Το ξύλο ως δομικό υλικό στην Αρχαία Ελλάδα

Οι   εφαρμογές  του   ξύλου   στην  αρχαιότητα  για  διάφορες  κατασκευές   κάλυπταν
μεγάλο   εύρος .  Κατά   τους  αρχαϊκούς  αλλά   ιδίως  κατά   τους κλασσικούς  και   τους
μετέπειτα  χρόνους, ναοί,  στοές, οικίες , πολλές  φορές κατασκευάζονταν από ξύλο  εξ ’
ολοκλήρου  ή  εν μέρει  όπως για παράδειγμα  για θεμελιώσεις,  ξυλοδεσιές , πατώματα ,
πόρτες ,  παράθυρα ,  οροφές,  στέγες   κ.α ..


Η  χρήση   του   ξύλου ,  το  είδος,  τα   εργαλεία  κατεργασίας του , τρόποι και μέσα 
συνδέσεως,  μεταφορά ς και  ανύψωσης 



Πηγές  γραπτών  πληροφοριών   είναι   οι   Μυκηναϊκές  ανεπίγραφες  πήλινες  πινακίδες
Γραμμικής  Β΄   Γραφής  από   την   Κρήτη ,  Πύλο,  Θήβες  κ.α .,  οι αρχαίοι   συγγραφείς,  οι πάπυροι , οι οικοδομικές επιγραφές . Σημειώνουμε πως συστηματική και  λεπτομερής  αποθήκευση  των πληροφοριών  γιατην   χρήση  του   ξύλου  στην   αρχαιότητα   δεν  ευτυχήσαμε  να  έχουμε   ως  τώρα .  Έτσι   η αρχαία γνώση  για τι  ξύλο και  τις ξύλινες παντός είδους κατασκευές  μας είναι  εν πολλοίς  άγνωστη , μόνο δε  αποσπασματικές  εργασίες  έχουν  δει  το  φως της δημοσιότητας, όπως για την  ναυπηγική  και  τα  έπιπλα .

Είδη  ξύλων 

 Από   τους   αρχαίους  συγγραφείς,  κυρίως  από   τον   Θεόφραστο ,  τον  Πλίνιο  και   τον  Βιτρούβιο  μας  γίνεται  γνωστό  ότι  αφενός οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν  ποικιλία  ξύλων για οικοδομικούς σκοπούς, αφετέρου δε  γνώριζαν  ότι  τα  διάφορα  ξύλα  διέφεραν  ως  προς  την   σκληρότητα ,  την   διάρκεια ,  την   αντίσταση  στην  κάμψη   και   την   θλίψη ,  την υγροσκοπικότητα, δηλαδή  την  αντίδρασή  του ς  όταν  ήταν  εκτεθειμένα στην  υγρασία ή την  ξηρασία , καθώς επίσης και  την  διαφορετική  αξία αναλόγως της  ηλικίας του  ή  την  εποχή  του  έτους κατά  την  κοπή  του , ή  και  αναλόγως  του τόπου  προέλευσής του . Χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες συνήθως το  ξύλο  ως  οικοδομική  ύλη   ή  ως  ερέψιμον  ύλη  δηλαδή  προς κατασκευή  ορόφων  ή  στεγών  από  τα  παρακάτω  δένδρα .

Ακάνθης (ακακίας-σπανιότερη  χρήση )

Αμπέλου 

Αρίας (είδος  δρυός, κοινώς αρειά  ή  αγριομηλιά  ή  σόρβος )

Δρυός (δένδρο , ρουπάκι )

Εβένου  (βένιο  στην  Αττι κή , αρχοντόξυλο στην  Κρήτη )

Ελαίας (αγριελιάς)

Ελάτης

Ερινέου  (αγριοσυκιάς)

Θυίας (είδος  κέδρου  της Αφρικής με   ευχάριστη  οσμή )

Καρυάς (καρυδιά)

Κέδρου  (ασιατικό  κέδρο )

Κρανείας (κρανεία )

Κυπαρίσσου 

Λωτού 

Μελίας (μελιός, δεσποτάκι )

Μίλου  (σμίλαξ , fraxus)

Οξυάς 

Πεύκη  ή  πιτύος (λαρτζίνο, αγριόπευκο )

Πρίνου  (πουρνάρι )

Πτελέας (φτε λιά, καραγάτσι)

Πύξου  (πυξάρι , τσιμισίρι )

