες και Πορνεία στην αρχαία Ελλάδα

Μία μουσικός δένει το υμάτιόν της,
ενώ ο πελάτης της παρακολουθεί.
Αττικό ερυθρόμορφο κύπελλο, περ. 490 π.Χ.,
Βρετανικό Μουσείο.
Ο Ψευδοδημοσθένης, σε λόγο που απευθυνόταν σε ένα δικαστικό σώμα του 4ου αιώνα π.Χ. αναφέρει: «διαθέτουμε πόρνες για την απόλαυσή μας, παλλακίδες για να μας παρέχουν καθημερινή φροντίδα και συζύγους για να μας παρέχουν νόμιμα τέκνα και για να αποτελούν τους πιστούς φύλακες του οίκου μας».Ακόμη κι αν η αλήθεια δεν ήταν τόσο γραφική, ωστόσο αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι αρχαίοι δεν διέθεταν ηθικούς φραγμούς αναφορικά με την προσφυγή στις εκδιδόμενες γυναίκες.


Παράλληλα, οι νόμοι απαγορεύουν αυστηρότατα τις σχέσεις εκτός γάμου με μία γυναίκα από την τάξη των ελεύθερων πολιτών. Ο απατημένος σύζυγος είχε το δικαίωμα να θανατώσει τον αντίζηλό του αν τον έπιανε επ’ αυτοφόρω ομοίως και κάποιον βιαστή. Καθώς η μέση ηλικία γάμου για τους άνδρες ήταν τα 30 έτη, ο νεαρός Αθηναίος που επιθυμούσε να έχει ετεροφυλοφιλικές σχέσεις δεν είχε άλλη επιλογή από το να στραφεί στις δούλες του ή στις πόρνες.

Η ύπαρξη εκδιδόμενων γυναικών με πελατεία άλλες γυναίκες δεν είναι επιβεβαιωμένη. Ο Αριστοφάνης, ως πρόσωπο που λαμβάνει μέρος στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, αναφέρει τις «εταιρίστριες» στην περίφημη ιστορία του για τον Έρωτα, όπου όλοι οι άνθρωποι προήλθαν από τη διαίρεση πλασμάτων με δύο κεφάλια και οχτώ μέλη. Για εκείνον, οι γυναίκες που προέκυψαν από τα κομμάτια των πρωτόγονων γυναικών δεν έχουν μεγάλη επιθυμία για άνδρες: προτιμούν τις γυναίκες, και από εκεί προήλθαν οι «εταιρίστριες». Ορισμένοι φιλόλογοι υποθέτουν πως αναφέρεται σε εκδιδόμενες γυναίκες που προσανατολίζονταν στη γυναικεία πελατεία με λεσβιακές προτιμήσεις.Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς αναφέρεται στην πρακτική αυτή στο έργο «Διάλογος για τις πόρνες», ωστόσο είναι πιθανόν απλά να πρόκειται για αναφορά στο απόσπασμα αυτό του Πλάτωνα.
Πόρναι

Οι εκδιδόμενες γυναίκες μπορούν να ταξινομηθούν σε διάφορες κατηγορίες. Τελευταίες στην κλίμακα κατατάσσονταν οι πόρνες, οι οποίες σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης – προέρχεται από το ρήμα «πέρνημι» που σημαίνει «πουλώ» – ανήκαν στους «πορνοβοσκούς», δηλαδή σε προαγωγούς που λάμβαναν τμήμα των εσόδων τους. Οι τελευταίοι μπορούσαν να είναι πολίτες, για τους οποίους μπορούσαν να αποτελούν πηγή εσόδων όπως όλες οι άλλες. Ένας ρήτορας του 4ου αιώνα αναφέρει δύο σαν τμήματα της περιουσίας του. Ο Θεόφραστος αναφέρει τον προαγωγό πλάι στον πανδοχέα και τον συλλέκτη φόρων σε έναν κατάλογο επαγγελμάτων που είχε συντάξει.[7] Ένας τέτοιος ιδιοκτήτης μπορούσε επίσης να ανήκει στην τάξη των μετοίκων.

Κατά την κλασική εποχή, τα κορίτσια ήταν δούλες βαρβαρικής καταγωγής. Από την ελληνιστική εποχή και μετά εμφανίζονται και μικρά κορίτσια τα οποία εκτέθηκαν από τον πολίτη πατέρα τους, και οι οποίες θεωρούνταν δούλες μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Η περίπτωση αυτή μοιάζει συνηθισμένη, σε σημείο που ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, τον 2ο αιώνα μ.Χ., προειδοποιεί εκείνους που συχνάζουν σε πορνεία για τον κίνδυνο της αιμομιξίας: «πόσοι πατεράδες, έχοντας ξεχάσει τα παιδιά που εγκατέλειψαν, έχουν, εν αγνοία τους, συνάψει ερωτικές σχέσεις με το γιο τους που εκδίδεται ή με την κόρη τους που έγινε πόρνη…» Αυτές οι γυναίκες εργάζονταν τις περισσότερες φορές σε οίκους ανοχής, σε συνοικίες που ήταν διαβόητες για τη φιλοξενία τέτοιων δραστηριοτήτων, όπως ο Πειραιάς (το λιμάνι της Αθήνας) ή ο Κεραμεικός. Οι τελευταίες υποδέχονταν ναυτικούς και φτωχούς πολίτες.

Στην κατηγορία αυτή άνηκαν και τα κορίτσια που εργάζονταν στους κρατικούς αθηναϊκούς οίκους ανοχής. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, που με τη σειρά του επικαλείται τον κωμικό ποιητή Φιλήμονα  και τον ιστορικό Νίκανδρο από την Κολοφώνα, ήταν ο νομοθέτης Σόλων αυτός που «ανυπόμονος να καλμάρει τις ορμές των νεαρών ανδρών, (…) πήρε την πρωτοβουλία να ανοίξει οίκους ανοχής και να εγκαταστήσει εκεί νεαρές γυναίκες αγορασμένες». Έτσι, ένα από τα πρόσωπα στις «Αδελφές» ξεσπά:

    «Εσύ, Σόλων, έφτιαξες ένα νόμο κοινής ωφέλειας, καθώς είσαι εσύ εκείνος που πρώτος, θα έλεγε κανείς, κατάλαβε την ανάγκη ύπαρξης ενός τέτοιου δημοκρατικού και αγαθοεργούς ιδρύματος, ας είναι μάρτυράς μου ο Ζευς! Είναι σημαντικό να το πω αυτό. Η πόλη μας έβριθε νεαρών αγοριών τα οποία η φύση εξανάγκαζε με σκληρότητα να παρασύρονται σε λάθος δρόμους. Για εκείνα αγόρασες και κατόπιν εγκατέστησες κορίτσια σε διάφορες συνοικίες, εξοπλισμένες και έτοιμες για τη δουλειά. Στέκονται γυμνές, από φόβο μήπως έσφαλλες, ρίξε μια ματιά στα πάντα. Ίσως δεν νιώθεις στην καλύτερή σου φόρμα, ίσως έχεις κάτι που σε στενοχωρεί. Αλλά η πόρτα τους παραμένει ανοιχτή. Τιμή, ένας οβολός, μπες μέσα! Δεν υπάρχει ίχνος σεμνοτυφίας ή ανοησίας, ούτε τραβιέται μακρυά σου. Αντίθετα θα πάρεις για τα χρήματά σου ό,τι θες και όπως το θες. Βγαίνεις. Πες της να πάει να πνιγεί, είναι ένα τίποτα για σένα».

