Ο Πλάτωνας και η χαμένη Ατλαντίδα

Η Ατλαντίδα (στα Αρχαία Ελληνικά: Ἀτλαντὶς νῆσος) είναι ένα μυθικό νησί που πρωτοαναφέρθηκε στους διαλόγους του Πλάτωνα «Τίμαιος» και «Κριτίας».
Στην περιγραφή του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα, που βρίσκεται «πέρα από τις Ηράκλειες στήλες», ήταν μια ναυτική δύναμη που είχε κατακτήσει πολλά μέρη της δυτικής Ευρώπης και της Λυβικής, περίπου 9.000 χρόνια πριν τον Σόλωνα (δηλαδή κατά το 9560 π.Χ.). Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εισβάλει στην Αθήνα, η Ατλαντίδα βυθίστηκε μυστηριωδώς στο πέλαγος «σε μια μόνο ημέρα και νύχτα ατυχίας».

Επειδή είναι μια ιστορία που ενσωματώνεται στους διαλόγους του Πλάτωνα, η Ατλαντίδα θεωρείται γενικά ως παραβολή που κατασκευάστηκε από τον Πλάτωνα για να εξηγήσει τις πολιτικές του θεωρίες. Αν και η ιστορία του Πλάτωνα φαίνεται σαφής στους περισσότερους μελετητές, μερικοί προτείνουν ότι η περιγραφή του είναι εμπνευσμένη από παλαιότερες παραδόσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Πλάτωνας βασίστηκε σε προηγούμενα γεγονότα, όπως την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ή τον Τρωικό πόλεμο, ενώ άλλοι επιμένουν ότι έλαβε έμπνευση από πιο σύγχρονα γεγονότα όπως την καταστροφή της Ελίκης το 373 π.Χ. και την αποτυχημένη εισβολή της Σικελίας το 415-413 π.Χ.


Η πιθανή ύπαρξη μιας αληθινής Ατλαντίδας ήταν θέμα που συζητήθηκε ενεργά κατά την κλασσική αρχαιότητα, αλλά συνήθως το απέρριπταν και το διακωμωδούσαν. Η ιστορία έμεινε βασικά άγνωστη κατά τον Μεσαίωνα και ξανά ανακαλύφτηκε στις αρχές των σύγχρονων χρόνων. Η περιγραφή του Πλάτωνα ενέπνευσε τις ουτοπιστικές δουλειές πολλών Αναγεννησιακών συγγραφέων, όπως τη «Νέα Ατλαντίδα» του Φράνσις Μπέικον. Ακόμα και σήμερα, η Ατλαντίδα εμπνέει τη μοντέρνα λογοτεχνία, από επιστημονική φαντασία ως κωμικά βιβλία ως και ταινίες. Το όνομά της είναι τώρα συνώνυμο με όλους τους αρχαίους αλλά εξελιγμένους (και χαμένους) πολιτισμούς.

Οι διάλογοι Τίμαιος και Κριτίας, που γράφτηκαν το 360 π.Χ. είναι οι πρώτες γνωστές αναφορές στην Ατλαντίδα. Για άγνωστους λόγους ο Πλάτωνας ποτέ δεν ολοκλήρωσε τον Κριτία, εντούτοις ο μελετητής Benjamin Jowett, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι ο Πλάτωνας αρχικά σκόπευε να γράψει και ένα τρίτο διάλογο με τον τίτλο «Ερμοκράτης».

Ο John V. Luce υποθέτει ότι ο Πλάτωνας – αφού περιέγραψε την αρχή του κόσμου και της ανθρωπότητας στον Τίμαιο, καθώς επίσης και την αλληγορική τέλεια κοινωνία της αρχαίας Αθήνας και της επιτυχούς υπεράσπισης της ενάντια της εχθρικής Ατλαντίδας στον Κριτία - θα έκανε κύριο θέμα του Ερμοκράτη τη στρατηγική του Ελληνιστικού πολιτισμού κατά τη σύγκρουσή του με τους βάρβαρους. Ο Πλάτωνας έγραψε για την Ατλαντίδα στον Τίμαιο:

    "Πολλές μεγάλες και θαυμάσιες πράξεις καταγράφονται στις ιστορίες μας για το κράτος σας. Αλλά μια από αυτές ξεπερνά όλες τις υπόλοιπες στο μεγαλείο και την ανδρεία. Οι ιστορίες μιλούν για μια τρανή δύναμη που απρόσκλητη εξεστράτευσε έναντίον της Ευρώπης και της Ασίας, και στην οποία η πόλη σας κατάφερε να θέσει τέλος. Αυτή η δύναμη ξεπρόβαλε από το «Πέλαγος του Άτλαντα» («Ατλαντικό»), και τότε το πέλαγος αυτό ήταν πλεύσιμο, και είχε ένα νησί που βρισκόταν μπροστά από τα στενά που εσείς αποκαλείτε Ηράκλειες Στήλες. Το νησί ήταν ταυτόχρονα μεγαλύτερο  από την Λιβύη και την Ασία, και ήταν ο δρόμος προς άλλα νησιά, που αν από αυτά περνούσες μπορούσες να φτάσεις στην απέναντι ήπειρο που περιέβαλε τον αληθινό ωκεανό – γιατί η θάλασσα εντός των Ηράκλειων Στηλών είναι μόνο ένα λιμάνι με στενό λαιμό ενώ η άλλη είναι αληθινή θάλασσα της οποίας η περιβάλλουσα γη μπορεί όντως να αποκαλεστεί άπειρη. Τώρα, σε αυτή τη νήσο της Ατλαντίδας ήταν μια μεγάλη και απίστευτη αυτοκρατορία..." 


Τα τέσσερα πρόσωπα που λαμβάνουν μέρος στους δυο αυτούς διαλόγους είναι οι πολιτικοί Κριτίας και Ερμοκράτης και οι φιλόσοφοι Σωκράτης και Τίμαιος, όμως ο μόνος που αναφέρει την Ατλαντίδα είναι ο Κριτίας. Ενώ πιθανότατα όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν πραγματικά, οι διάλογοι όπως καταγράφηκαν μπορεί να ήταν εφεύρεση του Πλάτωνα. Στις γραπτές του δουλειές, ο Πλάτωνας κάνει εκτενή χρήση των Σωκρατικών διαλόγων προκειμένου να συζητηθούν οι αντίθετες θέσεις μέσα στα πλαίσια μιας υπόθεσης.

Ο Τιμαίος αρχίζει με μια εισαγωγή, που ακολουθείται από μια περιγραφή της δημιουργίας και της δομής του σύμπαντος και των αρχαίων πολιτισμών. Στην εισαγωγή, ο Σωκράτης διαλογίζεται πάνω στη τέλεια κοινωνία, όπως περιγράφεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, και διερωτάται αν αυτός και οι φιλοξενούμενοί του μπορούν να θυμηθούν μια ιστορία που μιλά για μια τέτοια ακριβώς κοινωνία. Ο Κριτίας αναφέρει μια πραγματική, όπως ισχυρίζεται, τέτοια ιστορία και συνεχίζει να την αφηγηθεί όπως καταγράφηκε στον διάλογο Κριτίας. Στη ιστορία του, η Αθήνα φαίνεται να συμβολίζει την «τέλεια κοινωνία» και η Ατλαντίδα τον αντίπαλό της, που αντιπροσωπεύει την ίδια την αντίθεση των «τέλειων» γνωρισμάτων που περιγράφονται στην Πολιτεία. Ο Κριτίας υποστηρίζει ότι η ιστορία του προέρχεται από μια επίσκεψη του Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνα στη Σαΐδα της Αιγύπτου, όπου γνώρισε ένα ιερέα που του μετάφρασε την ιστορία στα Ελληνικά από Αιγυπτιακά ιερογλυφικά γραμμένα πάνω σε παπύρους. Κατά τον Πλούταρχο, ο ιερέας ονομαζόταν Σόνχις, αλλά λόγω της μεγάλης χρονικής περιόδου μεταξύ Πλούταρχου και του υποτιθέμενου γεγονότος, αυτός ο προσδιορισμός είναι ανεπιβεβαίωτος.