Συκαμίνου  (σκαμνιά)

Φιλύρας (φλαμούρι)

Φοίνικος (φοινικιά )


Προέλευση των ξύλων

 Οι  αρχαίοι  Έλληνες γνώριζαν πολύ  καλά  τα  είδη  των  ξύλων , την σκληρότητά τους,
την  διάρκεια  καθώς και  την  ποιότητα  ανάλογα  με την  περιοχή  (στην Ελλάδα ) και  την
χώρα  προέλευσης τους. Η προμήθεια ξυλείας(ευθείας) μεγάλων διαστάσεων για δημόσια
έργα γινόταν από   μακρινές  περιοχές .  Κατά  τον  Θεόφραστο  άριστη ξυλεία  για τεκτονικούς
 σκοπούς ήταν η Μακεδονική, διότι   ήταν  λεία   και    αστραβής.  Μετά  από   αυτή ,  ήταν  η   Ποντική  (Ποντιακή )  στη  συνέχεια  από  τον Ρύνδακα  ποταμό  (της Δυτικής Μ . Ασίας, ο  σημερινός Αδρανός) και ακολούθως η  Αινιανική (Φθιώτιδος). Οι  χειρότερες  όλων  ήταν η Παρνασσιακή και  η Ευβοϊκή  γιατί ήταν  οζώδης  και  εύσηπτη

Ειδικά   η  Μακεδονική   χρησιμοποιούνταν  και   για  ναυπηγικούς σκοπούς, όπως
αναφέρεται  από  τους αρχαίους συγγραφείς και  τις επιγραφές

.Ξυλεία  εξάγονταν  για οικοδομικούς  σκοπούς  από   την   Κόρινθο ,  τη  Σικυώνα ,  Αρκαδία ,  Ζάκυνθο ,  Κρήτη ,

Κάρπαθο , Μίλητο , Μ .Ασία, Κύπρο , Συρία , από  τη  Θουρία  Σικελίας , ακόμα  και  από  τη
Κύρνο  (Κορσικής), τα  οποία  θαυμάζονταν για  το  μεγάλο  μήκος τους
 Σχήματα  δομικού ξύλου και διαστάσεις.

Κυριότερες   πηγές  είναι  ο   Θεόφραστος και   ο  Πολυδεύκης,  οι επιγραφές  του  Ερεχθείου   Αθηνών,  της   Δήλου,  της  Ελευσίνας,  ο  Σοφοκλής,  ο   Αριστοφάνης,  ο  Πλάτων , ο  Πίνδαρος, ο  Ησύχιος κ.α .

 Οι  αρχαίοι  Έλληνες  όταν μεταχειρίζονταν  τα  άξεστα τα  ονόμαζαν στρογγυλά   ή γόγγυλα  ,  τα   δε   πριονισμένα   τα   έλεγαν    σχιστά    και  άλλοτε   πελεκητά   , δηλαδή ξεχονδρισμένα  με πέλεκη , και  αναλόγως των  σχιστών  ή  πελεκητών  πλευρών   τους τα ονόμαζαν   τετράγωνα - τετράτομα »,   τρίτομα  ,  ημίτονα  .  Τα   εφοδιασμένα  με ορθογώνια εγκοπή (πατούρα )  ήταν  τα    παράτομα    ή   παρατετμημένα  ,   απότομα  ή αποτετμημένα  ήταν  στα  σχισμένα ξύλα , μικρών διαστάσεων (δύο  έως πέντε πήχεων ). Τόμους   ονόμαζαν   τα   τμήματα  των   ξύλων   γενικά . Στην  επιγραφή   της  Ελευσίνας αναφέρονται και  ξύλα  μονόβολα  και  δίβολα   δηλαδή  αποτελούμενα  από  ένα ή  δύο τεμάχια .