Όπως υπογραμμίζει το πρόσωπο αυτό, οι οίκοι ανοχής του Σόλωνα παρείχαν σεξουαλική απόλαυση προσιτή σε όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Μάλιστα ο Σόλων κατασκεύασε χάρις στους φόρους που επέβαλε στα σπίτια αυτά ένα ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη Πάνδημο, στην κυριολεξία στην Αφροδίτη όλου του λαού. Ακόμη κι αν η αλήθεια της παραπάνω αφήγησης είναι υπό αμφισβήτηση, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι Αθηναίοι θεωρούσαν την πορνεία συστατικό της δημοκρατίας.

Μιλώντας για τιμές, υπάρχουν διάφορες αναφορές στην τιμή του ενός οβολού για τις οικονομικότερες κοπέλες, που ικανοποιούσαν τουλάχιστον τις βασικές ανάγκες. Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς αν πρόκειται για αληθινή τιμή ή απλά για μια ρήση που αντικατοπτρίζει μια «τιμή ευκαιρίας».

Ανεξάρτητες πόρνες

Ένα σκαλί υψηλότερα βρίσκονταν οι πόρνες που κάποτε ήταν δούλες και πλέον είχαν κερδίσει την ελευθερία τους. Η θέση τους ήταν κοντά σε εκείνη της εταίρας ή της παλλακίδας. Εκτός από την ευκαιρία να παρουσιάζονται ενώπιον των πιθανών πελατών τους, είχαν και πρόσβαση στο δημόσιο βίο. Έχουν βρεθεί σανδάλια των οποίων οι σόλες ήταν έτσι κατασκευασμένες ώστε να αφήνουν στο έδαφος το αποτύπωμα «ΑΚΟΛΟΥΘΙ»,[6] που σημαίνει «ακολούθησέ με». Χρησιμοποιούσαν επίσης μακιγιάζ, κάθε άλλο παρά διακριτικό. Ο Εύβουλος, ποιητής της Μέσης Κωμωδίας, τις περιγελά:


    «…σοβαντισμένες με στρώματα λευκού μολύβδου, … μάγουλα βαμμένα με χυμό από μούρα. Κι αν βγείτε κάποια μέρα του καλοκαιριού, δύο αυλάκια από μελάνι τρέχουν από τα μάτια σας, και ο ιδρώτας που κυλά από τα μάγουλά σας πάνω στο λαιμό αφήνει χρωματιστό αυλάκι, ενώ οι τρίχες που πετούν γύρω από τα πρόσωπά σας μοιάζουν γκρίζες, τόσο γεμάτες από λευκό μόλυβδο».

Η προέλευση αυτών των γυναικών ποικίλλει: γυναίκες μέτοικοι που δεν έβρισκαν άλλο επάγγελμα στη νέα τους πατρίδα, φτωχές χήρες, παλαιές πόρνες που εξαγόρασαν την ελευθερία τους, συχνά με πίστωση. Στην Αθήνα ήταν υποχρεωμένες να καταγράφονται σε μητρώα και να καταβάλλουν φόρους. Ορισμένες μάλιστα κατάφεραν να φτιάξουν περιουσία από το επάγγελμά τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. στην Κόπτο της ρωμαϊκής Αιγύπτου, τα διόδια για τις πόρνες ανέρχονταν στις 108 δραχμές, ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες κατέβαλλαν μόλις 20.

Το ποσό με το οποίο χρέωναν τις υπηρεσίες τους είναι δύσκολο να εκτιμηθεί: Τον 4ο αιώνα π.Χ., ο Θεόπομπος αναφέρει ότι οι πόρνες δεύτερης κατηγορίας ζητούσαν ένα στατήρα (τέσσερις δραχμές), ενώ τον 1ο αιώνα π.Χ. ο επικούρειος φιλόσοφος Φιλόδημος από τα Γάδαρα αναφέρει  ένα σύστημα συνδρομών σύμφωνα με το οποίο καταβάλλονταν πέντε δραχμές για δώδεκα επισκέψεις. Τον 2ο αιώνα π.Χ., στο έργο του «Διάλογος για τις πόρνες», ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς βάζει την πόρνη Αμπέλιδα να θεωρεί την τιμή των πέντε δραχμών ανά επίσκεψη μέτρια τιμή. Στο ίδιο κείμενο, μια νεαρή παρθένα μπορεί να ζητήσει μία μνα, δηλαδή εκατό δραχμές,ακόμη και δύο μνες, αν ο πελάτης ήταν ορεξάτος. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπορούσε να πετύχει καλύτερη τιμή από μία συνάδελφό της μεγαλύτερης ηλικίας, αν και η εικονογραφία από τα κεραμικά αγγεία καταδεικνύει την ύπαρξη ειδικής αγοράς για τις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης ρόλο έπαιζε το αν ο πελάτης απαιτούσε αποκλειστικότητα. Υπήρχαν επίσης ομαδικές συμφωνίες: μια παρέα φίλων μπορούσε να αγοράσει την αποκλειστικότητα, με τον καθένα τους να δικαιούται προκαθορισμένο χρόνο.

Αναμφίβολα μπορεί κανείς να κατατάξει στην κατηγορία αυτή τις μουσικούς και τις χορεύτριες που προσέφεραν ψυχαγωγία στα συμπόσια των ανδρών. Ο Αριστοτέλης [17] αναφέρει ανάμεσα στις αρμοδιότητες δέκα αξιωματούχων, των αστυνόμων (πέντε εντός των τειχών και πέντε στον Πειραιά), την εποπτεία των κοριτσιών που έπαιζαν τον αυλό ή τη λύρα ή την κιθάρα ώστε να μην χρεώνουν ποσά άνω των δύο δραχμών τη βραδιά. Οι σεξουαλικές υπηρεσίες μπορούσαν να αποτελούν μέρος της συμφωνίας, παρά τον έλεγχο των αστυνόμων, με τις τιμές ολοένα και να ανεβαίνουν ανάλογα με την περίοδο.

