Τον
6ο αιώνα κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της στην Ελλάδα μια κατηγορία
ανθρώπων, η συμπεριφορά των οποίων ονομάζεται (με μια μεταγενέστερη
έκφραση) φιλοσοφική. Η ώθηση που προέκυψε από το γεγονός αυτό
απελευθέρωσε μια μέχρι τότε λανθάνουσα ανθρώπινη στάση, η οποία έκτοτε
χαρακτηρίζει το ευρωπαϊκό πνεύμα: ο δυτικός πολιτισμός είναι αδιανόητος
χωρίς φιλοσοφία, και τα θεμέλια όλης της δυτικής φιλοσοφίας στηρίζονται,
παρ’ όλους τους μετασχηματισμούς και τις πολεμικές, άμεσα ή έμμεσα
επάνω στην ελληνική.
Η
φιλοσοφία είναι ένας ριζικά νέος τρόπος να διατυπώνει κανείς ερωτήματα
για τον κόσμο και τη ζωή, ένας τρόπος που στηρίζεται στην αυτενέργεια
της σκέψης. Δεν είναι κάτι αυτονόητο, δεδομένο με τον άνθρωπο αυτόν
καθαυτόν: υπάρχουν ιστορικά μεγάλες εποχές δίχως φιλοσοφία, όπως, λ.χ., η
εποχή του Ομήρου· υπάρχουν λαοί με μεγάλο πολιτισμό που δεν έχουν
φιλοσοφία, όπως, π.χ., οι Αιγύπτιοι.
α) Κρίση του μύθου
Όπως
τόσο συχνά στη μεταγενέστερη πορεία της, έτσι και στις απαρχές της η
ευρωπαϊκή φιλοσοφία συνιστά ένα φαινόμενο κρίσης. Πρόκειται για την
κατάλυση του μυθικού κόσμου, για την έκλειψη δηλαδή της πίστης στην
πραγματικότητά του και στις αξίες του. Η παλαιά εικόνα του κόσμου είχε
διαμορφωθεί και διαδοθεί από τους ποιητές, τον Όμηρο και τον Ησίοδο:
εναντίον αυτών στρέφονται εξαρχής και επίμονα οι φιλόσοφοι ασκώντας
σφοδρή κριτική (Ξενοφάνης, Ηράκλειτος, Πλάτων). Το παλαιό κοσμοείδωλο
στηριζόταν στην ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας παράδοσης, η οποία μπορούσε να
διαπλαστεί αρκετά ελεύθερα στα επιμέρους στοιχεία, παρέμενε ωστόσο
αδιαμφισβήτητη στα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της: οι φιλόσοφοι στρέφουν
την πολεμική τους εναντίων των «ανθρώπων» και της τυφλής αυτής αποδοχής
της παράδοσης (Ηράκλειτος, Παρμενίδης, Ξενοφάνης). Αντί να εκλαμβάνουν
το δεδομένο ως δεδομένο, «απορούν» – πράγμα που σύμφωνα με τον Πλάτωνα
αποτελεί την αρχή της φιλοσοφίας. Εμφορούνται από ένα νέο, πολεμικό
πάθος για την αλήθεια (όπως περίπου και ο Ησίοδος πριν από αυτούς). Η
παλαιά εικόνα της εξωτερικής πραγματικότητας ήταν διαστρωματωμένη σε
τρία επίπεδα: εκ των άνω προς τα κάτω, στον Ουρανό, τη Γη και τον
Τάρταρο, ενώ στις παρυφές διαχέεται στο απροσδιόριστο. Η νέα εικόνα (ο
«κόσμος») υπερβαίνει καταρχήν το κάτω και το άνω και προσδίδει στον
κόσμο σταθερά όρια και μέτρα: τον θεωρεί ήδη από πολύ νωρίς ως μια
σφαίρα.
Αν
κανείς επικεντρωθεί στον ριζοσπαστισμό και στον πολεμικό ζήλο των
προτάσεών της, η ελληνική φιλοσοφία φαίνεται ως κάτι το επαναστατικά
νέο· στον τρόπο, ωστόσο, με τον οποίο σχηματοποιείται αυτό το νέο
αποτυπώνονται κάποιες διαρκείς προδιαθέσεις και τάσεις του ελληνικού
πνεύματος. Πρόδρομος της νέας τόλμης με την οποίαν οι πρώιμοι στοχαστές,
στηριγμένοι μόνο στον εαυτό τους, αντιπαρατάσσονται στην κοινότητα και
την παράδοση είναι η εσωτερική ελευθερία που επέτρεψε και στους ποιητές
να χειριστούν τον μύθο αυτόνομα και δημιουργικά. Οι φιλόσοφοι αποτιμούν
τα πράγματα με μέτρο τον λόγο: παρόμοια η θρησκευτική σκέψη και το
θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων παρουσίαζε ανέκαθεν την τάση να
απαλείφει ή να μετασχηματίζει κάθε’ στοιχείο από την εικόνα των θεών,
από τον μύθο ή τη λατρεία, το οποίο αντιβαίνει στις σαφείς και καθαρές
αντιλήψεις τους για τον κόσμο. Οι φιλόσοφοι αναζητούν την έσχατη αρχή η
το πρωταρχικό θεμέλιο των πραγμάτων (την αρχήν): με τον ίδιον τρόπο
διατύπωσαν τα ερωτήματά τους ήδη και οι επικοί ποιητές και ο πρώιμος
στοχασμός του δικαίου (π.χ. Ιλιάδα X 116).