Τα συναρμοζόμενα  με εντορμιες τεμάχια (πατούρα , γκινισιά) ονομάζονταν από  τους αρχαίους  πηκτά ,  σύμπηκτα  ή   ενήλατα    Ο  Διόδωρος  ο  Σικελιώτης  (XIX,58) ιδιαιτέρως  αναφέρει    δια   το   κάλλος  και   το μέγεθος   αυτών ,  αναφερόμενο ς   στα   προερχόμενα   από   τον   Λίβανο  της  Συρίας  ξύλα  κέδρου  και  κυπαρίσσου .   Ποιες ήταν ακριβώς οι διαστάσεις των  ξύλων  οι  πληροφορίες μας προέρχονται όχι  κυρίως  από  τους  συγγραφείς,  όσο   από  τις  επιγραφές   στα   μνημεία .  Ο Θεόφραστος θεωρεί   μεγάλου   μήκους  τα    δωδεκαπηχη    (=5.88m)από  ακακίες της  Αιγύπτου .  Στην  επιγραφή   της  Δήλου αναφέρεται   ξύλο  ελάτινο   μήκους 18 πήχεων (=8.82m). Άλλη  επιγραφή  από  την Αθήνα(Ερεχθείου ) αναφέρει  ξύλα  24 ποδών   (=7.84m), επιγραφή  της Επιδαύρου ξύλα   στρογγυλά   μήκους 24 ποδών  (=7.84m). Άλλη   από  τη   Δήλο δοκό  μήκους 16 πήχεων  (=7.84μ),άλλη  από  τα  Δήλο υ επίσης, ξύλα  16 πήχεων   (=7.84μ) ως και   ξύλα  μήκους  14 πήχεων  (=6.86μ). Συνηθισμένα ξύλα  μήκους 12 πήχεων  (=5.88m) ήταν  τα ελάτινα , κέδρινα  και  δρύινα. Το  ίδιο  μήκος είχα  και  τα  ξύλα  για τους σφηκίσκουςτων  τέκτων της  στέγης.

 Αναφέρονται  επίσης στις επιγραφές δοκοί   ενδεκάπηχεις  (=5.39m)συχνά σανίδες πτελέινες μήκους 16 ποδών  (=5.23m) σανίδες 15 ποδών  (=4.90m), ξύλα  σχιστά μήκους 12 ποδών  (=3.924μ) σανίδ ες μήκους 10  ποδών (=3.127μ) και  πολλά  άλλα. μικρότερων  διαστάσεων .  Από   την επιγραφή   του  346 π.Χ. που   αφορά   την  σκευοθήκη  στον   Πειραιά  του αρχιτέκτονα  Φίλωνα από  την  Ελευσίνα, γνωρίζουμε για τις μεγάλες διατομές  των ξύλων  των  στεγών  των  δημοσίων  οικοδομημάτων , τη σύνθεση καθώς και  τις ονομασίες μιας ξύλινης αρχαίας στέγης. Τα ξύλινα εσωτερικά   επιστύλια   και  οι  μεσομναι   είχαν  πλάτος 0.82m και  ύψος 0.738m. Τα  κορυφαία   ξύλα  της στέγης (κορφιάδες ) είχαν  πλά τ ος 0.572m Οι   σφηκίσκοι  τα  μεγάλα  κεκλημένα  ξύλα της στέγης (οι αμοίβοντες  του  Ομήρου είχαν  πάχος 0.205m και πλάτος 0.307m.

Τις διατομές  των  κορυφαίων  ξύλων  των  στεγών μερικών  ναώ ν τις συνά γουμε από  τις διαστάσεις των  υποδοχών  στήριξης των  ξύλων, ( δοκοθήκαι  κατά  τις επιγραφές), επί  των  αντιθημάτων  των  ορθοστατών των  αετωμάτων . Στον  Παρθενώνα μια   κερκιδιαία   δηλαδή  ενδιάμεσος μεταξύ της κορυφαίας και  του κάτω  άκρου  του αετώματος τραπεζιόσχημος δοκοθήκη  έχει  διαστάσεις, πλάτος 0.90m,

και  ύψη  αντιστοίχως  0.63m και  0.42m. Στο  Ερέχθειο  η  κορυφαία δοκοθήκη  της   Βορείου  διατηρήθηκε  έχει   πλάτος 0.765m και ύψος 0.645m .Στο ναό του Ηφαίστου ,  το  ονομαζόμενο Θησείο , η  ανατολική πεντάπλευρος δοκοθήκη  του  κορυφαίου  ξύλου  έχει  πλάτος 0.36m και  στο  μέσο   ύψος 0.39m Στο   ναό  του   Ποσειδώνα   στο   Σούνιο ,  η κορυφαία   έχει   πλάτος 0.50m και   ύψος 0.37m Στον   εν   Στράτω (Ακαρνανίας)ναό  του Διός, η  κορυφαία έχει  πλάτος 0.615m και  ύψος 0.60m.