Εταίρες

Ο φιλόσοφος Σωκράτης αναζητεί
τον Αλκιβιάδη στο σπίτι της Ασπασίας.
Έργο του Jean-Léon Gérôme (1861).
Οι εταίρες βρίσκονταν στην κορυφή της ιδιόμορφης αυτής ιεραρχίας. Δεν περιορίζονται στο να προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες, με την ίδια τη λέξη «εταίρα» να σημαίνει «σύντροφος». Στις περισσότερες περιπτώσεις διέθεταν ευρεία μόρφωση και μπορούσαν να λάβουν μέρος σε συζητήσεις καλλιεργημένων ανθρώπων, για παράδειγμα στα συμπόσια. Αποτελούν τις μοναδικές γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, με εξαίρεση τις Σπαρτιάτισσες, που απολάμβαναν την ανεξαρτησία τους και μπορούσαν να διαθέτουν προσωπική περιουσία. Ένα τέτοιο είδος παλλακίδας δεν πληρωνόταν με τη βραδιά, αλλά λάμβανε δώρα από τους «εταίρους» και τους «φίλους» της ώστε να ζει μια άνετη ζωή. Αξιοσημείωτη είναι η ομοιότητά τους με τις γκέισες στην ιαπωνική παράδοση.

Στην πλειοψηφία τους οι εταίρες άνηκαν στην τάξη των μετοίκων, με διάσημα παραδείγματα τη Νέαιρα, η οποία καταγόταν από την Κόρινθο και τη Φρύνη από τη Βοιωτία. Ωστόσο η επιφανέστερη γυναίκα του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν η Ασπασία, η εταίρα που σύμφωνα με την παράδοση αποτέλεσε τη σύντροφο του Περικλή. Στον κύκλο της άνηκαν διάσημοι φιλόσοφοι και καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Σωκράτης και οι μαθητές του, αλλά και ο γλύπτης Φειδίας. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, «δέσποζε ανάμεσα στους επιφανέστερους των πολιτικών και ενέπνεε στους φιλοσόφους μια επιρροή που δεν ήταν ούτε ισχνή ούτε αμελητέα».

Στις μέρες μας επιβιώνουν τα ονόματα ορισμένων γυναικών που έζησαν ως εταίρες. Στην κλασική εποχή συναντούμε τη Θεοδότα, σύντροφο του Αλκιβιάδη, με την οποία ο Σωκράτης συζητά στα «Απομνημονεύματα». Επίσης τη Νέαιρα, εταίρα που αποτελεί το κυρίως θέμα ενός ρητορικού λόγου του Ψευδο-Δημοσθένη. Από την πλευρά της η Φρύνη αποτέλεσε το μοντέλο για την Αφροδίτη της Κνίδου, αριστουργηματικό έργο του μεγάλου Πραξιτέλη, του οποίου υπήρξε ερωμένη, καθώς επίσης και του Υπερείδη, ο οποίος την υπερασπίστηκε σε μια δίκη. Η Λεόντιον ήταν σύντροφος του Επίκουρου και φιλόσοφος η ίδια. Κατά την ελληνιστική περίοδο μαθαίνουμε για την Πυθονίκη, σύντροφο του Άρπαλου, του θησαυροφύλακα του Αλεξάνδρου του Μέγα ή ακόμη για τη Θαΐδα, ερωμένη του ίδιου του Αλεξάνδρου και κατόπιν του Πτολεμαίου του Σωτήρος. Επίσης γνωστή εταίρα ήταν και η Λάμια, κόρη αθηναίου πολίτη και ερωμένη του Δημητρίου του Πολιορκητή.

Ορισμένες από τις εταίρες αυτές είχαν μεγάλη περιουσία. Ο Ξενοφών περιγράφει τη Θεοδότα περιτριγυρισμένη από δούλους, πλουσιοπάροχα ντυμένη και κάτοικο ενός υπερπολυτελούς σπιτιού. Άλλες ξεχώριζαν εξαιτίας των αψυχολόγητων χρηματικών ποσών που ξόδευαν: η Ροδόπις, Αιγυπτία που απελευθέρωσε ο αδερφός της ποιήτριας Σαπφούς, έμεινε στην ιστορία επειδή ζήτησε την ανέγερση μιας πυραμίδας. Ο Ηρόδοτος αμφιβάλλει για την αλήθεια αυτής της αφήγησης, ωστόσο αναφέρεται σε μια πολυτελή επιγραφή που η ίδια αφιέρωσε στους Δελφούς. Τα χρηματικά ποσά που πληρώνονταν οι εταίρες δεν ήταν σταθερά για όλες, ωστόσο είναι σίγουρο πως ήταν υψηλότερα από εκείνα που εισέπρατταν οι συνηθισμένες πόρνες. Στη Νέα Κωμωδία, κυμαίνονται από τις 20 έως τις 60 μνες για έναν ακαθόριστο αριθμό ημερών. Ο Μένανδρος αναφέρει μια εταίρα που κέρδιζε τρεις μνες την ημέρα, όσο δηλαδή δέκα πόρνες μαζί.Αν πιστέψει κανείς τον Αύλο Γέλλιο, οι παλλακίδες της κλασικής εποχής ζητούσαν μέχρι και 10.000 δραχμές τη βραδιά.

Καμιά φορά είναι δύσκολο να γίνει διάκριση ανάμεσα στις εταίρες και τις απλές πόρνες: και στις δύο περιπτώσεις η γυναίκα μπορούσε να είναι ελεύθερη ή δούλη, ανεξάρτητη ή υπό την «προστασία» κάποιου προαγωγού. Οι αρχαίοι συγγραφείς σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούν αδιακρίτως και τους δύο όρους. Κατ’ επέκταση ορισμένοι μελετητές αμφιβάλλουν αναφορικά με τη διάκριση ανάμεσά τους, ή ακόμη και για το αν η λέξη εταίρα δεν ήταν παρά ένας ευφημισμός.

Γύρω και έξω από το στάδιο, κανένας δεν μπορούσε να ξέρει, τι γινόταν, ή να επέμβει. Η πορνεία είναι και ήταν και στην αρχαιότητα «εμπορεύσιμο αγαθό», είδος που υπάκουε στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όπου υπήρχαν αγώνες, συνέρεαν πολλοί θεατές. Όπου συνέρεαν πολλοί θεατές, γεννιόταν μια πρόσκαιρη μεγάλη αγορά. Πραματευτάδες και πωλητές πρόχειρου φαγητού και πανηγυρτζήδες αλλά και πόρνες έσπευδαν. Ό,τι μπορούσε να πουληθεί, ήταν εκεί. Με τους θεατές να πληρώνουν το κατιτί τους για να απολαύσουν αυτό που μπορούσαν να αγοράσουν. Το αρχαίο ιερατείο δεν επενέβαινε κατασταλτικά καθώς οι ιερείς, τότε, διέθεταν πέντε δράμια μυαλό και γνώριζαν ότι κανένας δεν μπορεί να πάει ενάντια στη φύση και στον φυσικό νόμο. Απλά, ο θεός έδινε το στίγμα της γιορτής. Στα Διονύσια, πρωτοστατούσαν οι οργιαστικές εκδηλώσεις. Στα Παναθήναια, τον πρώτο λόγο είχαν οι παρθένες. Χώρια που η πορνεία αναγνωρίστηκε ως επάγγελμα μόλις στα 596 π.Χ. Άλλωστε, στα ιστορικά χρόνια, οι (κυρίως γυμνικοί) αγώνες ήταν εκδηλώσεις στα πλαίσια εορτών προς τιμή ενός θεού: Ήταν θρησκευτική γιορτή και γι’ αυτό τους κατάργησαν οι χριστιανοί. Συνήθως όμως, πίσω από κάθε αθλητική εκδήλωση κρύβονταν μια ή πολλές γυναίκες.