γ) Το χαρακτηριστικά φιλοσοφικό
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiwIlNusPxJz3tHewsoO138JlrH5M4GeDug3WGLABsLLWjPryEBGzE9mTHKeT9NjgXP-YWoV2vOz-oFv_VFgocIcNN2gnHoKkWC3SaCwuD3M-yx0Gln3nFXW40ZvrbrT3A5yl_9FC-0c7c/s280/094.jpg)
Οι
φιλόσοφοι θέτουν ερωτήματα χωρίς να εξαντλούνται. Δεν στέκονται σε
τούτο το μεμονωμένο πράγμα, ρωτούν και για τα άλλα. Αντί μόνο για τούτο
εδώ το ένα φυτό, ενδιαφέρονται για όλα τα φυτά, αντί για τα ήθη του
δικού τους λαού, για τα ήθη όλων των λαών. Η φιλοσοφική σκέψη
επεκτείνεται στην ολότητα που περιλαμβάνει. τα πάντα. – Σ’ αυτή την
περιεκτική σύνοψη ο φιλόσοφος δεν αναζητά την ποικίλλη πολλαπλότητα αλλά
την ενότητα, όχι τη μεμονωμένη περίπτωση αλλά τον κανόνα, όχι το
παροδικό αλλά το μόνιμο. Αναζητά επομένως αυτό ως προς το οποίο το ένα
μοιάζει με το άλλο, τον τόπο, την ιδέα. – Οι φιλόσοφοι επιφορτίζονται το
βάρος μια νέας ευθύνης. Σε σύγκριση μ’ αυτούς, οι άλλοι ορθολογιστές
φαίνονται αυθαίρετοι και αυταρχικοί, υποκειμενικοί και ισχυρογνώμονες,
ενώ οι ποιητές αφελείς. Η ανάληψη ευθύνης, η υποχρέωση του λόγον διδόναι
είναι μια ελεύθερα επιλεγμένη δέσμευση και υποχρέωση στην αλήθεια και
το πραγματικό. – Η φιλοσοφική σκέψη βασίζεται πάνω στη διάκριση μεταξύ
ουσιώδους και επουσιώδους, (μεταφυσικής) αφαίρεσης.- Αυτοί οι τρόποι
συμπεριφοράς που εποπτεύουν, μετρούν και αναλύουν τα πράγματα είναι
δυνατοί μόνον χάρη σε μιαν ιδιαίτερη εγρήγορση, οξύτητα και δύναμη της
διάνοιας. Ο κατακερματισμός και η κατάλυση κάθε νοήματος που
επαπειλείται εξαιτίας τους αποσοβείται μέσω της πλαστικότητας που
διακρίνει την ελληνική διανοητική σκέψη (ιδέα, εποπτεία της ουσίας,
προσωποποίηση). Το καθολικό δεν εμφανίζεται σ’ αυτή τη σκέψη ωχρό και
αποδυναμωμένο, αλλά εμφορούμενο από ύψιστη δύναμη και ζωτικότητα
(αποδείξεις της ύπαρξης του θεού).
δ) Η φιλοσοφική μορφή ζωής
Η
σκέψη εμφανίζεται με τη διδασκαλία και το βιβλίο, αρχικά ίσως μόνον ως
πάρεργο. (Οι παλαιότεροι ποιητές έγραψαν στις περισσότερες περιπτώσεις
ένα μόνο και μοναδικό, μάλλον σύντομο βιβλίο). Ωστόσο έχει την τάση να
αποτυπώνεται σε ολόκληρη τη στάση ζωής του στοχαστή και των οπαδών του: η
φιλοσοφία καθίσταται μια δύναμη που καθορίζει τη ζωή, ο άνθρωπος που
φιλοσοφεί ένας τύπος ανθρώπου. Η φιλοσοφία έχει τους μάρτυρες της· από
τον Σωκράτη ως τον Βοήθιο δηλώνει επανειλημμένα δυναμικά παρούσα κατά
την ώρα του θανάτου των ανθρώπων. Η φιλοσοφία αναδεικνύεται σε μια
κρίσιμη δύναμη στην ελληνική εκπαίδευση. Οι φιλοσοφούντες συσπειρώνονται
σε κοινότητες (Πυθαγόρειος σύνδεσμος, Ακαδημία), αναδύονται οι
φιλοσοφικές σχολές, σε οργανωμένη μορφή, ως λατρευτικές ενώσεις με
νομική υπόσταση, σωματεία με έγγεια ιδιοκτησία και σταθερή συνέχεια των
επικεφαλής τους- οι σχολές αυτές διατηρούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της
αρχαιότητας ως ουσιαστικοί φορείς της διδακτικής παράδοσης, έστω κι αν
αργότερα η πιο ζωντανή φιλοσοφία αναπτύσσεται έξω από αυτές.
ε) Φιλοσοφία και θρησκεία
Από
την αρχή ακόμη η σχέση φιλοσοφίας και θρησκείας στους Έλληνες είναι μια
σχέση εσωτερικής έντασης. Οι φιλόσοφοι στρέφονται εναντίον των
παραδόσεων της λατρείας και της πίστης, της αφελούς ταύτισης του
αγάλματος των θεών με τον ίδιο τον θεό, των «ανόσιων» δραστηριοτήτων
κατά τη διάρκεια των Μυστηρίων, έναν με ανθρώπινες ιδιότητες και
αδυναμίες, εναντίον της πληθώρας των παραδεδομένων θεών, χρησιμοποιώντας
μάλιστα στην κριτική τους επιχειρήματα τα οποία αργότερα επρόκειτο να
τα υιοθετήσει η χριστιανική πολεμική κατά της ειδωλολατρίας. Ο λαός
συχνά θεωρεί τους φυσικούς φιλόσοφους, τους κοσμολόγους και αστρονόμους
αθεϊστές (Πλάτων, Νόμοι 967a)
Ωστόσο
ο φιλοσοφικός αγώνας εναντίον μέρους της θρησκευτικής παράδοσης δεν
αποσκοπεί στην απόρριψη των θεών, αλλά στην απομυθοποίηση, σε μια
καθαρότερη και υψηλότερη αντίληψη του θεού και σε μια πνευματικότερη
στάση στη λατρεία του. Η ελληνική φιλοσοφία περικλείει μέσα της τη
θεολογία. (Ο Πλάτων εγκαινιάζει ένα νέο στάδιο αυτής της πνευματικής
θρησκείας, καθώς η σκέψη του εμπεριέχει μια θεωρία για τη γνώση του θεού
(10ο βιβλίο των νόμων), στην οποία υπάρχει χώρος και για
τους παραδεδομένους θεούς (Φαιδρός, Τίμαιος). Για τον νεαρό Αριστοτέλη ο
κόσμος είναι ο «ορατός θεός». Από αυτόν διατυπώθηκε το αίτημα για τη
λατρεία με τον νου, δικός του είναι και ο όρος «θεολογία» για ό, τι
αργότερα ονομάστηκε «μεταφυσική». Ο Πλάτων και η σχολή του παρέχουν το
θεμέλιο και το πρότυπο στη θεολογία των ελληνιστικοί φιλοσοφικών σχολών·
μέσω της Στοάς η κοσμική ευσέβεια μεταδίδεται σε ευρύτερους κύκλους
και, με το βάθος που της προσέδωσε ο Πλωτίνος, μεταδίδεται στην Εσπερία.