Ειδική  χρήση  του κάθε  ξύλου

Η δρυς,

την  οποία διέκριναν  σε πολλά  είδη  (φηγός, αρία, πρίνος κ.α .),ήταν κατά  τον Θεόφραστο    δυσεργότατη  ,  δηλαδή   κατεργαζόταν   πολύ  δύσκολα ,  χρησιμοποιήθηκε στην  οικοδομία , είτε ναών ολόκληρων ,  είτε ειδικότερα  για στύλους, κατόφλια, τετράξυλα  (κάσσες)  και   ανώφλια  θυρών ,  οβελίσκους (όρθια  ξύλα   ή   αντίζυγα δρυφάντων ), στέγες , ακόμη   και  για  υπόγειες   κατασκευές ,  για ενδέσμους   δηλαδή ξυλοδεσιές  και  την  ναυπηγική. Η αρία και  πρίνος είναι  δύο  είδη δρυός.

 Η αρία

κατά  τον  Θεόφραστο  ήταν  δύσκολο στην   κατεργασία  του   και   χρησιμοποιούντα ν  στις  οικοδομές ,  αλλά   κυρίως  για  τις στρόφιγγες πολυτελών  θυρών , άξονες  τροχών , σφήνες, και  λαβές εργαλείων (στειλιάρι ).

 Η κρανεία  (κρανειά ) ,

είχε ξύλο  στερεότατο , χρησιμοποιούταν  για   τύλου ς   (καβίλιες ), τα
εμπόλια    των   κιόνων ,  όπως  για  παράδειγμα   του  Παρθενώνα ,  του  ναού   του  Ποσειδώνος  στο  Σούνιο , όπως επίσης και  για θυρώματα .

 Η συκή  και  ερινέος (αγριοσυκιά)

 έδιναν  μεν  ισχυρό  ξύλο  όχι  για οριζόντι ες  δοκούς,
αλλά  για όρθια  στηρίγματα, και  κυρίως για ικριώματα  οικοδομών
.
 Η  συκάμινος (σκαμνιά) ,

το   ξύλο   της  οποίας  κατά  τον   Θεόφραστο , ¨μετά   τα  κυπαριττινά και  τα  θυώδη  (…) ασαπέστατον  και  ισχυρό άμα  και  εύεργον ¨

 Η φιλύρα  (φλαμούρι )

παρείχε πολύ  μακρύ  ξύλο  και  χρησιμοποιήθηκε κυρίως στις θύρες
και  στις οροφές .

 (είδος κυπαρισσιού με ευώδες  ξύλο ) αναφέρετε  από  τον  Όμηρο  και ήταν  ξύλο
πολυτελείας  για την  κατασκευή  ορόφων και  θυρών .

 Ο κέδρος

 του Λιβάνου , του Ταύρου, Β. Αφρικής  και  Κρήτης, ήταν πολύτιμος γιατί είχε
μεγάλη  διάρκεια  ζωής και  μεγάλες  διαστάσεις. Χρήσιμο  στην οικοδομία , στήριξη  βαρών
όταν  τοποθετούνταν   οριζόντια  σε  πατώματα   και  οροφές   αλλά  και  για  κλίμακες
(σκάλες ),πόρτες και  εμπόλια . Είδος κέδρου  θεωρού σαν και  τον Άρκευθο  (αγριοκυπαρίσσι ) επειδή  φυόταν  κοντά  του , με ξύλο  άσηπτο και  με μεγάλη  αντοχή  στο  νερό .

 Η  πεύκη

  χρησιμοποιούντα ν  για   τους  ίδιους  σκοπούς  με  τον   κέδρο , κατάλληλη   για
πλάγιες κατακόρυφες  και  οριζόντιες  θέσεις, κυρίως για ναυπηγικού ς σκοπούς και  είχε
το  προτέρημα  να κολλά  εύκολα .

 Η  ελάτη

  κατά   τον   Θεόφραστ ο    πυκνότατον   ξύλον ,  ανθεκτικόν   καί  διαρκές,  αλλά
προσβαλλόμενο   από   τήν   τερηδόνα (ξυλοσκούληκο -σαράκι ),  χρησίμευ ε  κυρ ί ως  για
δοκούς οροφής, στέγες  αλλά  και  θύρες.

Της  κυπαρίσσου το   ξύλο ,  έχοντας  εξαιρετική   αντοχή  στον   χρόνο , στην   υγρασία ,  τη
σήψη  και δίνοντας μεγάλου  μήκους ξύλα  είχε εξέχουσα  θέση  όπως και ο  κέδρος στην
οικοδομία , τις στέγες , τις  οροφές , τα  εμπόλια  και  τις θύρες.