Ήταν γύρω στα 1500 π.Χ., ταν ο Δαναός βρέθηκε βασιλιάς στο Άργος, πατέρας πενήντα κοριτσιών. Ακόμα κι αν είσαι βασιλιάς, πού να βρεθούν πενήντα γαμπροί της προκοπής! Προέκυψαν οι πενήντα γιοι του αδελφού του που κατέφθασαν από την Αίγυπτο, πλην όμως ο Δαναός και οι κόρες του υποψιάστηκαν ότι άλλα είχαν στο μυαλό τους. Με την συμβουλή του πατέρα, οι 49 Δαναΐδες σκότωσαν τα 49 ξαδέλφια τους την πρώτη νύχτα του γάμου. Η 50ή ερωτεύτηκε τον νεαρό της και τον έσωσε. Μια από τις άλλες, η Αμυμώνη, είχε ήδη εραστή τον Ποσειδώνα. Απέμεναν 48 χήρες και φόνισσες και ο Δαναός κυριολεκτικά δεν ήξερε τι να τις κάνει. Οι αθλητικοί αγώνες ήταν μια κάποια λύση. Τους προκήρυξε να έχουν 48 αγωνίσματα. Ο νικητής κάθε αγωνίσματος πήρε, αντί για κύπελλο, βραβείο μια Δαναΐδα.

Μια γυναίκα βρέθηκε πίσω από την δημιουργία των Ολυμπιακών αγώνων. Ήταν γύρω στα 1260 π.Χ., όταν στην Πίσα της Ηλείας κατέφθασε ο Πέλοπας. Βασίλευε εκεί ο Οινόμαος που είχε κόρη την πανέμορφη Ιπποδάμεια. Κάποιος χρησμός του είχε προφητεύσει ότι θα σκοτωθεί από τον γαμπρό του. Για να γλιτώσει, καλούσε σε αρματοδρομία κάθε επίδοξο μνηστήρα: Αν την έχανε, θα πάντρευε την κόρη του με τον νικητή. Αν νικούσε, θα σκότωνε τον ηττημένο. Εκείνο που δεν ήξεραν οι επίδοξοι γαμπροί, ήταν ότι το άρμα του Οινόμαου κινούσαν δυο θεϊκές φοράδες.

Δεκατρείς άνδρες είχαν αλύπητα σφαχτεί, πριν να φτάσει ο Πέλοπας. Μόλις τον είδε η Ιπποδάμεια, τον ερωτεύτηκε. Την ερωτεύτηκε κι εκείνος και τη ζήτησε σε γάμο. Ο Οινόμαος δέχτηκε υπό τον όρο ότι ο Πέλοπας θα τον νικήσει σε αρματοδρομία από την Πίσα ως την Κόρινθο:

«Αλλιώς, θα πεθάνεις», συμπλήρωσε.

Αυτή τη φορά όμως, στον σικέ αγώνα, ο Οινόμαος είχε αντίπαλο και την ερωτευμένη κόρη του που έκανε τα γλυκά μάτια στον ηνίοχο του βασιλιά και τον έπεισε να βγάλει τη σφήνα από τον ένα τροχό του βασιλικού άρματος. Αποτέλεσμα ήταν να φύγει από τη θέση του ο τροχός, την ώρα που οι φοράδες είχαν αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητά τους. Ο Οινόμαος γκρεμίστηκε από το άρμα, μπλέχτηκε στα γκέμια, παρασύρθηκε στα βράχια και σκοτώθηκε. Νικητής ο Πέλοπας, ίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες και τους αφιέρωσε στον προστάτη του Δία.

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν ο λαός, που λάτρεψε τον αθλητισμό. Οι μυθικοί Άτλαντες της χαμένης πολιτείας, οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι, καθώς και οι Έλληνες των ιστορικών χρόνων ήταν ο λαός, που ανακάλυψε και λάτρεψε τον αθλητισμό. Κι όταν μιλούσαν για αθλητισμό, εννοούσαν τον στίβο, τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά των αγώνων. Μέσα στον οποίο ενέτασσαν και την πάλη, την πυγμαχία αλλά και το παγκράτιο. Ο στίβος άλλωστε προέρχεται από το αρχαίο ρήμα στείβω που σημαίνει καταπατώ: Ένας χώρος για ασκήσεις ή αγώνες.

Στις Μυκήνες, ο αθλητισμός καθόρισε και την ανδρική μόδα: Τα μακριά μαλλιά, που ανέμιζαν κι εμπόδιζαν την κίνηση, κόπηκαν κοντά. Το αρρενωπό στιλ υπογραμμίστηκε από την πλούσια γενειάδα και το μουστάκι. Η γυναικεία μόδα ακολουθούσε, στις αρχές, τις επιταγές της Κρήτης. Σιγά σιγά κι όσο η εγχώρια παραγωγή ανέβαζε την ποιότητά της, επικράτησαν ελλαδίτικες τάσεις. Στην κατοπινή Σπάρτη, οι φαινομηρίδες, οι «γυναίκες με τα μίνι», όπως θα τις λέγαμε σήμερα, αθλούνταν όσο και οι άνδρες. Και στην Ολυμπία, υπήρχε αγώνας ταχύτητας μόνο για παρθένες που έτρεχαν προς τιμήν της θεάς Ήρας. Ήταν κάτι που αγνοούσε ο βαρόνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν και πολεμούσε τη συμμετοχή των γυναικών στους αγώνες: Πρωτοαγωνίστηκαν μόλις στα 1928.

Η πορνεία νομιμοποιήθηκε ως επάγγελμα από τον νομοθέτη σοφό Σόλωνα στην Αθήνα του 596 π.Χ. Από τότε, τα πορνεία χρειάζονταν άδεια του κράτους για να λειτουργήσουν, ενώ οι εταίρες θεωρήθηκαν ελεύθερες επαγγελματίες. Οι εταίρες της Αθήνας ήταν περιζήτητες, μορφωμένες, έξυπνες. Τις βάφτισαν Λάμιες για την απαράμιλλη γοητεία που διέθεταν. Λάμια ονομαζόταν μια πανέμορφη βασίλισσα της Αφρικής. Την είδε ο Δίας και την ερωτεύτηκε. Οι συχνές συναντήσεις τους απέφεραν πολλά παιδιά αλλά και τον θυμό της Ήρας: Από την ζήλια της, μεταμόρφωσε την Λάμια σε τέρας. Τέρας γεννήθηκε και το επόμενο παιδί της. Από εκείνη τη στιγμή, η Λάμια φθόνησε τις άλλες μανάδες κι άρχισε να αρπάζει τα παιδιά τους. Οι παραμάνες φοβέριζαν τα παιδιά να κάθονται φρόνιμα, ειδάλλως θα ερχόταν η Λάμια να τα αρπάξει.