Στην ύστερη αρχαιότητα οι φιλόσοφοι, οι μυστηριακές λατρείες και τα
μαντεία βρίσκονται σε κοινό πνευματικό αγώνα κατά του ανερχόμενου
χριστιανισμού, ενώ από την άλλη πλευρά η σε τελευταία ανάλυση πλατωνική
θεολογία συμβάλλει στη διαμόρφωση του χριστιανικού δόγματος, όπως, π.χ.,
στην περίπτωση του Ωριγένη, των Πατέρων από την Καππαδοκία και του
Αυγουστίνου.
στ) Η παλαιά και. η μεταγενέστερη φιλοσοφία
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg4o1JZI51PHQBH3z3L07altXY31_fu1PD-U8U8bJRB3UR6Og8Ti9T3Ik93qENUDv3CrqLjzjl_go6RtqyOGMe0Dk7jpaEfKOCg7RhBYMJULP77wnj3Oqc2ZgzPgUWULHavcxfJ14MbJDs/s280/14.jpeg)
Δογματισμός
και συστηματικότητα υποχωρούν, τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, η
όρεξη για ερωτήματα είναι ακόρεστη. Πολώσεις, αντινομίες και
παραδοξολογίες είναι προσφιλείς. Ενδιαφέρει, για να μιλήσουμε με
καντιανούς όρους, μάλλον το φιλοσοφεί παρά η φιλοσοφία. Σε τούτο άλλωστε
οφείλεται και το γεγονός ότι υπάρχει και μια σειρά σημαντικών στοχαστών
που δεν έγραψαν τίποτα αλλά μόνο δίδαξαν: ο Πυθαγόρας, ο Σωκράτης, ο
Αρκεσίλαος, ο Επίκτητος, ο Αμμώνιος Σακκάς – και για να είμαστε ακριβέ
και ο ίδιος ο Πλάτων. – Στην αρχαία φιλοσοφία, μολονότι πρόκειται για το
εντελώς προσωπικό επίτευγμα ορισμένων ατόμων, κυριαρχεί ένας «γόνιμος
εκλεκτικισμός» (Stenzel)· άπαξ και ανακαλύφθηκε και μεταβάλλεται σε
κοινό αγαθό, το οποίο χρησιμοποιείται κατά βούληση από τους
μεταγενέστερους· οι μεγάλοι στοχαστές ανακεφαλαιώνουν δημιουργικά τα
επιτεύγματα των προδρόμων τους, πράγμα που εξακολουθεί να συμβαίνει και
κατά την ύστερη περίοδο με τον Ποσειδώνιο και τον Αντίοχο. – Το
φιλοσοφείν δεν είναι επάγγελμα ούτε εργασία επ’ αμοιβή, αλλά ελεύθερη
δραστηριότητα ανδρών που είναι ανεξάρτητοι λόγω ευπορίας (όπως ο
Ηράκλειτος, Αναξαγόρας, και ο Πλάτων) ή έλλειψης αναγκών (Σωκράτης), ή
άσκησης άλλων επαγγελμάτων (ο Ξενοφάνης είναι ποιητής, ο Αλκμέων
γιατρός). Αυτοί που πρώτη φορά διδάσκουν για χρήματα είναι οι σοφιστές.
3. Επιστήμη
α) Το θετικό αποτέλεσμα της γνώσης
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhs_D7K9LeS8iJynxQxZf3HqFsk2Ik52X4dN2-IVPO-3zzJPS8WCn3HU-qdKzSnCkka7l0cTB81AzsqcIk06mTmHYFOi5UaDKJHWukmZa9s70JW15jJWhH8hZCzxBLBkHmZTgeKTrLitZo/s280/11.jpg)
Αν κανείς αναλογιστεί ότι οι Έλληνες έπρεπε πρώτα να
δημιουργήσουν τις πνευματικές και ανθρώπινες προϋποθέσεις, πάνω στις
οποίες στηρίζεται έκτοτε κάθε περαιτέρω έρευνα, τότε θα εκτιμήσει, με
όλο τον θαυμασμό για τις επιδόσεις της Νεωτερικότητας, ακόμη περισσότερο
τη συνεισφορά τους. Από την εποχή του δαμασμού της φωτιάς και της
μόνιμης εγκατάστασης του ανθρώπου, ούτε η ανακάλυψη του σιδήρου ούτε η
ανάπτυξη των μεγάλων αυτοκρατορικών οργανισμών της Ανατολής – αμφότερες
πραγματικά κοσμοϊστορικές τομές – δεν μεταμόρφωσε την όψη του κόσμου και
της ζωής τόσο όσο η ελληνική επιστήμη. Η ιστορία της ανθρώπινης γνώσης
χωρίζεται σαφώς σε δύο εποχές, την προελληνική-πρωτόγονη και την
ελληνική-μεθελληνική. Σε πολλά μέρη, όπου δεν εισέδυσε η ζωογόνος
ελληνική επίδραση, ή όπου δεν υπήρξε πρόσληψή της, η
προελληνική-πρωτόγονη εποχή διήρ- κεσε περισσότερο, ενμέρει μέχρι και
τις μέρες μας. Με τη νηφάλια διαπίστωση αυτών των γεγονότων δεν έχει
λεχθεί προς το παρόν τίποτα ακόμη για την αξία της γνώσης ενγένει και
της ελληνικής γνώσης ειδικότερα.
Η
πρωτόγονη εικόνα του κόσμου φαίνεται να είναι περίπου όμοια παντού πάνω
στη γη- στην Ελλάδα του 8ου αιώνα τα πράγματα κατά πάσα πιθανότητα δεν
θα ήταν πολύ διαφορετικά από ό, τι αλλού. Έτσι η γη είναι η
επιβλητικότερη από όλες τις πραγματικότητες, ακλόνητη στην σταθερότητά
της, ο ουρανός μια σκηνή ή ένας μανδύας, και τα αστέρια ένα στολίδι
κεντημένο στον μανδύα ή δαιμονικά όντα. Η ελληνική επιστήμη κάνει την
κατά πάσα πιθανότητα πιο ανατρεπτική ανακάλυψη: τη σφαιρική μορφή της
γης· ένας έλληνας ερευνητής στάθηκε στην ακτή της Ισπανίας και
δείχνοντας προς δυσμάς εξήγησε ότι, πλέοντας κανείς συνέχεια προς αυτή
την κατεύθυνση, θα μπορούσε να βρεθεί στις Ινδίες -μια πρόταση που
ενέπνευσε τον Κολόμβο. Ανακαλύπτεται η αξονική περιστροφή της γης.