Η πτελέα

 (φτελιά , καραγάτσι)έδιδε  ξύλο  άσηπτο  στον  αέρα , ίσιο  και  με μεγάλη διάρκεια .
Χρησιμοποιούνταν  στην  οικοδομική ,  για  πολυτελή   θυρώματα , αντίζυγα  θυρών ,
κιγκλίδας (κάγκελα )  και  στροφείς   θυρών ,  φατνώματα  οροφών , τροχαλίες,  τροχούς
αμαξών ,  λαβές  εργαλείων  (στειλιάρια )  και   γόμφους (μεγάλου  μεγέθους,  σφηνοειδή
καρφιά και  σφήνες).

Η πύξος

 (πυξάρι , τσιμισίρι ),ξύλο άσηπτο  κατά  τον  Θεόφραστο , χρησιμοποιήθηκε για
ξυλολαβές  εργαλείων ,  στρόφιγγες  (στροφείς)και   ευρέως  από   τους αρχαίους  Έλληνες

κατά  τις επιγραφές για θυρώματα ,οροφές , φάλαγγες (κατρακύλια).

Η  καρυά

(καρυδιά ),  ιδίως  η   ευβοϊκή ,  ξύλο   στερεό   και   με  διάρκεια   στο  χρόνο ,
χρησιμοποιήθηκε  για  υπόγειες   κατασκευές ,  οροφές   και  σανιδώμα τα επειδή   παρείχ ε
μακριές δοκούς. Οι  αρχαίοι  είχαν  προσέξει  μια  ιδιαιτερότητα  στο  ξύλο της καρυδιάς,
ότι  προανήγγειλε   με   κρότο   την  ρήξη.

Η  οξυά

,  το  ξύλο   της  οποίας  ύμνησε  ο   Θεόφραστος  επειδή   δε  σαπίζει  στο  νερό ,  και
μάλλον   βελτιώνεται   από   την   υγρασία ,  χρησιμοποιήθηκε  κυρίως  για υπερείσματα
(υποστηρίγματα ) και  γόμφους.

Η ελαία

 (ήμερη  και  άγρια ) δεν  προσβάλλεται  από  το  σαράκι  και χρησιμοποιήθηκε για
μακριές  δοκούς, κατακόρυφους πασσάλους, όχι  όμως για μεγάλες οριζόντιες  δοκούς.
Επίσης  στη   ξυλοδεσιά   των   πλίθινων   τειχών ,  για  σφήνες,  εμπόλια  και   ξυλολαβές
(στειλάρια ).

Η  μελία

 (μελιά ,  δεσποτάκι )  παρέχει   ξύλο   ακατέργαστο   χρησιμοποιήθηκε από   τα
Ομηρικά   ήδη   χρόνια

  για  κατώφλια   και   άλλα   μέρη   θυρών ,  κανονίδας  (κανών ,
χάρακας), ξυλολαβές εργαλείων  και  γόμφους.

Η μίλος

 αναφέρεται από  τον  Θεόφραστο  ¨ξυλοχρώματος μελανού ¨ μεν  στην Αρκαδία ,
¨ξανθό  όμοιον κέδρω ¨ στην Ιδή  της  Κρήτης. Χρησιμοποιήθηκε σε επενδύσεις κιβωτίων
και  υποβάθρων ως παρακολλήματα  , όπως ονομάζει  ο Θεόφραστος τους σημερινούς
καπλαμάδες.

Η  άκανθα

 (ακακία)  παρείχε   ξύλα  άσηπτα ,  ιδίως  η   μέλανας  της  κάτω  Αιγύπτου  και
πολύ  ισχυρά , ακατάλληλα  λόγω  του  μεγάλου  μήκους τους (δώδεκα πήχη ) για οροφές
και  κατά  τον  Ηροδότουστην ναυπηγική.

Ο  φοίνιξ

 (φοινικιά )  συνηθισμένο  δένδρο   της  Ανατολής   παρείχε   μαλακά   μεν ,  αλλά
ισχυρά  ξύλα  κατάλληλα  κυρίως για στύλους. Από  την  επιγραφή  της Δήλου μας γίνεται
γνωστό ότι  χρησιμοποιήθηκε το  ξύλο  του  φοίνικος για την παρασκευή ¨παραδειγμάτω ¨, μοντέλων .