Την Λάμια οι αρχαίοι την φαντάζονταν να κατέχεται από ασίγαστο ερωτικό πόθο και γι’ αυτό πολλές εταίρες τις αποκαλούσαν έτσι. Περίφημη ήταν η Αθηναία εταίρα και δεξιοτέχνισσα αυλητρίδα, Λάμια, η φίλη του Δημητρίου του Πολιορκητή (αρχές Γ’ π.Χ. αιώνα), στην οποία οι συμπολίτες της αφιέρωσαν ναό ως Αφροδίτη και η οποία δημιούργησε στην Σικυώνα ονομαστή πινακοθήκη, την πρώτη στον κόσμο.

Φυσικά, αμέσως μετά την αναγνώριση της πορνείας ως νόμιμο επάγγελμα, ο Σόλωνας έσπευσε να τη φορολογήσει και, με τις πρώτες εισπράξεις, να κτίσει ναό αφιερωμένο στην Πάνδημη Αφροδίτη. Παράλληλα, καθιέρωσε πρόστιμο 100 δραχμών για κάθε βιαστή, ενώ ο ή η μοιχός που πιανόταν επ’ αυτοφώρω, σκοτωνόταν επιτόπου. Εκτός κι αν η μοιχεία είχε συντελεστεί στα πλαίσια θρησκευτικής γιορτής.

Τα Μικρά Διονύσια ήταν για τους Αθηναίους η εισαγωγή σε μια μακριά περίοδο εορτών που διαρκούσαν σχεδόν ολόκληρη την άνοιξη. Τα είχε ιδρύσει ο μυθικός βασιλιάς Αμφικτύωνας, αυτός που λέγεται ότι έδωσε το όνομα «Αθήναι», όταν ένωσε τα χωριά της Αττικής κάτω από το σκήπτρο του. Ο Πλούταρχος τα περιγράφει ως γιορτή που εξελισσόταν σε εύθυμη πομπή με τον επικεφαλής να κρατά ένα πιθάρι με κρασί κι ένα κλαδί από κλήμα. Ακολουθούσε κάποιος που έσερνε έναν τράγο, έπειτα ένας που κουβαλούσε πανέρι με σύκα και τέλος κάποιος που σήκωνε ένα φαλλό σαν σημαιοφόρος. Η γιορτή απέκτησε μεγάλες διαστάσεις μετά τους περσικούς πολέμους και στη Βραυρώνα. Με άσεμνες εκδηλώσεις και τους άντρες να μεθοκοπούν παρέα με εταίρες. Η κεντρική διοίκηση της Αθήνας έστελνε δέκα ιεροποιούς και οι γιορτές έκλειναν με διαγωνισμό ραψωδίας.

Η Βραυρώνα όμως ήταν πολύ γνωστή και για τις οργιαστικές γιορτές προς τιμή της Άρτεμης. Στα «Βραυρώνια», όλοι μεθούσαν και άρπαζαν πόρνες για να περάσουν την νύχτα μαζί τους. Η γιορτή συνδέθηκε με τα «Ταυροπόλια», τα οποία αναφέρει ο Μένανδρος στην κωμωδία του «Επιτρέποντες», όπου κάποιος παντρεμένος Χαρίσης, μεθυσμένος, άρπαξε μια κοπελιά που του συστήθηκε ως Παμφίλη και πέρασε όλη νύχτα μαζί της, για να ανακαλύψει το πρωί ότι η «ερωμένη της μιας νύχτας» δεν ήταν άλλη από τη σύζυγό του.

Υπήρχε όμως κι άλλη γιορτή, η «αρκτεία», για γυναίκες. Οργιαστική και μυστηριακή κι αυτή με τις γυναίκες να μετέχουν σε οργιαστικές εκδηλώσεις ντυμένες σαν αρκούδες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει την παράδοση ότι Πελασγοί από τη Λήμνο επέπεσαν στις Αθηναίες την ώρα της γιορτής κι άρπαξαν κάμποσες, τις οποίες μετέφεραν στη Λήμνο. Όταν με χρόνους και καιρούς ο Αθηναίος στρατηγός Μιλτιάδης κυρίευσε τη Λήμνο, είπε ότι το έκανε για να εκδικηθεί την αρπαγή!

Πασίγνωστη στην αρχαιότητα αρπαγή γυναικών σε ώρα θρησκευτικής εκδήλωσης αναφέρεται και εκείνη του Βούτη, αρχηγού Θρακών. Οι Θράκες αυτοί κατέπλευσαν στη Νάξο και ίδρυσαν αποικία αλλά δεν είχαν γυναίκες. Κατά τα έθιμα της εποχής, μπήκαν στα πλοία και κίνησαν να βρουν. Βγήκαν στη Θεσσαλία, όπου είδαν πάμπολλες γυναίκες μόνες να το έχουν ρίξει στον χορό. Όρμησαν να τις αρπάξουν, κάνοντας το λάθος της ζωής τους: Είχαν πέσει σε μαινάδες που πανηγύριζαν τη γιορτή του θεού Διονύσου. Ο οποίος, φυσικά, αντέδρασε, τρέλανε τον Βούτη που γκρεμίστηκε σε ένα πηγάδι και πνίγηκε, και πήρε στο κυνήγι τους υπόλοιπους.

Σα πανάρχαια χρόνια, στην Αθήνα γιόρταζαν τα Αθήναια, γιορτή προς τιμή της Αθηνάς, μάλλον στην λήξη του θερισμού. Όταν ο Θησέας ένωσε τους συνοικισμούς σε μια πόλη, η γιορτή πήρε το όνομα Παναθήναια. Γιορτάζονταν τακτικά κάθε χρόνο ως Μικρά Παναθήναια, σε αντιδιαστολή προς τα Μεγάλα που, από τον καιρό του τύραννου Πεισίστρατου, καθιερώθηκε να τελούνται κάθε τέσσερα χρόνια. Εξελίχθηκαν σε μια από τις πιο σπουδαίες γιορτές. Ο Πεισίστρατος, τον ΣΤ’ π.Χ. αιώνα, ήταν αυτός που πρόσθεσε στους ιππικούς και γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Την πρώτη φορά ξεκίνησαν με την απαγγελία των επών του Ομήρου αλλά εξελίχθηκαν σε διαγωνισμούς κιθάρας και αυλού με βραβεία χρηματικά και στεφάνια για τους νικητές.