Διατυπώνεται ως υπόθεση – προφανώς γνωστή στον Κοπέρνικο- η θεωρία του
ηλιοκεντρικού συστήματος. Σχηματίζεται μια αντίληψη για τις τεράστιες
διαστάσεις του σύμπαντος, τουλάχιστον εντός του ηλιακού μας συστήματος·
υπολογίζεται η απόσταση της σελήνης και του ηλίου (χωρίς οπτικά όργανα!)
κατά προσέγγιση σωστά· προσδιορίζεται μέσω της μέτρησης μοιρών η
περίμετρος της γης, οι άνθρωποι μαθαίνουν να προσδιορίζουν την
αστρονομική θέση ενός τόπου, και σχηματίζουν μια παραστατική αντίληψη
του μικροσκοπικού μεγέθους της γης ως ενός αστεριού ανάμεσα σε άλλα
αστέρια. Κατανοείται η εξάρτηση της παλίρροιας της θάλασσας από την
περιφορά της σελήνης. Τίθενται τα θεμέλια μιας επιστημονικής γεωγραφίας.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiRdXXa5Ut57CtqqzhsDRtVkGQnqmLAFfAwlBxNSli0QmRxGu6wzb8rN0xClMc0wQ9U2uSG3UJM5_LTSeruOxXNJ50PgCYA_g6_yxJ0mhd58krFUuJKjrjhKbDmDz0Aqu3c-huZStF8Bu8/s280/44.jpg)
Η γνώση ξένων γλωσσών και λογοτεχνιών
είναι περιορισμένη, αλλά η εθνολογική παρατήρηση πλούσια. Για την
Ελλάδα, αξιοποιούνται ευρήματα εδάφους και επιγραφές, με στόχο την
απόκτηση ιστορικών γνώσεων, καλλιεργείται η λαογραφία, συλλέγονται
παροιμίες και μύθοι, διερευνώνται τα χρονικά και τα αρχεία,
συγκεντρώνονται χειρόγραφα με συστηματικό τρόπο και ταξινομούνται σε
καταλόγους. Αναπτύσσονται σε ευρεία κλίμακα η πολιτική ιστορία, η
ιστορία του πολιτισμού, της θρησκείας, της λογοτεχνίας, της μουσικής,
της φιλοσοφίας, καθώς και η ιστορία των επιστημών όπως των μαθηματικών
και της ιατρικής. Η γραμματική και η φιλολογία ανθούν.
β) Οι μέθοδοι
Εκείνο
που διακρίνει την επιστήμη, δηλαδή την ελληνική μορφή της γνώσης, από
την απλή γνώση, όπως την κατείχαν σε μεγάλη έκταση και ανεπτυγμένο βαθμό
οι προελληνικοί πολιτισμοί, είναι ο μεθοδικός της χαρακτήρας. Σε
τελευταία ανάλυση αυτό σημαίνει: το ουσιώδες δεν είναι το υλικό της
γνώσης, το αποτέλεσμα, αλλά η διαδικασία της επίτευξής του, όχι αυτό που
γίνεται γνωστό, αλλά οι οδοί της γνώσης και της έρευνας- «μέθοδος»
σημαίνει δρόμος. Αυτή η έρευνα «που έχει συνείδηση της μεθόδου» οδηγεί
σε έναν τεράστιο εμπλουτισμό της γνώσης εξαιτίας της μόνιμα
ενεργοποιημένης ορμής για τη γνώση (στην οποία ο Αριστοτέλης στην αρχή
της «Μεταφυσικής» του [πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει]
διαβλέπει μια πρωταρχική ανθρώπινη ορμή – πολύ ορθότερο θα ήταν να
έλεγε κανείς: μία πρωταρχική ελληνική ορμή). Στους προελληνικούς
πολιτισμούς η γνώση παρέμεινε τόσο πολύ περιορισμένη, προπαντός επειδή
δεν υπήρχε βούληση να μάθει κανείς περισσότερα, επειδή κανείς δεν
ρωτούσε και κανείς δεν αμφισβητούσε. Έτσι λοιπόν η ακαταπόνητη ορμή να
θέτει κανείς αδιάκοπα ερωτήματα μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωταρχική
μέθοδος της επιστήμης. Κατά τα άλλα, οι θεμελιώδεις μέθοδοι της
ελληνικής επιστήμης είναι οι ακόλουθες:
a) Η επόπτευση του όλου
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgKUrIly8SnDdl3ztZpmBWHAWy5rZOkkdJRR_ez9DurZsxfcWAVTBsfkGte3JZzZ7s3l1yhmjlHm-tm0eXAnJ5IlTDCUPVMGW_s06fqF1nZZoHoIWhLBTITKpHMJe1wMzIbyqr8mAW3fGk/s280/34.jpg)
Τούτη
λοιπόν η στροφή του βλέμματος προς την ολότητα σημασιοδοτεί μιαν
αποδέσμευση από τη μεμονωμένη περίπτωση και την υπαγωγή της σε ευρύτερες
συνάφειες. Η επιτυχία στην πράξη σε μια μεμονωμένη περίπτωση προκύπτει
επειδή ακριβώς αυτή δεν προσεγγίζεται πρακτικά αλλά θεωρητικά, και
επειδή ο γιατρός πρωτίστως δεν αποβλέπει στην αποτελεσματικότητα αλλά
στην αιτία. Η «καθαρή» επιστήμη είναι πιο πρακτική από καθετί που
παραείναι πρακτικό: οι έλληνες γιατροί το απέδειξαν, καθώς με τις
επιτυχίες τους στις ξένες αυλές περιθωριοποίησαν τους φημισμένους από
παλιά αιγύπτιους γιατρούς.