 Η  άμπελος

  έδιδε   ξύλο   σκληρό   και  διαρκές,  χρησιμοποιήθηκε  παλαιότερα   για οικοδομικούς σκοπούς, όπως για παράδειγμα  την  κατασκευή  κιόνωνκαι κλιμάκων. Αργότερα  η χρήση  του  ξύλου  της  αμπέλου  εγκαταλείφτηκε.

 Ο λωτός

,ένα  μικρό  δένδρο  της Λιβύης παρείχε  ξύλο  μελανό , πολύ  μεγάλης διάρκειας και
άσηπτο .  Χρησιμοποιήθηκε  επίσης  για  διακοσμητικούς  σκοπούς (καπλαμάδες )  και
στροφείς θυρών.

 Ο έβενος

,ο  οποίος έφθανε στην Ελλάδα  όπως και  σήμερα  από  τις Ινδίες  και Αφρική
(Αιθιοπία). Παρείχε ξύλο  μελανού χρώματος, πυκνό , στερεό , διαρκές και άσηπτο . Λόγω
της  πολυτιμότητάς  του   χρησιμοποιήθηκε  μόνο   σε  πολυτελείς  κατ α σκευές  ,όπως  για
παράδειγμα  στον  ναό της Αρτέμιδος στην  Έφεσο  και  τη  Δήλο .

Προστασία ξύλου στην  Αρχαία Ελλάδα

    Από  τους  συγγραφείς και  τις επιγραφές γνωρίζουμε ότι  τόσο  για τους οικοδομικούς σκοπούς (ξυλοδεσιές ,  θύρες,  οροφές,  στέγες ),  όσο   και για  λεπτουργικές   εργασίες
προορισμένα  ξύλα , τα άλειφαν  με πίσσα  για την  καλύτερη  διατήρησής τους, εφόσον προηγουμένως τα  έτριβαν  με άμμο. Από   τον   Βιτρούβιο μαθαίνουμε   επίσης  ότι   ως  προστατευτικό   των   ξύλων   κατά   της σήψης  χρησίμευε  και  το   ελαιώδες  έγχυμα   που   προερχόταν   από  την  εντεριώνη  του κέδρου , η  λεγόμενη   κεδρία , η  οποία  αναφέρεται συχνά και  στους πάπυρους .

Τιμή των ξύλων

  Πληροφορίες για την τιμή  των  ξύλων  από  του ς  αρχαίους συγγραφείς δεν  υπάρχουν , οι ελάχιστες πληροφορίες που  υπάρχουν  μας παρέχονται από  τις επιγραφές .

 Μία από  αυτές, της Ελευσίνας, η  IG II2  1672, του  4 π.Χ. αιώνα, πληροφορούμαστε (στίχοι 146-147) ότι  κέδρινο  ξύλο , μήκους 12 ποδών (= 3.924m), πλάτους 6 δακτύλων  (= 0.1226m)  και  πάχους 3 δακτύλων  (= 0.0613m), κόστιζε 70 δραχμές ,  δηλαδή  2.330 αρχαίες δραχμές το  κυβικό μέτρο , τιμή  εξαπλάσια  του ξύλου  της φτελιάς, και τούτο - ίσως τα κέδρινα  ξύλα  προέρχονταν  από  μακριά (Λίβανο , Ταύρο , Β. Αφρική ), τιμή  που  επιβάρυναν τα  μεγάλα  έξοδα  της μεταφοράς. Η ίδια επιγραφή (στ. 152-153), σανίδες φτελιάς  μήκους 10 ποδών  (=3.27m),πλάτους 10δακτύλων (=0.204m) και   πάχους 3 δακτύλων  (=0.061m) η  οξιά ήταν δραχμές 14, δηλαδή  350 δρχ /m .

Στους  στίχους 152-153,153-154,156-157,169-170, σανίδες  από   φτελιά   αναλόγως  του
πάχους,  η   τιμή   ήταν  μεταξύ 140 και  314 δρχ /m  Η  ίδια   επιγραφή  αναφερόμενη   σε σχιστά  ξύλα μήκους 12 ποδών , πλάτους 10 δακτύλων και  πάχους ½ ποδός, η  αξία έκαστος ήταν  32 δραχμές, δηλαδή  246δρχ /m.