Οι ιππικοί αγώνες περιλάμβαναν αρματοδρομίες με τον ηνίοχο να οδηγεί το άρμα και τον αθλητή να κάνει ακροβατικές ασκήσεις. Προστέθηκαν αρματοδρομίες με πολεμικά άρματα και άρματα με δυο ή τέσσερα άλογα (τέθριππα). Αργότερα, συμπληρώθηκαν και με ιπποδρομίες, ενώ υπήρχε και επίδειξη γυμνασίων ιππικού: Οι Αθηναίοι ιππείς χωρίζονταν σε δυο ομάδες και αναπαρίσταναν επελάσεις ή παρέλαυναν μπροστά στους επισήμους.

Από την εποχή του Πεισίστρατου, στο πρόγραμμα των αγώνων μπήκε και το πένταθλο (δρόμος, πάλη, πυγμαχία, άλμα και δισκοβολία). Οι νικητές βραβεύονταν με πιθάρια λάδι, τους «παναθηναϊκούς αμφορείς» που έφεραν παραστάσεις στη μια πλευρά της Αθηνάς να κραδαίνει το δόρυ και στην άλλη σκηνών από τους αγώνες.

Ο Περικλής ήταν αυτός που έδωσε στα Παναθήναια ακόμα μεγαλύτερη ώθηση και ανήγειρε το Ωδείο, όπου στο εξής γίνονταν οι μουσικοί αγώνες. Σημαντικός όμως ήταν ο διαγωνισμός πολεμικού χορού, την αρχή του οποίου αναζητούσαν σε πολύ παλιές εποχές. Ήταν ο πυρρίχιος, τον οποίο, όπως έλεγαν, είχε πρωτοχορέψει η ίδια η θεά Αθηνά, αμέσως μετά την νίκη των Ολύμπιων θεών στην Γιγαντομαχία. Θεωρούσαν την Γιγαντομαχία ως μια από τις πιο μεγάλες στιγμές στη διαδρομή της θεάς και γι’ αυτό σκηνές της αναπαριστάνονταν στον πέπλο των Παναθηναίων, στην ασπίδα της Αθηνάς και στις μετόπες του Παρθενώνα. Και ο πυρρίχιος χορός, στην πραγματικότητα, ήταν αναπαράσταση μάχης με τους χορευτές να κρατούν ασπίδα και να κραδαίνουν δόρυ, ακριβώς όπως εμφανίστηκε η Αθηνά, όταν ξεπήδησε από το κεφάλι του Δία. Οι νικητές έπαιρναν βραβείο ένα βόδι, όπως και εκείνοι που νικούσαν στον διαγωνισμό «ευανδρίας». Ανδρικά καλλιστεία, θα τον λέγαμε.

Από πολύ παλιά είχε ξεκινήσει και ο διαγωνισμός λαμπαδηδρομίας που γινόταν νύχτα, την ενδέκατη ημέρα των εορτών, παραμονή της μεγάλης πομπής και θυσίας. Ήταν ένα είδος σκυταλοδρομίας με αναμμένους πυρσούς, στην οποία συμμετείχαν πέντε ομάδες με σαράντα δρομείς καθεμιά. Οι αθλητές διανύανε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου, πριν να παραδώσουν τους αναμμένους πυρσούς αντί της σημερινής σκυτάλης. Νικούσε η ομάδα της οποίας ο τεσσαρακοστός δρομέας έφτανε πρώτος στον βωμό και τον άναβε. Οι νικητές έπαιρναν από μια υδρία.

Την δωδέκατη ημέρα των Παναθηναίων γινόταν η μεγάλη πομπή. Στη διάρκειά της, μεταφερόταν ο πέπλος, προσφορά των Αθηναίων στην θεά τους. Η ύφανσή του γινόταν κάτω από την επίβλεψη της ιέρειας από τέσσερις αρρηφόρες και μερικές «εργαστίνες παρθένες». Οι αρρηφόρες ήταν κορίτσια επτά ως ένδεκα χρόνων, τα ωραιότερα από τις πιο καλές οικογένειες, έμεναν στην Ακρόπολη και για μήνες μοναδική τους απασχόληση ήταν η ύφανση του πέπλου της θεάς. Είχε χρώμα κίτρινο και έφερε παραστάσεις από τους αγώνες της Αθηνάς εναντίον των Γιγάντων. Η πομπή ξεκινούσε από τον Κεραμεικό και κατέληγε στην Ακρόπολη. Αργότερα, ο πέπλος κρεμιόταν σε μια ιερή τριήρη που ανέβαινε στην Ακρόπολη με συνδυασμό διαφόρων μοχλών και τροχαλιών.

Επικεφαλής της πομπής βάδιζαν οι επίσημοι, ακολουθούσαν τα ζώα που έμελλε να θυσιαστούν (δυο αρχικά, πολλά στη συνέχεια) και πίσω τους πήγαιναν οι κανηφόρες, επίσης κορίτσια καλών οικογενειών που έφεραν στο κεφάλι τους ελαφριά κάνιστρα με προσφορές για την θεά. Μέτοικοι με τις γυναίκες και τα παιδιά τους ακολουθούσαν κουβαλώντας δοχεία με λάδι (ονομάζονταν «σκαφηφόροι») και πιο πίσω έρχονταν οι θαλλοφόροι, νέοι όμορφοι που κρατούσαν κλαδιά ελιάς. Η πομπή έκλεινε με στρατιωτικά τμήματα οπλιτών, αρμάτων και ιππικού. Στον βωμό της θεάς θυσιάζονταν τα ζώα και κάπου εκεί έκλεινε η γιορτή.

Στην αρχαία Ολυμπία, οι αγώνες επισκίασαν την θρησκευτική εκδήλωση. Ήταν μια γιορτή. Η τελευταία μέρα της στεφάνωσης των νικητών, με το κλαδί της αγριλιάς, συνέπιπτε πάντα με την πανσέληνο του Αυγούστου. Όλη τη νύχτα, κάτω από το φως του φεγγαριού, οι ολυμπιονίκες και οι φίλοι τους διασκέδαζαν τραγουδώντας και χορεύοντας. Κανένας αθλητής δεν κοιμόταν…
Σπάρτη

Ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις, μόνο η Σπάρτη κατέχει τη φήμη πως δεν φιλοξένησε ποτέ οίκο ανοχής. Ο Πλούταρχος αποδίδει το φαινόμενο στην απουσία πολύτιμων μετάλλων και πραγματικού χρήματος – η Σπάρτη χρησιμοποιούσε νόμισμα από σίδερο που δεν αναγνωριζόταν από κανέναν άλλο και το οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν να υιοθετήσει. Συνεπώς δεν υπάρχουν σήμερα ίχνη της δραστηριότητας αυτής στην Σπάρτη κατά την αρχαϊκή ή κλασική εποχή. Η μόνη προκλητική μαρτυρία που διαθέτουμε ανήκει σε ένα βάζο του 6ου αιώνα π.Χ.,το οποίο και παρουσιάζει μια ομάδα γυναικών που έπαιζαν τον αυλό σε ένα δείπνο ανδρών. Ωστόσο μοιάζει να μην αφορά πραγματικά μια απεικόνιση της καθημερινότητας στην πόλη, αλλά ένα τυχαίο μοτίβο εικονογραφίας. Η παρουσία ενός φτερωτού δαίμονα, φρούτων, χλωρίδας κι ενός βωμού αφήνουν να εννοηθεί πως πρόκειται για κάποιο τελετουργικό δείπνο προς τιμήν κάποιας θεότητας της γονιμότητας, ίσως της Ορθίας Αρτέμιδος ή του Υακύνθιου Απόλλωνα.