Κατά
παρόμοιον τρόπο δραστηριοποιήθηκαν στην αστρονομία. Η πρόβλεψη της
έκλειψης ηλίου του έτους 585 από τον Θαλή αποτελεί ένα επίτευγμα στο
οποίο μπορούσε να φθάσει κανείς, υπολογίζοντας κατά προσέγγιση τις
ημερομηνίες, με καθαρά εμπειρικό τρόπο και το οποίο προφανώς ήταν εφικτό
και για την βαβυλωνιακή ουρανογνωσία. Η ακριβής πρόβλεψη των εκλείψεων
-που διαβάζουμε στην εφημερίδα, χωρίς να αισθανόμαστε πια καθόλου το
μέγεθος του επιτεύγματος – είναι δυνατή μόνον όταν κανείς δεν εξετάζει
την έκλειψη ως μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά λαμβάνει υπόψη του τη συνολική
περιφορά τόσο ενός ορισμένου πλανήτη όσο και των ουρανίων σωμάτων
ενγένει. Η βαβυλωνιακή αστρογνωσία επήγαζε από αστρολογικά ενδιαφέροντα,
δηλαδή από τις πρακτικές ανάγκες της βασιλικής και της κρατικής
αστρολογίας. Οι επιδράσεις οι οποίες αναζητούνται εδώ είναι καθαρά
ατομικές επιδράσεις- εντελώς συγκεκριμένες θέσεις των άστρων επιφέρουν
αντίστοιχα εντελώς συγκεκριμένα αποτελέσματα, και αυτός ο
πολλαπλασιασμός των λεπτομερειών προκαλεί σύγχυση και καθιστά τη
βαβυλωνιακή αστρολογία τόσο αχανή και δυσπρόσιτη σε κάθε συνοπτική
προσέγγιση.
Και εδώ η ελληνική σκέψη παραμερίζει αρχικά την επιδίωξη του
πρακτικού αποτελέσματος και αναζητά την ολότητα· το αποτέλεσμα αυτής
της αναζήτησης είναι η ανακάλυψη της περιφοράς των ουρανίων σωμάτων και η
ιδέα του κόσμου. Τούτο επέφερε αρχικά τον πλήρη εξοβελισμό των
αστρολογικών στοιχείων· όπως ο γιατρός έτσι και ο αστρογνώστης έπρεπε να
γίνει φυσικός επιστήμονας -από την αστρολογία προέκυψε η αστρονομία.
Μόνον ύστερα από αυτό ήταν δυνατό να τεθεί εκ νέου το ερώτημα σχετικά με
την επίδραση που ασκούν τα αστέρια στη γη, και τέθηκε πράγματι με νέο
τρόπο: ως επίδραση δηλαδή μιας ολότητας, του κόσμου. Όταν επιτράπηκε η
επάνοδος της αστρολογίας, οι Έλληνες δεν τη συστηματοποίησαν απλώς για
πρώτη φορά, αλλά την μετασχημάτισαν με αυτή τη θεμελιώδη έννοια, υπό την
οποία εξακολουθεί έκτοτε να ασκεί την επίδρασή της.
b) Η αιτία
Το
να ρωτά κανείς για μιαν αιτία είναι πανανθρώπινο. Ακόμη και ο
πρωτόγονος άνθρωπος ξέρει και «αναγνωρίζει» τη συνάφεια ανάμεσα στο
πλήγμα και τον πόνο, ενώ η επόμενη βαθμίδα γνωρίζει τη συνάφεια μεταξύ
γενετήσιας πράξης και τεκνογονίας· αιτιολογικοί μύθοι εξηγούν την
προέλευση και την πρώτη αφορμή ορισμένων λατρευτικών τελετουργιών, ενώ
στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη του δημιουργού θεού η πανανθρώπινη
ανάγκη της αιτιολόγησης αποκτά μορφή διευρυμένη.
Οι
Έλληνες λοιπόν ανέπτυξαν αυτή την αιτιώδη σκέψη σε εξαιρετικό βαθμό.
Κινούνται από ένα αιτιολογικό πάθος. «Προτιμώ», έλεγε ο Δημόκριτος, «να
βρω έστω και μία αιτία παρά να γίνω βασιλιάς των Περσών» (Β 118 Diels). Η
θεωρητική διατύπωση αυτή( της φράσης προέρχεται από τον Λεύκιππο:
«Τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία, αλλά τα πάντα προκύπτουν από λογικά
αίτια και με αναγκαιότητα» (Β 2 Diels). Εδώ δεν πρόκειται για μιαν απλή
επίταση της πρωτόγονης ανάγκης για αιτιότητα, αλλά για κάτι το νέο
-τη> ανάδειξη της «καθαρής» αιτίας.
Αιτία
είναι, πρώτα, η έσχατη αιτία. Δεν αρκείται κανείς με την εγγύτερη
αφορμή, αλλά επεκτείνει την αναζήτηση μέχρι να φτάσε στο πρωταρχικό
αίτιο. Η διάκριση μεταξύ εξωτερικής καταλυτική! αφορμής και βαθύτερου
πρωταιτίου λειτουργεί, λ.χ., πολύ διαφωτιστικά στην ερμηνεία των
πολιτικών ερίδων (Θουκυδίδης). Συνδέεται με την τάση των Ελλήνων να
στρέφουν το βλέμμα από το ατομικό δεδομένο προς την ολότητα.
Η
διεργασία αυτή ωστόσο δεν εξαντλείται, δεύτερον, με μια γρήγορη ματιά
προς το έσχατο αίτιο. Η εκδήλωση της ασθένειας ενδέχεται, π.χ., να
προξενήθηκε από μια τροφική διαταραχή, και η έσχατη και πραγματική της
αιτία να ήταν η επενέργεια δυσμενών αστερισμών ή η επίδραση ενός
δαίμονα. Όχι, η αλυσίδα των αιτίων οφείλει – πράγμα που ανέδειξε κυρίως η
πλατωνική λογική με τη διαιρετική της μέθοδο – να μη παρουσιάζει κενά
και να παρακολουθείται βήμα βήμα. Και όλα αυτά τα μέλη της αλυσίδας
υπάγονται σε μιαν ενιαία θεώρηση: ανήκουν όλα στην περιοχή της φύσης.
Διότι η φύση είναι το αληθινά πραγματικό και επομένως το θεϊκό. Δεν
υπάρχει κάποια ξεχωριστή θεϊκή ή δαιμονική αιτιότητα για τις ασθένειες·
ακόμη και η τρομακτική εικόνα του επιληπτικοί) δεν είναι έργο δαιμονικής
κατοχής, ακόμη και αυτή η ασθένεια έχει φυσικές και μολαταύτα στο μέτρο
αυτό και πάλι θεϊκές αιτίες. Αυτή είναι η μεγαλειώδης θέση του
ιπποκρατικού συγγράμματος για την επιληψία [Περί ιερής νοήσου].