Η πολύτιμη  αυτή επιγραφή ,μας πληροφορεί  για την  τιμή  των  δοκών  , των   δοκίδων  , και  των   ιμάντων    της στέγης ότι  η  τιμή  ήταν 17 δραχμές  (στ.63) για κάθε  δοκό , 2 δραχμές (στ. 87) για κάθε δοκίδα και  1 δραχμή  (στ.64) για κάθε ιμάντα . Τέλος στην  επιγραφή   της Ελευσίνας  ότι   οι  μικρές   σανίδες μελίναι ,  δηλαδή   από   ξύλο  μελιάς, προοριζόμενες  για  κανονίδας  και   ζυγά θυρών  , η  τιμή  ήταν  17 δραχμές το  τεμάχιο  (στ.191), και κάθε κορμός κυπαρίσσου  όπου  δεν αναφέρεται  το  μήκος, η  τιμή  ήταν  50 δραχμές.

Οι  επιγραφές  της Δήλου περιλαμβάνουν  λογαριασμούς των  ιεροποιών του  ναού  του Απόλλωνος,  αναφέρουν   τιμές  ξύλων ,  αλλά   κατά  τεμάχια  χωρίς  να  αναφέρουν  διαστάσεις  και   έτσι   ο   καθορισμός  κυβικό   μέτρο  είναι   αδύνατον .  Στον   στίχο 37, της υπ’αριθμόν 366 επιγραφής  λέγεται   ότι   αγοράστηκαν   από   τον  ¨ παρά   Αριστοφάνους ξύλα  (οξ )ύινα  προς 3 δραχμές   έκαστο .  Στον   στίχο  38,39 και  40 δε  γίνεται  μνεία  προμήθειας  σφηνίσκων   , δηλαδή  των  κεκλιμένων ξύλων των  τεκτών της στέγης άλλων  μεν  προς 13.50 δραχμές  ή  14 δραχμές το τεμάχιο  και άλλων  προς 10 δραχμές μόνο. Η προμήθεια  δρύινων  ξύλων προς 7,30 δρχ  και   καλαμίδων 2 προς 1 δρχ  το  τεμάχιο . Από  την επιγραφή  370 της Δήλου  πληροφορούμαστε ότι  ξύλα , όχι  ρητά ονομαζόμενα ,

μήκους 7,84 m αγοράσθηκαν  αντί  16 δρχ  το  τεμάχιο , και  η υπ.αρ. 403 (IG X,3) επιγραφή  αναφέρει  α) δοκών  στρογγυλών  10 πήχεων  η  τιμή ήταν 10 δρχ   κατά  τεμάχιο  και  β ) η
τιμή  κάθε ελάτινου  σφηνίσκου  προς 27δρχ  και άλλου  22δρχ .

 Από  άλλη  επιγραφή της Δήλου του  έτους 275/74 π.Χ . μαθαίνουμε ότι ξύλα μήκους 7.84m η  τιμή  τους ήταν 70 δραχμές  του καθενός, δύο  δε αλλά  μήκους 6.86 εστοίχιζαν το ένα  43 δρχ . και  το  άλλο  50 δρχ  Από την  ίδια επιγραφή  μαθαίνουμε ότι  δοκοί  μήκους 4.90m στοίχιζε η καθεμία  7 δραχμές   και  κάθε  δρύινος οβελίσκος 6 δραχμές .

Από   την  επιγραφή   της  Ελευσίνας του   έτους 329/8 π.Χ.  έχουμε  μία  σχετική ,  αλλά  ασαφή  πληροφορία . Για  την  προμήθεια  400  επι β λήτ ω ν   (τάβλες )η  τι μή  ήταν  40 δραχμές , δηλαδή  0.10 δραχμές  για κάθε τάβλα . Σε  αναλογία προς τα  καλύμματα  της επιγραφής της Σκευοθήκης, αυτές θα είχαν  περίπου  τις εξής διαστάσεις, πλάτος 0,110μ και  πάχος 0.018m.

 Από τρεις επιγραφές  της Επιδαύρουτου 4ου-3αιώνα  π.Χ. πληροφορούμαστε  τα εξής:

Α . Κάθε στρογγυλό  ξύλο  (αγνώστου μήκους) κόστιζε 7 ή  6 δραχμές , δηλαδή  όσο και  οι
οκτάπηχες (=3.92m) δοκοί  της Δήλο υ.

Β. Ξύλα  (αγνώστου διατομής), η  τιμή  τους ήταν ανάλογη  με το  μήκος τους σύμφωνα  με τον  παρακάτω  πίνακα.