Εντούτοις, κατά την κλασική περίοδο απαντώνται στη Σπάρτη εταίρες. Ο Αθήναιος κάνει αναφορά στις παλλακίδες με τις οποίες περνούσε τις νύχτες του ο Αλκιβιάδης κατά την εξορία του στη Σπάρτη. Ο Ξενοφών  από την πλευρά του, αφηγούμενος τη συνωμοσία του Κινάδωνα (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.) αναφέρεται σε μία πανέμορφη γυναίκα, η οποία κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε τους άνδρες, γέρους και νέους, που επισκέπτονταν τον Αυλώνα. Πιθανότατα πρόκειται για κάποια εταίρα.

Από τον 3ο αιώνα π.Χ. κι έπειτα, οπότε και μεγάλες ποσότητες ξένου χρήματος άρχισαν να κυκλοφορούν στη γη της Λακωνίας, η Σπάρτη αρχίζει να υιοθετεί συνήθειες των έτερων ελληνικών πόλεων. Κατά την ελληνιστική περίοδο, ο Πολέμων από το Ίλιον, περιγράφει στο έργο «Προσφορές στη Λακεδαίμονα»  ένα διάσημο πορτραίτο της εταίρας Κοττίνας, καθώς και μια αγελάδα από μπρούτζο που η ίδια αφιέρωσε. Προσθέτει δε πως κάποτε του έδειξαν σαν αξιοθέατο τον οίκο ανοχής που εκείνη διατηρούσε κοντά στο ναό του Διονύσου.
Συνθήκες διαβίωσης
Μία πόρνη σε ερωτικές περιπτύξεις με πελάτη της.
Το πουγγί με τα χρήματα υποδηλώνει τη φύση της συναλλαγής.
 Αττικός ερυθρόμορφο κύλικας,
Μόναχο, Ιδιωτική Συλλογή.

Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν στην κατοχή τους ελάχιστα στοιχεία αναφορικά με τις συνθήκες διαβίωσης των εκδιδόμενων γυναικών κατά την αρχαιότητα. Δεν επιβιώνει καμία μαρτυρία σχετικά με τον τρόπο ζωής τους ούτε περιγραφή των οίκων όπου εργάζονταν. Ωστόσο είναι πολύ πιθανόν οι ελληνικοί οίκοι ανοχής να παρουσίαζαν σημαντικές ομοιότητες με εκείνους που περιγράφουν οι ρωμαϊκές μαρτυρίες ή με εκείνους που βρέθηκαν στις στάχτες της Πομπήιας: ανήλιαγοι χώροι, στενοί, με δυσάρεστη μυρωδιά. Ένας από τους πολλούς όρους της ελληνικής αργκώ για να περιγράψει κανείς μια πόρνη ήταν η λέξη «χαμαιτυπής», στην κυριολεξία «εκείνη που χτυπά τη γη», υπονοώντας ότι η πράξη λάμβανε χώρα απευθείας στο έδαφος.

Ορισμένοι συγγραφείς βάζουν στα έργα τους τις πόρνες να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο: ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς στο «Διάλογος για τις πόρνες» και ο Αλκίφρων στη συλλογή του από επιστολές. Ωστόσο πρόκειται καθαρά για λογοτεχνικά έργα. Οι πόρνες που αναφέρονται άλλωστε είναι ανεξάρτητες ή εταίρες: καμία πηγή δεν παρέχει πληροφορίες για τις δούλες, εκτός κι αν μιλάει για τις οικονομικές προεκτάσεις του επαγγέλματος. Γενικότερα καταδεικνύουν μια τάση αποδοκιμασίας από τους Έλληνες προς τις πόρνες καθώς η δραστηριότητά τους ήταν εμπορευματοποιημένη. Για έναν Έλληνα, το οποιοδήποτε πρόσωπο που εκδιδόταν, άνδρας ή γυναίκα, το έκανε από φτώχεια ή επιθυμία πλουτισμού: η σεξουαλική επιθυμία δεν φαινόταν να αποτελεί κίνητρο. Η απληστία των πορνών ήταν συχνό μοτίβο στην κωμωδία. Να τονιστεί άλλωστε πως στην Αθήνα οι πόρνες ήταν οι μοναδικές γυναίκες που διαχειρίζονταν χρήματα, κάτι που επίσης πιθανώς υποκινούσε την εχθρότητα των ανδρών. Μια άλλη εξήγηση θα μπορούσε να είναι το γεγονός ότι η καριέρα μιας πόρνης ήταν σύντομη και τα κέρδη της μειώνονταν με το πέρασμα των χρόνων. Κατ’ επέκταση για να εξασφαλίσουν τα γεράματά τους, οι πόρνες έπρεπε να συγκεντρώσουν όσα περισσότερα χρήματα μπορούσαν κατά τη νεανική τους ηλικία.

Οι ιατρικές πραγματείες μας αφήνουν να ρίξουμε μια ματιά στον κόσμο μιας πόρνης, ωστόσο οι αναφορές είναι τμηματικές και ατελείς. Οι δούλες – πόρνες, προκειμένου να συνεχίζουν να μαζεύουν χρήματα απερίσπαστα έπρεπε να αποφύγουν την εγκυμοσύνη με κάθε κόστος. Οι τεχνικές αντισύλληψης των αρχαίων Ελλήνων είναι λιγότερο γνωστές σε σχέση με εκείνες των Ρωμαίων. Σε μια πραγματεία που αποδίδεται στον Ιπποκράτη, ο συγγραφέας περιγράφει με λεπτομέρεια την περίπτωση μιας χορεύτριας «που συνηθίζει να πηγαίνει με άνδρες»: τη συμβούλεψε να χοροπηδά πάνω κάτω αγγίζοντας με τις φτέρνες τα οπίσθιά της, έτσι ώστε το σπέρμα να αποβληθεί και να αποφευχθεί το ρίσκο. Οι ιερόδουλες της Κορίνθου φαίνεται πως ακολουθούσαν απλούστερη μέθοδο: ζητούσαν από τους πελάτες τους να εφαρμόζουν το σοδομισμό προκειμένου να αποφύγουν την εγκυμοσύνη.Είναι ακόμη πιθανό οι πόρνες να κατέφευγαν στην έκτρωση ή την θανάτωση των νεογέννητων με έκθεση. Για την περίπτωση των ανεξάρτητων γυναικών, οι πληροφορίες μας είναι ανεπαρκείς. Μια κόρη θα μπορούσε να εκπαιδευτεί στο επάγγελμα, να διαδεχτεί τη μητέρα της και να την υποστηρίξει οικονομικά στα γεράματά της.