Και
τρίτον, οι Έλληνες διακρίνουν την καθαρή αιτία από την ενοχή. Η αιτία
για το γεγονός ότι δέχομαι ένα χτύπημα αρχικά δεν είναι το ότι έχω
διαπράξει κάτι, αλλά το ότι με χτυπά ο άλλος. Το γιατί όμως αυτός με
χτυπά είναι ένα ερώτημα που προσεγγίζεται από μια νέα αφετηρία, δηλαδή:
από τα δικά του κίνητρα. Αυτή η απελευθέρωση από την πρωτόγονη αντίληψη
της ενοχής και του εξιλασμού βρίσκει την καλύτερη ώρα της στην ανάλυση
του ερωτήματος σχετικά με το ποιος φέρει την ευθύνη για τον πόλεμο στην
εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου από τον Θουκυδίδη. Εδώ
καταδείχθηκε για πρώτη φορά στον κόσμο τί σημαίνει αντικειμενικότητα,
δηλαδή εσωτερική υπεροχή έναντι των δογμάτων των αντιμαχομένων μερών και
των εθνικιστικών ιδεολογιών. Η πραγματική ιστοριογραφία έγινε δυνατή
μόνο μετά από εκείνη την καθαρή, αμερόληπτη αντίληψη της πράξης και του
ιστορικού γίγνεσθαι -δηλαδή από τους Έλληνες, από τον Ηρόδοτο και μετά.
c) Ανάλυση
Όταν
κάποτε – σύμφωνα με την ηροδότεια αφήγηση – ο σοφότερος Έλληνας, ο
Σόλων, επισκέφθηκε τον πλουσιότερο ηγεμόνα της Ανατολής, τον Λυδό
βασιλιά Κροίσο, θέλησε να του δείξει με παραστατικό τρόπο τη μεταβολή
στην ανθρώπινη ζωή. Αυτό το έκανε ως εξής: ας υποτεθεί ότι η ανθρώπινη
ζωή διαρκεί 70 χρόνια. Αυτά τα 70 χρόνια ισοδυναμούν με 25.200 ημέρες,
αν δεν συνυπολογίσει κανείς τους δίσεκτους μήνες. Από όλες αυτές τώρα
τις συνολικά 26.250 ημέρες καμία δεν είναι ίδια με την άλλη (1. 32). –
Χαρακτηριστικό είναι πρώτα απ’ όλα το πώς ο Έλληνας χρησιμοποιεί εδώ τα
μέσα της ανατολικής γνώσης. Το ημερολόγιο, τα μέτρα και τα σταθμά, που
προέρχονται βέβαια από την Ανατολή, οι Έλληνες τα χειρίζονται επιδέξια,
και μάλιστα με όλα τα σχετικά τεχνάσματα.
Κατά
δεύτερο λόγο, σημειώνεται εδώ η επίδραση εκείνη της τάσης προς την
ολότητα για την οποία μιλήσαμε προηγουμένως· δύσκολα θα μπορούσε ένας
Προέλληνας να φτάσει στην ιδέα να εφαρμόσει το ημερολόγιο, το οποίο
παρέχει τα αναγκαία πρακτικά στοιχεία για καθεμιά από τις μέρες του
χρόνου (και πάνω από όλα για τις γιορτές), με αυτόν ακριβώς τον τρόπο
στην ολότητα της ανθρώπινης ζωής. Και εδώ εκφράζεται, τρίτον, μια
επιπλέον ελληνική ιδιομορφία: η χαρά με τον αριθμό. Διότι η πρωταρχική
ικανότητα του ανθρώπου να αριθμεί διαμορφώνεται και εφαρμόζεται από τους
λαούς με πολύ διαφορετικούς τρόπους.
Η Ανατολή εισήγαγε στην πρακτική
εφαρμογή αυτής της ικανότητας κανόνες και σύστημα, ενώ με την επινόηση
του νομίσματος έκανε ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός στο πεδίο της
πρακτικής αφαιρετικής διεργασίας. Οι Έλληνες μετρούν τις Μούσες, τις
Ωκεανίδες και γενικά τους δαίμονες. Ο Αισχύλος ονομάζει τον αριθμό
«ξεχείλισμα σοφής επινόησης» [ἔξοχον σοφισμάτων]
Προμηθέας 459).
Μέχρι και ο Αρχιμήδης στο «βιβλίο της άμμου» (Ψαμμίτης) προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα πώς μπορεί να μετρηθεί η άμμος της θαλάσσης. Από νωρίς ήδη το ελληνικό μετρικό σύστημα επεκτάθηκε ως το 10.000. Η χαρά των αριθμών είναι η χαρά που προέρχεται από τον δαμασμό της πραγματικότητας. Όταν έχω μπροστά μου έναν σωρό, ένα κοπάδι ή ένα πλήθος δαιμονικών όντων και αρχίζω να τα μετρώ, αποσυνθέτω την οργανική ενότητα στα στοιχεία της. Η αρίθμηση είναι η απλούστερη μορφή της ανάλυσης: το απροσδιόριστο φαινόμενο το μεταβάλλει μέσω μιας συχνά τολμηρής αφαίρεσης σε μια παράταξη από όμοια και μόνο στοιχεία- μετατρέπει τον κόσμο σε άτομα.
Μέχρι και ο Αρχιμήδης στο «βιβλίο της άμμου» (Ψαμμίτης) προσπαθεί να λύσει το πρόβλημα πώς μπορεί να μετρηθεί η άμμος της θαλάσσης. Από νωρίς ήδη το ελληνικό μετρικό σύστημα επεκτάθηκε ως το 10.000. Η χαρά των αριθμών είναι η χαρά που προέρχεται από τον δαμασμό της πραγματικότητας. Όταν έχω μπροστά μου έναν σωρό, ένα κοπάδι ή ένα πλήθος δαιμονικών όντων και αρχίζω να τα μετρώ, αποσυνθέτω την οργανική ενότητα στα στοιχεία της. Η αρίθμηση είναι η απλούστερη μορφή της ανάλυσης: το απροσδιόριστο φαινόμενο το μεταβάλλει μέσω μιας συχνά τολμηρής αφαίρεσης σε μια παράταξη από όμοια και μόνο στοιχεία- μετατρέπει τον κόσμο σε άτομα.