 Τα μήκους 24 ποδών δηλ . 7.85m αντί 12 δραχμές  κατά τεμάχιο
Τα μήκους 18 ποδών δηλ . 5.88m αντί   7 δραχμές  κατά τεμάχιο
Τα μήκους 16 ποδών δηλ . 5.23m αντί   6 δραχμές  κατά τεμάχιο
Τα μήκ ους 14 ποδών δηλ . 4.58m αντί   4 δραχμές  κατά τεμάχιο   , αναλόγως  την  ποιότητά   τους.

  Τέλος,  μια   άμαξα  πλήρης,  τετραγώνων   ξύλων  μήκους  22 ποδών ,  η  τιμή  ήταν  40 δραχμές κα ι  μήκους 23 ποδών  ήταν 48 δραχμές . Και  εδώ ο  καθορισμός της αξίας ανά κυβικό  είναι αδύνατον.

 Η τιμή  των  δαπέδων , ξύλων  μήκους 3.27m ήταν  μεταξύ 3.50 και  6 δραχμών

Ο  τεχνίτης του ξύλου

 Κατά  την αρχαιότητα κάθε τεχνίτης, ονομαζόταν γενικά τέκτων , όμως ο κατ’εξοχήν
τέκτων    θεωρούνταν  ο   κατεργαζόμενος  το   ξύλο .  Ο  Όμηρος  τέκτονες χαρακτηρίζει τους  ναυπηγούς κυρίως  αλλά   και   τους οικοδόμους.  Ο  Ευριπίδης χαρακτηριστικά αναφέρει   τέκτων  γαρ ων έπρασσες ου  ξυλουργικά  . Ο Πλάτων ορίζει  ως  τεκτονικήν  την  τέχνην των  πριζόντων  και  τρυπόντων  και  ξεόντων και  τορνευόντων   και γενικά τέκτονα  εννοεί  τον  ξυλουργόν , και  λακωνικά δίδει  τον ορισμό , τεκτονική , χρήσις  και  εργασία  περί  το  ξύλο  . Τέκτων  θεωρούνταν και στην Ελληνιστική εποχή  κυρίως ο  κατασκευαστής στεγών . Από  επιγραφές πληροφορούμαστε  ότι   για  την   κατασκευή   της   στέγης  και  της εσωτερικής οροφής του Ερεχθείου , αναφέρονται ταυτόχρονα τέκτονες   και   ξυλουργοί  και    πρισταί  .  Επίσης ,  και   κατά   τον  Γρηγόριο   Νύσσης(4 μ.Χ. αιώνα),  τέκτονες  ονομάζονταν και  οι ξυλογλύπτες,  και  τέκτων εις ζώων φαντασίαν  το  ξύλο  εμόρφωσε .

Ημερομίσθιο  των ξυλουργών.

    Από  επιγραφές και  κυρ ί ως του  Ερεχθείου του  έτους 408/7 π.Χ. πληροφορούμαστε  ότι  το  ημερομίσθιο  του  τέκτονα  (πριστού , ξυλουργού  κλπ)  ήταν  περί  τα  τέλη  του  5 αιώνα
π.Χ. γενικά 1 δραχμή , όσο και  του  αρχιτέκτονα. Στο  τελευταίο  τρίτο του    4ου π.Χ. αιώνα (329  π.Χ.)  τα   ημερομίσθια   είχαν   υψωθεί   και  διέφερ αν   κατά   ειδικότητα .

Από   την επιγραφή   της  Ελευσίνας πληροφορούμαστε (στ 26/27) ότι   οι εργαζόμενοι   στα   ξύλα , έπαιρναν  ημερομίσθιο  2 δραχμές και  3 οβολούς (=2 ½ δραχμές ), με τη διαφορά  ότι  ήταν
 οικόσιτοι , δηλαδή  ότι  η  διατροφή  ήταν εις βάρος τους. Στην ίδια επιγραφή  (στ.111) μαθαίνουμε επίσης  ότι  οι αποκεραμώσαντες την πάροδον  του  τείχους  οικόσιτοι και  αυτοί   τέκτονες   έλαβα ν ημερομίσθιο  2 δραχμές,  οι  δε πρισταί   οικόσιτοι  και   αυτοί , 3 δραχμές .


ΤΕΛΟΣ

Εργασία της κυρίας ΛΑΔΑ ΘΕΩΝΗΣ-ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ    
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ
Επίβλεψη του  Δρ. ΚΑΚΑΡΑ ΙΩΑΝΝΗ