Μια άλλη πηγή για τη ζωή των εκδιδόμενων γυναικών είναι τα κεραμικά αγγεία της εποχής. Η απεικόνισή τους, αρκετά συχνή, μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις κατηγορίες: σκηνές δείπνων, σκηνές σεξουαλικού περιεχομένου, σκηνές στην τουαλέτα και σκηνές κακοποίησης. Στις σκηνές τουαλέτας ήταν σύνηθες η πόρνη να απεικονίζεται με σώμα κάθε άλλο παρά ιδανικό: στήθος γερασμένο, δίπλες στο δέρμα κτλ. Ένας κύλικας μάλιστα απεικονίζει μια πόρνη να ουρεί σε ένα δοχείο. Στις απεικονίσεις σεξουαλικών περιπτύξεων η πόρνη διακρίνεται εύκολα από την παρουσία ενός πουγγιού με χρήματα, ώστε να είναι καταφανής η εμπορική σημασία της συνουσίας. Η στάση που απεικονίζεται συχνότερα είναι αυτή του σοδομισμού, με τη γυναίκα διπλωμένη στα δύο, τα χέρια να ακουμπούν στη γη. Αξίζει να σημειωθεί πως η στάση αυτή θεωρούταν εξευτελιστική για έναν ενήλικα και ελάχιστα κολακευτική για μία γυναίκα.Τέλος, συγκεκριμένος αριθμός βάζων παρουσιάζουν σκηνές όπου η κοπέλα απειλείται από ένα ραβδί ή ένα σανδάλι, ενώ υποχρεώνεται να δεχτεί σεξουαλικές επαφές υποτιμητικές για τους αρχαίους Έλληνες: πεολειχία, σοδομισμό ή με δύο συντρόφους ταυτόχρονα.

Τέλος, αν και οι εταίρες ήταν χωρίς αμφιβολία οι πιο απελευθερωμένες γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, αξιοσημείωτο αποτελεί το γεγονός ότι αρκετές αναζήτησαν το σεβασμό της κοινωνίας βρίσκοντας σύζυγο ή έστω σταθερό σύντροφο: η Νέαιρα κατάφερε να μεγαλώσει τρία παιδιά προτού ξαναβγεί στην επιφάνεια το παρελθόν της ως εταίρα. Ομοίως, ο Περικλής επέλεξε την Ασπασία για παλλακίδα ίσως και σύζυγο, σύμφωνα με τις πηγές. Ο Αθήναιος τονίζει πως οι πόρνες που αποφάσισαν να ακολουθήσουν τον έγγαμο βίο ήταν σε πολλές περιπτώσεις καλύτερες από εκείνες που μεγαλοπιάνονταν με την αρετή τους. Κατόπιν παραθέτει μια λίστα μεγάλων ανδρών που γεννήθηκαν από την ένωση ενός πολίτη και μιας παλλακίδας, όπως για παράδειγμα ο Τιμόθεος, γιος του Κόνωνος. Από την άλλη, δεν γνωρίζουμε την περίπτωση καμίας γυναίκας από την τάξη των πολιτών που να επέλεξε να ζήσει ως εταίρα.

Οι πόρνες στην αρχαία γραμματεία


Την εποχή που ανθούσε η Νέα Κωμωδία, κατά το μοτίβο των σκλάβων, οι πόρνες έγιναν οι πραγματικές σταρ των κωμικών έργων. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό: αν και η Παλαιά Κωμωδία καταπιανόταν με πολιτικά θέματα, η Νέα Κωμωδία ενδιαφέρθηκε για την καθημερινότητα των πολιτών. Επιπλέον, τα κοινωνικά πρότυπα επέβαλλαν στις αξιοσέβαστες γυναίκες να μην βγαίνουν από το σπίτι, ενώ η ιστορία της εκάστοτε κωμωδίας διαδραματιζόταν συνήθως σε εξωτερικούς χώρους. Λογικό είναι λοιπόν, οι μόνες γυναίκες που συναντούσε κανείς εκεί να ήταν οι πόρνες.

Συνεπώς, οι ίντριγκες που εξυφαίνονταν στα κωμικά έργα περιτριγύριζαν συχνά γύρω από τις εκδιδόμενες γυναίκες. Ο Οβίδιος στους «Έρωτές»  του αναφέρει: «Για όσο οι δούλοι παραμένουν πονηροί, οι πατεράδες σκληροί, οι μαστροποί χυδαίες και οι πόρνες θωπευτικές, ο Μένανδρος θα ζει». Η πόρνη μπορεί να είναι το αντικείμενο του έρωτα του πρωταγωνιστή: στην περίπτωση αυτή, ελεύθερη και ενάρετη, καταλήγει στο επάγγελμα αυτό επειδή κάποτε την εγκατέλειψαν ή επειδή τη μεγάλωσαν πειρατές. Αφού την αναγνωρίσει η οικογένειά της χάρη σε κάποια στολίδια που άφησαν στα σπάργανά της, η νεαρή γυναίκα, απαλλαγμένη από τη δυστυχία της μπορεί να παντρευτεί. Επίσης είναι συχνά δευτεραγωνίστρια: η αγάπη της με το φίλο του πρωταγωνιστή αποτελεί τη δεύτερη ερωτική ιστορία του έργου. Ο Μένανδρος δημιούργησε στο πλευρό του χαρακτήρα της ακόρεστης πόρνης, εκείνη της γυναίκας με τη χρυσή καρδιά στο έργο του «Δύσκολος», η οποία επιφέρει το ευτυχισμένο τέλος στην αφήγηση.

Αντίστροφα, στους ουτοπικούς κόσμους των Ελλήνων οι πόρνες δεν έχουν θέση. Στις «Εκκλησιάζουσες»,η ηρωίδα, η Πραξαγόρα, τους απαγορεύει την είσοδο στην ιδανική πολιτεία:

    «Τις ακόλαστες, όσες κι αν είναι, σκοπεύω να τις διώξω από την πόλη… για να διατηρήσω το αρρενωπό σφρίγος το νέων για αυτές τις γυναίκες. Δεν είναι σωστό εξαπατημένες δούλες να κλέβουν από τις γεννημένες ελεύθερες γυναίκες την απόλαυση. Ας αφήσουμε στις παλλακίδες να κοιμούνται με τους δούλους».
Οι πόρνες θεωρούνται αναμφίβολα δόλιες ανταγωνίστριες. Σε ένα έργο πολύ διαφορετικής φύσης, ο Πλάτων  ανακηρύσσει τις ιερόδουλες της Κορίνθου παράνομες, από κοινού με τα αττικά ζαχαροπλαστεία, κατηγορώντας αμφότερα για την εισαγωγή στην ιδανική κοινωνία της πολυτέλειας και της αταξίας. Ο κυνικός Κράτης, κατά την ελληνιστική περίοδο, περιγράφει ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλάτωνα μια ουτοπική πόλη όπου η πορνεία απαγορεύεται.