Κάτι
παρόμοιο ισχύει για το ζύγισμα και το μέτρημα, πρακτικές των οποίων η
τεχνική προήλθε επίσης από την Ανατολή. Στην Ιλιάδα ο Ζευς υπολογίζει το
πεπρωμένο τοποθετώντας πάνω στη ζυγαριά τη μοίρα του Έκτορα και τη
μοίρα του Αχιλλέα. Η Νέμεσις, η θεά που μετρά και κατανέμει το δίκαιο,
κρατά στο χέρι της τον πήχη. Ο Θαλής λέγεται ότι μέτρησε το ύψος των
πυραμίδων (μια μέτρηση εντελώς ελεύθερη από πρακτικούς σκοπούς), ο
Πυθαγόρας το μήκος μιας χορδής στην σχέση της προς το ύψος του τόνου. Η
Αναξι- μάνδρεια κοσμολογία ήταν γεμάτη από συγκριτικούς αριθμούς. Ο
γλύπτης Πολύκλειτοςανάγει την τελειότητα ενός γλυπτού στους λεπτούς
συσχετισμούς «πολλών αριθμών». Τη μετρητική τέχνη την οποία κληρονόμησαν
ως πρακτική χρηστική τέχνη, οι Έλληνες την αναπτύσσουν μέχρι τις
έσχατες συνέπειες της. Η εφαρμογή της σε πεδία που φαίνεται να
αντιβαίνουν πλήρως στη φύση της, όπως η ηθική, είναι ένα από τα
σοβαρότερα επιστημολογικά προβλήματα. (Πλάτων, Πρωταγόρας, Φίληβος). Και
ο Αριστοφάνης αφήνει στους Βατράχους να παρελάσει στη σκηνή ολόκληρο το
οπλοστάσιο των οργάνων μέτρησης, ζυγαριά, γνώμονας, πήχης, καλούπι
κ.ο.κ., προκειμένου να ζυγίσει και να μετρήσει τις λέξεις, τους στίχους,
και τις τραγωδίες -μια κωμική υπερβολή, η οποία όμως μπορεί να έχει
κωμική επίδραση μόνον επειδή παρωδεί μια γνήσια ελληνική τάση.
Συναφής
είναι επίσης η ελληνική προτίμηση για τη μαθηματική μορφή, το σχήμα,
ακόμη και εκτός των μαθηματικών. Στην Αθήνα της ύστερης αρχαϊκής εποχής
συμβαίνει στη γραφή ξαφνικά το εξής: τα γράμματα τοποθετούνται το ένα
ακριβώς κάτω από το άλλο έτσι ώστε το πεδίο της γραφής δεν απαρτίζεται
από οργανικά αναπτυσσόμενες δέσμες στίχων, αλλά σχεδιάζεται στην ολότητά
του σαν μια σκακιέρα: το στοιχηδόν. Κάθε γράμμα έχει τώρα το δικό του,
αφηρημένο πεδίο, είναι κατά κάποιον τρόπο φορέας της θέσης. Το ίδιο
σχήμα της σκακιέρας απαντά στα πολεοδομικά σχέδια του Ιππόδαμου του
Μιλήσιου· και εδώ η οργανική προέλευση παραμερίζεται, ο προσαρμοσμένος
στο έδαφος, γεμάτος στροφές δρόμος εξαφανίζεται καθώς μετατρέπεται σε
συστατικό μέρος ενός όλου, του οδικού «δικτύου»· για τον σκοπό αυτό είχε
προηγουμένως αναχθεί στην πιο καθαρή του μορφή· από αυτή την ανάλυση
προκύπτει ότι «δρόμος» ισοδυναμεί με μια συνδετική γραμμή, και ότι η
συντομότερη συνδετική γραμμή είναι η ευθεία.
Αρίθμηση,
μέτρηση, σχηματοποίηση -όλα αυτά δεν είναι τίποτα άλλο παρά πράξεις
ανάλυσης. Όλες αυτές οι πράξεις ξεκίνησαν ήδη με τους Προέλληνες. Έτσι
έχουν τα πράγματα και με την γραφή, η οποία ύστερα από μακρά προϊστορία
και μέσα από τη σύγχυση που προκαλούσε η συνύπαρξη πολλών συστημάτων,
συστηματοποιήθηκε με πρακτικό τρόπο από τους Φοίνικες· μόνον οι Έλληνες
όμως είναι εκείνοι που τελειοποίησαν το αλφάβητο, οι πραγματικοί
εφευρέτες της καθαρής φωνητικής γραφής. Η ομιλούμενη γλώσσα είναι ένας
ρέων ποταμός από φθόγγους που εναλλάσσονται γρήγορα και συνδέονται στενά
μετάξύ τους. Μόνο μέσω μιας ριζικής ανάλυσης μπορεί να κατορθώσει
κανείς να απεικονίσει σε αναλογία ένα προς ένα το οργανικό αυτό ρεύμα
απλώς και μόνο με μεμονωμένα, ασύνδετα μεταξύ τους σύμβολα.
Η
ανάλυση με τις περισσότερες συνέπειες υπήρξε ίσως η ατομική θεωρία. Η
οργανική ατμόσφαιρα, η οποία μετατρέπει την πολλαπλότητα των πραγμάτων
σε μιαν ολότητα, διαλύεται μ’ ένα φύσημα χωρίς ενδοιασμούς, ό, τι
απομένει είναι ένα ασυνεχές αποτελούμενο από σωματίδια μάζας που
βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο. Διαφέρουν μεταξύ τους μόνον σε σχέση με
απλούστατες ιδιότητες που μπορούν να προσδιοριστούν με ακρίβεια· κατά
βάση τα άτομα είναι ίδια, ισοδύναμα όπως οι αριθμοί.
Η
ανάλυση καταστρέφει τη μαγεία του κόσμου. Διαλύει τις ενότητες που
έχουν αναπτυχθεί οργανικά, αφαιρεί από τη συνάφεια των πραγμάτων το
άρωμα και τον ρευστό και απροσδιόριστο χαρακτήρα της, παραμερίζει χωρίς
ενδοιασμούς παραδοσιακές αντιλήψεις και αισθήματα. Η ριζοσπαστικότητα
της ελληνικής ορμής προς την αφαίρεση εκδηλώνεται εδώ σε ύλη την
τρομακτική, καταστροφική της δύναμη. Η ευρωπαϊκή πορεία από τη φυσική
αίσθηση της πραγματικότητας μέχρι τον αφηρημένο τύπο έχει ήδη εδώ
αντιπροσωπευτικά φτάσει στο τέλος, προκαταλαμβάνοντας όλα τα ανεκτίμητα
επιτεύγματα της ενεργοποιημένης, αποχαλινωμένης διάνοιας και ύλη της την
κατάρα.
d) Σύνθεση
Η
εικόνα των μεθόδων της ελληνικής επιστήμης δεν είναι σφαιρική και
πλήρης, αν δεν αναλογιστεί κανείς την κλίση προς την επόπτευση του όλου
για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως (παραπάνω σελ. 203 κ.ε.).
