Η αρχαϊκή Ελληνική κοινωνία (1100 – 750 π.Χ.)

Από το τέλος του ελληνικού μεσαίωνα γύρω στα 750 π.Χ., ο ελληνικός πολιτισμός άρχισε να αναπτύσσεται με πολύ γοργό ρυθμό. Ουδείς άλλος πολιτισμός κατόρθωσε να παρουσιάσει παρόμοια επιτεύγματα με τον ελληνικό στους επόμενους αιώνες. Ο κυριότερος θεσμός, στον οποίο οφείλονταν τα εξαιρετικά επιτεύγματα των Ελλήνων, ήταν η πόλη – κράτος (η πόλις).

Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν ότι η ζωή έξω από την πόλη ήταν ημιβάρβαρη διότι έλειπε η συγκεντρωτική και συντονισμένη πολιτική ζωή, που ήταν απαραίτητη για μια ευτυχισμένη και ορθολογική ύπαρξη όπως αυτή των Ελλήνων. Η πολυτιμότερη συμβολή της πόλης – κράτους στο πολιτισμό ήταν η δημοκρατική διακυβέρνηση την οποία οι Έλληνες είχαν εφαρμόσει σε αμέτρητες παραλλαγές και εξασφάλιζε στους πολίτες ελευθερία και αυτοκυβέρνηση σε σημαντικό βαθμό.

Η προέλευση της πόλης – κράτους χρονολογείται από την εποχή του χαλκού, όταν η αστική εγκατάσταση υπήρξε ο πλέον παραδεκτός τρόπος ζωής. Οι νέοι άποικοι ήσαν οργανωμένοι σε γένη και τα μέλη τους απέδιδαν την κοινή τους καταγωγή σε κάποιον ήρωα ή θεό. Η πρώτη απαραίτητη ενέργεια ήταν η κατασκευή οχυρωμένου καταφυγίου, του ασύλου, όπου μπορούσε να καταφύγει ο λαός με τα κοπάδια του και τα υπάρχοντά του σε περίπτωση κινδύνου και χρησίμευε επίσης ως τόπος θυσιών προς τους θεούς, καθώς και χώρος ανταλλαγής εμπορευμάτων.

Το πρώτο οίκημα που κατασκευαζόταν ήταν του βασιλιά, (καθότι ο βασιλιάς ήταν απαραίτητος, ως αρχηγός του λαού στον πόλεμο, ή για να διευθύνει τις θυσίες) και συνήθως κτιζόταν στην κορυφή κάποιου χαμηλού λόφου προκειμένου να έχει πλήρη εποπτεία του βασιλείου.

Οι κάτοικοι των πόλεων είχαν την πεποίθηση ότι κατάγονταν από έναν κοινό πρόγονο. Κάθε πολίτης ήταν μέλος μιας αδελφότητας ή φατρίας οι οποίοι στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον στο πεδίο της μάχης. Αρκετές φατρίες αποτελούσαν μία φυλή, που είχε ως βάση την οικογένεια, την κοινή καταγωγή και την κοινή λατρεία. Αυτό υπήρξε ταυτόχρονα το μεγάλο πλεονέκτημα αλλά και μεγάλο μειονέκτημα της πόλης – κράτους.

Δημιουργήθηκε μια κατάσταση η οποία ήταν αμφιλεγόμενη καθότι αφενός δημιουργούσε στενές οικογενειακές σχέσεις και φαινόμενα ανταγωνισμού μεταξύ των μελών, ενώ αφετέρου απέκλειε κατά κάποιο τρόπο τη συμμετοχή άλλων ανθρώπων. Έτσι οι στενές σχέσεις, η εντατική προσπάθεια και οι ίδιες ευκαιρίες για όλους ήταν προνόμια πολύ σπάνια και ανήκαν μόνο σε όσους είχαν γεννηθεί σε έναν κλειστό κύκλο προνομιούχων.

Η καταγωγή ήταν το απαραίτητο στοιχείο για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του πολίτη, διότι μόνο έτσι μπορούσε να συμμετάσχει στις απαραίτητες θρησκευτικές τελετές, γεγονός το οποίο αποτελούσε μειονέκτημα του συστήματος καθότι απέτρεπε την ευρύτερη συμμετοχή πολιτών. Σε κάθε περίπτωση όμως ο θεσμός της πόλης – κράτους προσέφερε αμέτρητες ευκαιρίες στα πεδία της λογοτεχνίας, της τέχνης και της φιλοσοφίας οι οποίες αναπτύχθηκαν ραγδαία διότι δεν υπήρξαν αποκλειστικά προνόμια της ολιγαρχίας.