Σύμφωνα με τον Κριτία, οι παλιοί Ελληνικοί θεοί διαίρεσαν τη Γη ώστε ο καθένας να έχει το μέρισμα του. Ο Ποσειδώνας πήρε το νησί της Ατλαντίδας. Το νησί ήταν μεγαλύτερο από τη Λιβύη και τη Μικρά Ασία μαζί, αλλά κατόπιν βυθίστηκε από ένα σεισμό και δεν έμεινε τίποτε άλλο παρά αδιάβατο λασπόνερο, που εμπόδιζε το ταξίδι σε οποιοδήποτε μέρος του ωκεανού. Οι Αιγύπτιοι περιέγραψαν την Ατλαντίδα ως ένα νησί περίπου 700 χλμ. σε πλάτος, αποτελούμενο κυρίως από βουνά στο βόρειο μέρος και κατά μήκος της ακτής, και με μια μεγάλη στενόμακρη πεδιάδα στα νότια που «εκτείνεται σε μια κατεύθυνση 3,000 στάδια (600 χλμ.) και 2,000 στάδια (400 χλμ.) στην άλλη»

Πενήντα στάδια μέσα από την ακτή ήταν ένα «βουνό όχι πολύ υψηλό σε οποιαδήποτε πλευρά». Εδώ ζούσε μια ιθαγενής γυναίκα την οποία ερωτεύτηκε ο Ποσειδώνας και της έκανε πέντε ζευγάρια αρσενικών διδύμων. Ο Άτλαντας, που ήταν ο μεγαλύτερος τους, έγινε βασιλιάς ολόκληρου του νησιού και του ωκεανού (που ονομάστηκε Ατλαντικός σε τιμή του), και του δόθηκε το βουνό της γέννησής του και η περιβάλλουσα περιοχή. Επίσης μυθικός βασιλιάς της Ατλαντίδας αδελφός του Άτλαντα φέρεται ο Αζάης.

Ο Ποσειδώνας χάραξε το βουνό της αγαπημένης του σε παλάτι, και το εσώκλεισε με τρεις κυκλικές τάφρους αυξανόμενου πλάτους (1-3 στάδια) που είχαν δακτυλίους γης ανάλογους σε μέγεθος. Οι κάτοικοι του νησιού τότε έκτισαν γέφυρες προς τα βόρεια του βουνού για να το ενώσουν με το υπόλοιπο νησί. Τότε άνοιξαν ένα μεγάλο κανάλι προς τη θάλασσα, έσκαψαν τούνελ παράλληλα με τις γέφυρες για να περνούν τα πλοία και χάραξαν αποβάθρες πάνω στους πέτρινους τοίχους των τάφρων. Κάθε πέρασμα προς την πόλη φρουρούνταν με πύλες και πύργους, και τείχη περιτριγύριζαν κάθε δακτύλιο γης. Τα τείχη ήταν κατασκευασμένα από κόκκινη, λευκή και μαύρη πέτρα που έβγαλαν από τις τάφρους, και ήταν επικαλυμμένα με μπρούντζο, κασσίτερο και ορείχαλκο αντίστοιχα.

Κατά τον Κριτία, 9.000 χρόνια πριν τον Πλάτωνα, ένας πόλεμος ξέσπασε μεταξύ αυτών εντός και εκτός των Ηράκλειων Στηλών (πιθανότατα τα στενά του Γιβραλτάρ). Η Ατλαντίδα είχε κατακτήσει μέρη της Λιβύης μέχρι και την Αίγυπτο και της Ευρώπης μέχρι τη Τυρρηνία, και υπέβαλε τους ανθρώπους τους στη δουλεία. Οι Αθηναίοι οδήγησαν μια συμμαχία ενάντια στην αυτοκρατορία της Ατλαντίδας, και καθώς η συμμαχία αδυνατούσε, οι Αθηναίοι επικράτησαν μόνοι και ελευθέρωναν κατακτημένες περιοχές.

«Όμως αργότερα έγιναν δυνατοί σεισμοί και πλημμύρες, και σε μια μόνο δεινή ημέρα και νύχτα όλοι οι πολεμιστές βυθίστηκαν μέσα στη γη, και ομοίως η νήσος της Ατλαντίδας χάθηκε στα βάθη της θάλασσας».