Απέναντι στην επαναστατική αναλυτική δραστηριότητα στέκεται το μεγάλο
χάρισμα της σύνθεσης. Μόνον όποιος μπορεί να σύνορά είναι γνήσιος
διαλεκτικός, λέει ο Πλάτων. Η εσωτερική συνάφεια των δύο αντιθέτων
τάσεων, της ανάλυσης και της σύνθεσης, είναι μεγαλύτερη από ό, τι
φαίνεται· το γνήσιο πνεύμα της ελληνικής επιστήμης ζει μόνο μέσα στην
ταυτόχρονη ύπαρξη και τη σύμπραξή τους.
γ) Η ανθρώπινη βάση της επιστήμης
Η
αρρώστια είναι ντροπή για τους ανθρώπους. Όταν επίκειται η εκδήλωση
μιας κρίσης, σημειώνει ο Ιπποκράτης αναφερόμενος στους επιληπτικούς, οι
ασθενείς αναζητούν καταφύγιο στο σπίτι ή στην απομόνωση και τη μοναξιά,
όπου και καλύπτουν το πρόσωπό τους καθώς η ντροπή τούς κάνει να
επιθυμούν να μείνουν αθέατοι· άλλοι εξηγούν αυτή την απομονωτική τάση με
τον τρόμο από το χτύπημα του δαίμονα, μιαν άποψη εναντίον της οποίας
στρέφεται ο μεγάλος γιατρός. Στην πολεμική αυτή ο Ιπποκράτης δεν έχει
άδικο. Ότι όμως στην πρωτόγονη αντίληψη των πραγμάτων ο άρρωστος
αισθάνεται «χτυπημένος» και σημαδεμένος και ότι το περιβάλλον τον
αισθάνεται ως «λεπρό», απόβλητο, είναι εξίσου σωστό. Παρ’ όλο τον
εξανθρωπισμό και την πρόοδο, ένα κομμάτι αυτής της πρωτόγονης αντίληψης
επιζεί ακόμη και ανάμεσά μας, ιδιαίτερα έναντι ορισμένων ασθενειών.
Ουσιαστικά αυτό είναι και το χειρότερο χτύπημα κάθε ασθένειας, ότι
δηλαδή προκαλεί την απαξίωση του αρρώστου από τον ίδιο του τον εαυτό και
από τους άλλους και συνάμα τον παραλύει. Η καταρχήν απελευθέρωση των
ανθρώπων από αυτόν το φόβο δεν αποτελεί και το μικρότερο δώρο της
ελληνικής ιδιοφυίας προς την Ευρώπη.
Πέρα όμως από τούτες
τις επιστημονικές αρετές της, η εξιστόρηση αυτή εμφορείται από ένα
ιδιαίτερο ανθρώπινο σθένος, το οποίο αποτελεί και τον πραγματικό λόγο
της αδιάλειπτης επίδρασής της· μια ανεπαίσθητη αύρα αυτού του σθένους
αναρριπίζει μέσα από την αποστασιοποιημένη ψυχρότητα του ύφους ακόμη και
σήμερα το αφτί του ακροατή: ιδού η ελευθερία του ανθρώπου της
επιστήμης. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης προσβλήθηκε από την ασθένεια. Περιγράφει
την απόγνωση που καταπτοούσε τους αρρώστους μπροστά στην αποτυχία κάθε
ιατρικού και θρησκευτικού μέσου: ο ίδιος δεν υπέκυψε σε τούτη την πίεση,
εξακολούθησε να παρατηρεί και να περιγράφει, υπερισχύοντας με αυτό τον
τρόπο του λοιμού. Πρόκειται για τον ίδιο ηρωισμό με τον οποίο ένας
εξερευνητής των πόλων που βρίσκεται σε μη αντιστρέψιμο πλέον στάδιο
ψύξης συνεχίζει το ημερολόγιό του μέχρι την τελευταία συνειδητή του
στιγμή.
Αυτή
η εσωτερική ελευθερία αποτελεί ταυτόχρονα ζωτική προϋπόθεση και ηθικό
αποτέλεσμα του ελληνικού ερευνητικού πνεύματος. Η άλλη πλευρά της είναι η
ευδαιμονία του ερευνητή, αυτή η υψηλή μακαριότητα την οποία τόσο πολλοί
Έλληνες στοχαστές και ποιητές εξυμνούσαν με ενθουσιασμό.
Κοντά
στην ελευθερία και την ευδαιμονία βρίσκεται και η ύβρις του ανθρώπου
της επιστήμης. Πιθανώς η επιστημονική υπεροψία, αυτή η κακή σκιά του
ορθολογισμού, ήταν ένα είδος κληρονομικής αρρώστιας στην ελληνική
επιστήμη. Και ίσως το μεγαλύτερο της εσωτερικό επίτευγμα να είναι ότι
αποκάλυψε τούτη την ύβρη στην αδυναμία της και την στιγμάτισε μια για
πάντα. Αυτό συνέβη στην «άγνοια» του Σωκράτη με τρόπο τόσο επιβλητικά
απλό και τόσο ελεύθερο από συμπλεγματική μνησικακία, ώστε έκτοτε,
τουλάχιστον, η επιφυλακτικότητα στην διατύπωση κρίσεων, μια υγιής άσκηση
στον σκεπτικισμό, αναδείχθηκε σε αυτονόητο αίτημα κάθε επιστημονικής
παιδείας. Την κλασική της έκφραση βρήκε η απαράγραπτη αυτή αρχή στον
Πλάτωνα (Συμπόσιο 204):
«Πλήρη» γνώση διαθέτει μόνον ο μωρός, ο οποίος
νομίζει ότι έχει γνώση· ο αληθινός φιλόσοφος, όμως, κινείται μεταξύ δύο
πόλων: βρίσκεται αιώνια καθ’ οδόν προς τη γνώση και δεν κουράζεται ποτέ
να μαθαίνει.
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgFftsKWRDJ8AmFr9Gc4VIRoTyWLVU9x1xpdaX0i4qQL8Of3Hz7wC5LrImhXvV5H9ovdw9IeeKAYpJXAg3sGJLTpT1bx0NmXTOwKFC2Zp1BE1W9-T4OIKBhxwPIBT9Ckrjh3q9jUopm37Q/s280/38.jpg)