Ωστόσο οι πόλεις – κράτη αναπτύχθηκαν σημαντικά κάτω από αριστοκρατικά καθεστώτα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπήρχε ένα “φεουδαρχικό” σύστημα όπου η εξουσία κληρονομούνταν και εξαρτιόταν από την αριστοκρατική καταγωγή. Σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού μεσαίωνα οι ευγενείς ασκούσαν πιέσεις στο θεσμό της βασιλείας και περίπου τον 8ο π.Χ. αιώνα είχαν καταφέρει να παραγκωνίσουν οι ίδιοι το αξίωμα του βασιλιά. Ο θεσμός του βασιλιά μετατράπηκε σε αιρετό αξίωμα και διαμορφώθηκε σε ένα συνηθισμένο θρησκευτικό ή δικαστικό αξίωμα. Τον 7ο-6ο αιώνα άτομα που δεν είχαν κανέναν κληρονομικό τίτλο κατάφεραν να καταλάβουν την εξουσία μέσα από στάσεις και να εγκαθιδρύσουν μια αποκλειστική προσωπική εξουσία, η οποία δεν οργανώνονταν και δεν ασκούνταν μέσω μιας υποτακτικής ιεραρχίας αλλά διατάσσονταν απευθείας τους υποτελείς τους. Πρόκειται για τους Τυράννους οι οποίοι μέχρι το μισό του 6ου αιώνα είχαν ανατραπεί.

Δημιουργήθηκαν και άλλα αξιώματα ώσπου τελικά η πόλη έγινε ένας πολύπλοκος οργανισμός. Αργότερα η συνέλευση των πολιτών έχασε τη σημασία που είχε και με την πάροδο των ετών τα αριστοκρατικά καθεστώτα κατέπεσαν από τα λάθη τους. Εντούτοις η συμβολή τους στην ανάπτυξη της Ελλάδας ήταν μεγάλη με σημαντικότερη τη κωδικοποίηση των νόμων.

Ο πληθυσμός ήταν μικρός και η εξουσία σε γενικές γραμμές ήταν συλλογική και πολύ συχνά δεν ήταν παρά μια επέκταση της οικογενειακής ή θρησκευτικής εξουσίας. Επίσης όταν μιλάμε για την πόλη – κράτος λέμε ότι η εξουσία βρίσκεται “στο κέντρο”, στο κέντρο της πόλης και στο κέντρο του πληθυσμού. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η Αθήνα, η οποία είχε συγκεκριμένα σύνορα, έναν πληθυσμό καθορισμένο με σαφήνεια από τον νόμο και όπου όλες οι αποφάσεις βρίσκονται στα χέρια των συνελεύσεων. Η μεγάλη συνέλευση του λαού, που θεωρητικά ήταν η μόνη κυρίαρχη, ήταν η Εκκλησία του Δήμου, η οποία συνέρχονταν στην Αγορά, δηλαδή στην κεντρική πλατεία. Στην συνέχεια υπήρχαν ειδικές συνελεύσεις όπως το Συμβούλιο, η Βουλή και τα δικαστήρια. Οι δικαστές, εκλεγμένοι με ψήφο ή με κλήρο, επέβλεπαν την εφαρμογή των αποφάσεων.

Θα σταθούμε εδώ στο γεγονός ότι εγκαθίσταται ένα νέο σύστημα πολιτικής οργάνωσης και εξουσίας στην ιστορία της Ελλάδας, αυτό της αρχαϊκής πόλης, από την οποία ετυμολογικά προκύπτει και η λέξη πολιτικός -ή -ό, ως επίθετο που σχετίζεται με μια δομημένη κοινωνία και προσδιορίζει ότι είναι σχετικό με την οργάνωση της εξουσίας σε αυτήν. Δηλαδή την εποχή αυτή εμφανίζεται μια θεωρητική σκέψη σχετικά με την πολιτική η οποία επικεντρώνεται κυρίως στις μορφές διακυβέρνησης και στις βάσεις της πολιτικής εξουσίας.

Σημειώνουμε ότι οι πρώτες δομές της αρχαϊκής ελληνικής κοινωνίας οφείλονταν στους ιερούς δεσμούς με τους οποίους συνδέονταν τα μέλη της, τους ιερούς κοινούς προγόνους τους…

Επισημαίνεται το γεγονός ότι η Αθήνα, ως υπόδειγμα πόλεως της αρχαϊκής εποχής, ήταν άριστα οχυρωμένη με την κεντρική πλατεία της να αποτελεί το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικο-οικονομικής ζωής των πολιτών της.


Πηγή: 1. Bostford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αθήνα, 1979.
2.Η. Κουσκουβέλη, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη και τη θεωρία της πολιτικής, Αθήνα, 1997.